Η φιλολογία περί των λύσεων στο εργασιακό ζήτημα που απασχολεί εδώ και καιρό τον ∆ήμο έχει εισέλθει στην τελική του φάση. Υπάρχουν σημαντικά ερωτήματα που φοβούμαι ότι τυγχάνουν ανεπαρκών απαντήσεων. Αυτό συμβαίνει διότι η μεθοδολογία της σύγχρονης επικοινωνίας, που έχει αντικαταστήσει και στον ∆ήμο μας τη διοικητική αποτελεσματικότητα, δεν αφήνει να ακουσθούν επί της ουσίας απαντήσεις, που ενδεχομένως θα είναι δυσάρεστες.
Το νομικό καθεστώς του Οργανισμού της Εργασίας (της αστικής αυτής εταιρείας) και ο τρόπος διαχείρισης των εργαζομένων σε αυτόν, ουσιωδώς παραπέμπει στο νομικό καθεστώς δανεισμού εργαζομένων. Με λίγα λόγια, ο Οργανισμός προσλαμβάνει εργαζομένους τους οποίους εν συνεχεία δανείζει στον ∆ήμο και στις δημοτικές επιχειρήσεις. Αυτό συνέβαινε εξ αρχής της λειτουργίας του, αυτό συμβαίνει και τώρα σε σχέση με τους εργαζόμενους, που -εξ όσων φημολογείται- προσλαμβάνονται ακόμη και τώρα στον Οργανισμό. Αυτό σημαίνει ότι οι προσλαμβανόμενοι δεν έχουν νομική σχέση με τον ∆ήμο ή τα νομικά του πρόσωπα. Έχουν (και νομικά) σχέση εργασίας μόνον με αυτή την αστική εταιρεία, δηλαδή τον Οργανισμό. Γι’ αυτό άλλωστε και οι αγωγές που είχαν ασκηθεί από εργαζόμενους στο παρελθόν, και διά των οποίων επιδιώκετο να αναγνωρισθεί νομική σχέση των εργαζομένων με τον ∆ήμο, απερρίφθησαν ως νόμω αβάσιμες.
Το καθεστώς δανεισμού εργαζομένων δεν είναι καινοτομία δυστυχώς στην Ελλάδα, ούτε εφαρμόστηκε στον ∆ήμο Αμαρουσίου για πρώτη φορά πανελληνίως. Εφαρμόζεται ευρέως εδώ και πάρα πολλά χρόνια στις τράπεζες του δημόσιου τομέα, όπως και στις ∆ΕΚΟ. Με τον τρόπο του δανεισμού ελαστικοποιούνται αφόρητα οι σχέσεις εργασίας, αφού οι δανειζόμενοι εργαζόμενοι δεν κατοχυρώνουν εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα, στους χώρους όπου εργάζονται. Το ότι η σχέση εργασίας που υφίσταται δεν είναι σχέση εργασίας με τα ΝΠ∆∆, αλλά με την αστική εταιρεία που τους δανείζει, προκύπτει ευθέως από το κείμενο των συμβάσεων.
Ο δανεισμός εργαζομένων ως θεσμός ουσιαστικά αποτελεί άλλη μία κίνηση που αποσκοπεί στην εμπορευματοποίηση του συνταγματικά κατοχυρωμένου εργασιακού δικαιώματος.
Παρόλο που είναι εμφανής η σχέση δανεισμού, τόσο οι διοικήσεις των ΟΤΑ όσο και οι εργαζόμενοι ήλπιζαν (οι εργαζόμενοι δικαίως, αφού υπεράσπιζαν το ψωμί τους) ότι με νομοθετική ρύθμιση θα μπορέσει να αναγνωρισθεί η ύπαρξη νομικής σχέσης των νομικών προσώπων του ∆ήμου με τον εργαζόμενο.
Θέλω ειλικρινά και ευθέως να πω ότι όποια ρύθμιση τέτοιου περιεχομένου ενδεχομένως (κάτι που απεύχομαι) και να προσκρούει και σε συνταγματικά κωλύματα. Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνά κανείς ότι εάν υλοποιηθούν οι όποιες μετατροπές επί της ουσίας αυτών των συμβάσεων εργασίας σε συμβάσεις με τα ΝΠ∆∆ ή ΝΠΙ∆, που εξαρτώνται από τον ∆ήμο, η νομιμότητα της μετατροπής δεν κρίνεται μόνο από τη νομοθετική ρύθμιση. Ουσιωδώς όλες οι πληρωμές, με βάση την όποια νομοθετική ρύθμιση, ελέγχονται και από το Ελεγκτικό Συνέδριο.
