Γράφει ο Δημήτριος Γ. Σουλιώτης
Όλα ξεκίνησαν όταν ο Νίκος Μαραντζίδης δημοσίευσε στην Καθημερινή της 22ας Απριλίου ένα άρθρο με τον τίτλο «Ο ιστορικός συμβιβασμός του ΣΥΡΙΖΑ και τα ατελέσφορα μέτωπα».
Ποιος είναι όμως ο αρθρογράφος; Ο Νίκος Μαραντζίδης είναι ένας αριστερής καταγωγής καθηγητής Πολιτικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, περισσότερο γνωστός στους πολιτικούς κύκλους για τις δημοσκοπήσεις του στον φανατικά αντι-ΣΥΡΙΖΑ ραδιο-τηλεοπτικό σταθμό «ΣΚΑΪ» και για το βιβλίο του (με τον Στάθη Καλύβα) «Εμφύλια πάθη», στο οποίο, εκτός των άλλων, περιγράφει και τις ευθύνες της Αριστεράς στον Εμφύλιο.
Στο εν λόγω άρθρο του υποστηρίζει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, λόγω της τριβής του με τις απαιτήσεις της διακυβέρνησης και υπό την πίεση της επιθυμίας για παραμονή στην εξουσία και της διάθεσης να παίξει κεντρικό ρόλο στη συνέχεια, έχει εισέλθει σε φάση μετασχηματισμού.
Ειδικότερα, όπως και άλλα ριζοσπαστικά αντισυστημικά ευρωπαϊκά κόμματα στο παρελθόν, απορροφάται σταδιακά από το σύστημα εξουσίας και μετατρέπεται σε φιλοευρωπαϊκό, σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα.
Με βάση τη συγκεκριμένη προκείμενη θέση του, καταλήγει στο πολιτικό συμπέρασμα ότι η λογική του «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» μετώπου, την οποία σημειωτέον υιοθετούν πρωτοκλασάτα πολιτικά στελέχη της ΝΔ και του ΚΙΝΑΛ (Μητσοτάκης, Σαμαράς, Γεωργιάδης, Βενιζέλος, Λοβέρδος κ.ά.) είναι ατελέσφορη πολιτικά και άγονη ιδεολογικά.
Ίσως μάλιστα να εννοεί τους τελευταίους στην καταληκτική πρόταση του άρθρου του: Η δαιμονοποίηση του «άλλου» βολεύει ίσως την εκλογική συσπείρωση και όσους στήνουν καριέρες πάνω στον φανατισμό των αφελών ή ιδιοτελών, αλλά βλάπτει τη χώρα.
Όπως ήταν ευνόητο αυτή η ώριμη, μετριοπαθής, συμβιβαστική θέση και μάλιστα από έναν ισχυρό πολέμιο του ΣΥΡΙΖΑ προκάλεσε αίσθηση και κινητοποίησε τα πολεμοχαρή αντανακλαστικά του «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» μετώπου.
Πρώτος έσπευσε να απαντήσει ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ο οποίος σε άρθρο του της 29ης Απριλίου στην ίδια εφημερίδα με τον τίτλο «Η διακριτική γοητείας της «κανονικοποίησης» του ΣΥΡΙΖΑ», αμφισβητεί τις θέσεις και τα συμπεράσματα του Μαραντζίδη.
Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να τονίσω ότι έχω ψηφίσει τον Βενιζέλο για πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, όλες τις φορές που κατέβηκε υποψήφιος. Τον θεωρώ μακράν τον πιο ευφυή έλληνα πολιτικό και τον πλέον κατάλληλο για να οδηγήσει ως πρωθυπουργός μια προ-νεωτερική χώρα, όπως η δική μας, στο πεδίο της νεωτερικότητας και της ευρωπαϊκής κανονικότητας.
Ταυτόχρονα όμως είναι ευδιάκριτα και κάποια έντονα ναρκισσιστικά στοιχεία της προσωπικότητάς του, προξένους συναισθηματικών, παρορμητικών, προ-νεωτερικών πολιτικών συμπεριφορών, που δεν ταιριάζουν με το νεωτερικό αφήγημά του, όπως αυτό λόγου χάριν εκφράστηκε στο θέμα της ονομασίας των Σκοπίων και της αναδοχής από ομόφυλα ζευγάρια.
Ίσως ο υψηλός βαθμός του δείκτη νοημοσύνης του, να είναι ευθέως ανάλογος με το ναρκισσιστικό αίσθημα μεγαλείου του, το οποίο όταν πλήττεται οδηγεί σε απρόβλεπτες συμπεριφορές. Βέβαια εκτός από την οργισμένη αντίδραση στη βαρεία προσβολή του ναρκισσιστικού μεγαλείου του ο Βενιζέλος εκφράζει και μια πολιτική υπαρξιακή αγωνία.
Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η άποψη περί σοσιαλδημοκρατικής μετεξέλιξης (του ΣΥΡΙΖΑ) καταλήγει πρακτικά στο να αφήνει χωρίς πολιτικά οριοθετημένο χώρο το Κίνημα Αλλαγής». Με απλά λόγια μήπως έχουμε την τύχη της Ένωσης Κέντρου και του ευπατρίδη πολιτικού Γεωργίου Μαύρου, που απορροφήθηκαν από το ΠΑΣΟΚ;
Στο άρθρο του ο Βενιζέλος δεν μπαίνει στην ουσία της επιχειρηματολογίας του Μαραντζίδη, δηλαδή αν η αναπόφευκτη ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ στο ευρωπαϊκό κατεστημένο κάνει καλό στη χώρα και επομένως πρέπει να την υποβοηθήσουμε με την κατ’ αρχήν μετριοπαθή στάση και την ανοχή μας. Αντίθετα τονίζει τα παλιά χαρακτηριστικά και τα προβλήματα που προξένησε ένας αντι-συστημικός ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος όμως βρίσκεται ήδη σε πορεία μετάλλαξης.
