Γράφει η Ελένη Κονιαρέλλη-Σιακή
Η βροχή έπεφτε απ’ τον ουρανό σαν δυνατό ράπισμα στο χώμα, αφήνοντας μια υπόκωφη βουή. Ήταν σα να άκουγες έναν μονότονο μονόλογο του Θεού σε ώρες οργής. Κανείς δεν μπορούσε να σταματήσει αυτό το λυσσασμένο ξέσπασμα της φύσης, ούτε και οι τρομαγμένες αστραπές που έτρεχαν βιαστικά, γράφοντας ζικ-ζακ χρυσές γραμμές στα μαύρα της νύχτας, για να προλάβουν να σωθούν απ’ τους αποτρόπαιους κρότους των κεραυνών που ξεκολλούσαν απ’ τα σύννεφα, κι ήταν σα να κατρακυλούσαν στον ουρανό πελώριοι βράχοι που χτυπιούνταν ο ένας με τον άλλον, και στο τέλος χάνονταν στο σκοτάδι.
Γιατί άραγε απόψε, βλέποντας τρομαγμένη πίσω απ’ το τζάμι αυτή την άγρια νύχτα, θυμήθηκα μια άλλη; Και τότε το ίδιο έκανα. Με το μέτωπο κολλημένο στο τζάμι και γουρλωμένα τα παιδικά μου μάτια, περίμενα να φωτίσει η αστραπή το πνιχτό σκοτάδι για να τη δω. Να δω, αν τα κατάφερε. Αν ανέβηκε το μαντρότοιχο. Αν πέρασε το πλημμυρισμένο αυλάκι. Αν πρόσεξε και δεν έπεσε στη μεγάλη λακκούβα, που τώρα δε φαινόταν, γιατί είχε γεμίσει λασπόνερα. Αν πέρασε απ’ την τρύπα του αγκαθωτού φράχτη χωρίς να τραυματισθεί. Να δω, αν ο κεραυνός τη σεβάστηκε και δεν την έκαψε. Αν η βροχή τη χτύπησε με δύναμη για να τη συνεφέρει από την αγωνία, τον πόνο και τον φόβο της στιγμής, χωρίς να της κάνει κακό. Βράχηκε πολύ….
Τα ρούχα ασήκωτα απ’ το νερό, είχαν κολλήσει στο κορμί της. Όλη κουκουλωμένη, απ’ το κεφάλι μέχρι τα παπούτσια, μ’ ένα χοντρό μαύρο πανωφόρι, έτρεχε αλαφιασμένη μες στον κατακλυσμό, σφίγγοντας στο ένα χέρι το καλάθι.
Οι αστραπές, της φώτιζαν το δρόμο μες στα πλημμυρισμένα χωράφια. Της φώτιζαν το δρόμο εκείνο που της έφραζε ο φόβος, ο δυνατός φόβος που είχε από παιδάκι για τις αστραπές και τις βροντές, γιατί δε θυμάμαι να φοβήθηκε τίποτε άλλο στη ζωή της. Μόνο αυτό: Τις αστραπές και τις βροντές. Μόλις άρχιζαν, κρυβόταν. Χανόταν στο σπίτι, να μην τις βλέπει και να μην τις ακούει. Έκλεινε σφιχτά τα μάτια, με το κεφάλι χωμένο κάτω απ’ το μαξιλάρι και τα δάχτυλα να κλείνουν γερά τ’ αυτιά.
Κι εκείνη την παράξενη νύχτα πού πήγαινε; Γιατί έτρεχε στα χωράφια μες στον κατακλυσμό, σαν μαυροντυμένο ξωτικό μ’ ένα καλάθι στο χέρι, αψηφώντας τον κίνδυνο και ξεπερνώντας τον φόβο της;
Τότε, η καταιγίδα είχε κρατήσει όλη τη νύχτα. Εκείνη έλειψε λίγη ώρα. Ενώ την έβλεπα να τρέχει σαν τρελή προς το ξένο κοντινό περιβόλι με τα φροντισμένα λαχανικά, ξαφνικά την έχασα από τα μάτια μου κι έχασα μαζί και την αναπνοή μου. Παγωμένη, με το μέτωπο κολλημένο στο θολό τζάμι… περίμενα. Περίμενα να την ξαναδώ, στο φως της αστραπής, να τρέχει επιστρέφοντας στο σπίτι μας. Τίποτα…. Ακουγόταν μόνο ο αδιάκοπος χτύπος της βροχής, που σκέπαζε το σιγανό κλάμα μου. Καθάρισα με την παλάμη το τζάμι και τότε…. την είδα πάλι!
Αυτό λέγεται ευτυχία! Την είδα πάλι. Μόνο για μια στιγμή. Όσο κρατά η ευτυχία… ερχόταν πιο αργά τώρα, σα να σήκωνε μεγάλο βάρος. Όταν πλησίασε αρκετά -χαμήλωσα για να μη φαίνομαι- κι είδα το καλάθι να ξεχειλίζει κηπευτικά, κι εκείνη με κάτασπρο πρόσωπο νεκρού ανθρώπου που νίκησε τ’ αδύνατο, να μπαίνει στην πόρτα του σπιτιού μας, αφήνοντας πίσω της ένα αυλάκι βροχής και τις πατημασιές της λάσπης. Μόλις που πρόλαβα και χώθηκα στο κρεβάτι μου. Μα η βροχή, συνέχισε να με χτυπά στην ψυχή, λες και κάτι της είχα κάνει και τούτη τη δύσκολη ώρα ζητούσε εκδίκηση.
Έχουν περάσει, μανούλα, πολλά χρόνια. Κι όμως αυτή τη νύχτα δεν την ξέχασα ποτέ. Σε κάθε καταιγίδα, στις λαμπερές αστραπές και στις υπόκωφες βροντές – που τόσο φοβόσουν- σε βλέπω μπροστά μου να τρέχεις στα χωράφια, όπως εκείνη τη δύσκολη χρονιά, μουσκεμένη μέχρι το κόκκαλο, έχοντας ξεπεράσει τον δυνατό φόβο σου, και βάζοντας πάνω από κάθε αναστολή, και κάθε επώδυνη και κατακριτέα πράξη, τη λέξη … ΜΑΝΑ!
Η Μάνα που σκέπτεται και πράττει πέρα απ’ όλους και απ’ όλα, προτάσσοντας σε κάθε είδους καταστροφική καταιγίδα που την βρίσκει, ό,τι πιο πολύτιμο έχει, δηλαδή, την ίδια της τη ζωή!
Από το βιβλίο «Μολυβιές στο χρόνο»
Στη μητέρα μου