Η νομοθετική ρύθμιση του νέου Κώδικα ∆ήμων και Κοινοτήτων έδινε τη δυνατότητα, εάν αυτές οι αστικές εταιρείες (όπως ο Οργανισμός στον ∆ήμο) αποτελούνταν μόνο από ΝΠ του ∆ήμου, να μπορούν να κλείσουν με απόφαση του ∆ημοτικού Συμβουλίου και οι εργαζόμενοί τους να απορροφηθούν σε προσωποπαγείς θέσεις, με ιδιωτικές συμβάσεις αορίστου χρόνου στις δημοτικές επιχειρήσεις.
Γι’ αυτό και στο πρόγραμμα της «Επόμενης Μέρας» είχαμε προβλέψει αυτή ακριβώς τη δυνατότητα απορρόφησης. Τη θεωρούσα σχετικά ασφαλέστερη για τους εργαζόμενους, σε σχέση με τη θρυλούμενη τώρα τροπολογία.
Η σημερινή επιχειρούμενη τακτοποίηση του θέματος με τη γνωστή ως τροπολογία εμφανίζει προβλήματα.
Πρώτο διότι καλύπτει μόνο συμβάσεις αορίστου χρόνου (κατά τον χαρακτηρισμό τους στο κείμενο της σύμβασης) μεταξύ Οργανισμού και Εργαζομένων σε αυτόν. ∆εν καλύπτει συμβάσεις ορισμένου χρόνου.
Δεύτερο διότι αναφέρεται σε δυνατότητα απορρόφησης από τον ∆ήμο και την Περιφέρεια και όχι σε υποχρεωτική απορρόφηση.
Τρίτο διότι για να υφίσταται και δυνατότητα απορρόφησης χρειάζεται να υπάρχει αντίστοιχο οργανόγραμμα απορρόφησης εκ μέρους του ∆ήμου ή των επιχειρήσεών του, το οποίο εξ όσων γνωρίζω δεν υπάρχει.
Τέταρτο και βασικό η όποια ρύθμιση πρέπει να έχει και τα εχέγγυα της έγκρισης από το Ελεγκτικό Συνέδριο των μελλοντικών πληρωμών. Και σταματώ εδώ.
Κατόπιν όλων αυτών θεωρώ ότι το εργασιακό πρόβλημα συνεχίζει να είναι σύνθετο και ιδιαιτέρως πολύπλοκο.
Εκείνο που χρειάζεται είναι να υπάρξει άμεσα ένα συνολικό οργανόγραμμα τόσο στον ∆ήμο όσο και στις δημοτικές επιχειρήσεις. ∆εν μπορούμε να μιλάμε για τροπολογία, όταν δεν γνωρίζουμε ποιοι ακριβώς θα απορροφηθούν και πού. Και δεν μπορούμε βεβαίως να συνεχίζουμε να προσλαμβάνουμε με αυτό το καθεστώς εργασίας ανθρώπους. ∆ιότι δεν μπορεί κάποιος να κατακρίνει ασφαλώς το παρελθόν, όταν το συνεχίζει στο παρόν και το αφήνει ανοικτό για το μέλλον.
Η ιστορία της ελαστικοποίησης των σχέσεων εργασίας και το καθεστώς δανεισμού εργαζομένων θα έπρεπε να τελειώσει άμεσα, τουλάχιστον όσον αφορά τον δημοτικό τομέα. Αυτό δεν είναι νομικό θέμα, είναι πολιτική απόφαση. Αντιλαμβάνομαι τη δυσκολία χειρισμού του θέματος από τη διοίκηση του δήμου. ∆εν αντιλαμβάνομαι γιατί συνεχίζει τις προσλήψεις στον Οργανισμό, αφού ούτως ή άλλως αυτός νομοθετικά πρέπει εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος να κλείσει. Επιθυμώ και εγώ με όποιον ορθό τρόπο (για τους εργαζομένους) να κλείσει το θέμα.
Αναγνωρίζω ότι δεν δημιούργησε η σημερινή διοίκηση του ∆ήμου το πρόβλημα. Αναγνωρίζω, επίσης, ότι κακώς οι ελληνικές κυβερνήσεις πέραν πλέον της δεκαετίας έχουν ανεχθεί την απαράδεκτη ελαστικοποίηση της εργασίας στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και ουσιωδώς καταστρατήγησαν τους συνταγματικά κατοχυρωμένους νόμους για τις προσλήψεις.
∆εν θα έπρεπε πλέον το θέμα εργασίας και το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα στην εργασία να παύσει να αποτελεί αντικείμενο εκλογικής εκμετάλλευσης από κανένα. Όμως, εκείνο που προέχει είναι να βρεθούν λύσεις που να λύνουν και να μη μεταθέτουν και διαιωνίζουν το πρόβλημα.