Εστιαζόμενος όμως στον σε αποδρομή κακό εαυτό του ΣΥΡΙΖΑ, μετατρέπεται στον άλλο πόλο του δίπολου της σύγκρουσης, ενισχύοντας τη μανιχαϊστική λογική, την οποία τόσο ακριβά πλήρωσε με τις αναξιοπρεπείς επιθέσεις των αντιπάλων του. Κατά τον Αλμπέρ Καμύ ο άνθρωπος ή η ομάδα που έχει τη βαθιά πίστη ότι αυτός είναι το απόλυτο καλό και ο άλλος απέναντι το απόλυτο κακό, έχει ξεκινήσει τη διαδικασία για την εξαφάνιση του δεύτερου…
Και εδώ τίθεται ένα δύσκολο ερώτημα: Έχουμε ως κοινωνία και πολιτικές δυνάμεις, τουλάχιστον εμείς που εμφανιζόμαστε ως ορθολογιστές, ως εκσυγχρονιστές, ως ευρωπαϊστές, ως ώριμοι, τη δυνατότητα να εφαρμόσουμε την πρόταση μετριοπάθειας και συμβιβασμού του Μαραντζίδη και να ανοίξουμε την …αγκαλιά μας στο ΣΥΡΙΖΑ; Μπορεί ο προ-νεωτερικός ελλαδικός άνθρωπος στο πεδίο της πολιτικής και της κοινωνίας να υπερβεί τον εαυτό του, το Εγώ του – με τα στοιχεία που περιγράφονται παρακάτω – και να απεγκλωβιστεί από τις συμπληγάδες πέτρες του επιθετικού συναισθήματος;
Τα κύρια στοιχεία της προσωπικότητας του ανθρώπου στον οποίο απευθύνεται ο Μαραντζίδης ένθεν – κακείθεν είναι η περίσσεια συναισθήματος έναντι λογικής, η έλλειψη μετριοπάθειας και μέτρου, η έλλειψη ψυχραιμίας, η παρορμητική και αντανακλαστική δράση. Επίσης η μειωμένη αυτοπεποίθηση και ανασφάλεια, η καχυποψία, η δυσπιστία, ο φθόνος. Ο προ-νεωτερικός αυτός τύπος αποκτά την ταυτότητά του ναρκισσιστικά, μέσω της επιβεβαίωσής του από τους δικούς του και της πολεμικής στάσης του προς τους άλλους.
Η πολιτική συμπεριφορά του διαμορφώνεται σε αντί-παραβολή με την πολιτική θέση του αντί-πάλου. Είναι πρώτα αντί-θέση και μετά – χωρίς να είναι σίγουρο ότι υπάρχει – θέση. Με όρους πολιτικής πραγματικότητας είναι πρώτα αντί-δεξιός, αντί-αριστερός, αντί-κομμουνιστής, αντί-μνημονιακός, κ.τ.λ. και μετά οτιδήποτε άλλο. Είτε ως στέλεχος Κόμματος, είτε ως απλός οπαδός και ψηφοφόρος προσέρχεται στην πολιτική αντί-παρά-θέση με προνόμια, τα οποία κατέχει εκ των προτέρων και τα οποία δεν επιθυμεί να συζητήσει.
Τα πρόσωπα με τα οποία έρχεται αντιμέτωπος δεν είναι συνέταιροι στην αναζήτηση της αλήθειας, αλλά αντίπαλοι, εχθροί που έχουν άδικο, που είναι επιζήμιοι και που η ίδια η ύπαρξή τους αποτελεί μια απειλή. Γι’ αυτόν το παιχνίδι του διαλόγου δεν συνίσταται στο να αναγνωρίσει το άλλο πρόσωπο ως υποκείμενο που έχει το δικαίωμα να μιλήσει, αλλά στο να το καταργήσει ως ισότιμο συνομιλητή. Και ο τελικός σκοπός του δεν είναι να πλησιάσει όσο το δυνατόν περισσότερο μια δύσκολη αλήθεια, αλλά να προκαλέσει το θρίαμβο της δικής του δίκαιης υπόθεσης, την οποία προφανώς υποστηρίζει από την αρχή.
Με πιο απλά λόγια μπορούν οι ηγεσίες τους να επιβάλλουν για παράδειγμα στον Άδωνη Γεωργιάδη και στην Ελένη Αυλωνίτου, αλλά και στα στελέχη και τους ψηφοφόρους τους μια πολιτική συμπεριφορά ηπιότητας, μετριοπάθειας, συμβιβασμού, γιατί είναι η μόνη που ωφελεί τη χώρα και τους πολίτες της; Αν και η αυθυπέρβαση και η αλληλοπεριχώριση είναι κάτι πολύ δύσκολο σε μια προ-νεωτερική χώρα, προτείνω, έστω για λόγους ηθικής τάξεως, ως παράδειγμα μετριοπαθούς, ώριμης πολιτικής συμπεριφοράς προς μίμηση, τον Σπύρο Λυκούδη και τον Παύλο Τσίμα…