Η συνάδελφος που παρακολουθεί από δίπλα την πρώτη φθινοπωρινή συνεδρίαση του ∆ημοτικού Συμβουλίου λέει την καλύτερη ατάκα: «Είναι σαν να είχες πατήσει το pause στο βίντεο και τώρα να ξεκινάς και πάλι την ταινία από εκεί που την είχες αφήσει». Το αυθόρμητο σχόλιό της αποτυπώνει εύστοχα την εικόνα που για ώρα παρακολουθούμε στην αίθουσα συνεδριάσεων του δημαρχιακού μεγάρου.
Οι σκληρές αντεγκλήσεις, οι προσωπικές αιχμές, έως προσβολές, τα υπονοούμενα για αποκαλύψεις δίνουν και παίρνουν. Σε αρκετές περιπτώσεις η συνεδρίαση δείχνει να ξεφεύγει από τον έλεγχο και να θυμίζει περισσότερο καβγά σε συνοικιακό καφενέ. Το μόνο που λείπει για να καταλήξουμε εκεί είναι η… εμβληματική ατάκα «ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε!». ∆εν απογοητευόμαστε, όμως, έχουμε ακόμη καιρό…
Κρίμα, γιατί το θέμα που απασχόλησε χθες, για πολλοστή φορά, το ∆ημοτικό Συμβούλιο είναι και μείζον και καθοριστικό για να αποκαλυφθούν προσωπικές στάσεις και συνολικές πολιτικές. Ο ορισμός θέσεων για την τοποθέτηση και νέων διαφημιστικών πλαισίων στο Μαρούσι, τη στιγμή που η «ζούγκλα» των παράνομων πινακίδων παραμένει ανέγγιχτη, θα μπορούσε να σταθεί αφορμή για ουσιαστική και ειλικρινή συζήτηση.
∆υστυχώς, από τη σχεδόν τετράωρη «κοκορομαχία», είναι ζήτημα εάν μπορεί να απομονωθεί μια ώρα πραγματικής αντιπαράθεσης επιχειρημάτων. Το δε αποτέλεσμα μόνο προβληματισμούς δημιουργεί. Η ψήφιση για την τοποθέτηση νέων διαφημιστικών κατασκευών στο Μαρούσι, έστω και σε δρόμους ήπιας κυκλοφορίας όπως υποστηρίζει η δημοτική αρχή, μπορεί να αιτιολογείται στη βάση της αγωνιώδους αναζήτησης εσόδων, αλλά σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογείται. Ακόμη κι αν αυτοί που έβαλαν κάτω από την απόφαση την υπογραφή τους έχουν βρει νομικά παράθυρα να αποφύγουν μελλοντικές… περιπέτειες, από ηθικής άποψης παραμένουν εκτεθειμένοι.
Κι αυτό γιατί το πρόβλημα δεν είναι εάν η πινακίδα που θα αποσπάσει την προσοχή του οδηγού, το πολύ πολύ να οδηγήσει το όχημά του, το οποίο θα κινείται με 30-40 χιλ. σε κάποιο δένδρο ή κολώνα, χωρίς άλλες συνέπειες. Το πρόβλημα είναι ότι ελάχιστοι διατηρούν τόσο χαμηλή ταχύτητα, ακόμη κι όταν κινούνται εντός των στενών μιας πόλης. Και το ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα, που απευχόμαστε να αντιμετωπίσουμε, είναι όταν το προαναφερθέν όχημα, πέσει -ακόμη και με 40 χιλ.- επάνω στον ηλικιωμένο πεζό, στον απρόσεκτο μαθητή ή στους επιβάτες που περιμένουν στη στάση το λεωφορείο.
Τι θα βγουν να πουν τότε όσοι συνυπέγραψαν την παραπάνω απόφαση; Ότι δεν ήξεραν; Ότι δεν φαντάστηκαν; Ότι ήταν νομικώς κατοχυρωμένοι; Ας βρουν εκείνοι την απάντηση που ταιριάζει στην ηθική τους και μπορεί να σταθεί απέναντι στις ενοχές τους.
Αφήνουμε το θέμα των παράνομων διαφημιστικών πινακίδων στην άκρη και επανερχόμαστε στην αρχή του παρόντος σημειώματος. Ποιον ικανοποιεί η σημερινή εικόνα του ∆ημοτικού Συμβουλίου; Γιατί οι εκλεκτοί μιας πόλης όπως το Μαρούσι να μη μπορούν να συζητήσουν σε ήπιους τόνους, με σοβαρά -έστω κι αντικρουόμενα επιχειρήματα- τα μεγάλα προβλήματα του πολίτη; Και σε τελική ανάλυση ποιους εξυπηρετεί να συντηρείται αυτό το κλίμα όξυνσης κι απαξίωσης του Σώματος;
Αν υπήρχε μικρόφωνο στον χώρο όπου κάθεται το κοινό και παρακολουθεί τις συνεδριάσεις ή, ακόμη καλύτερα, στην αίθουσα υποδοχής του δημαρχείου, ίσως οι δημοτικοί μας εκπρόσωποι να προβληματίζονταν ιδιαίτερα για τη στάση τους. Γιατί θα άκουγαν ότι κανέναν δημότη δεν απασχολεί αυτός ο… περίεργος ανταγωνισμός που αναπτύσσεται στην αίθουσα συνεδριάσεων σχετικά με το ποιος έκανε το μεγαλύτερο κακό στην πόλη. Αντιθέτως, θα ήθελε να δει τους δημοτικούς συμβούλους να συναγωνίζονται για το ποιος θα κάνει το μεγαλύτερο καλό.
Και, βέβαια, ουδείς πολίτης αισθάνεται ικανοποιημένος όταν ακούει δημοτικούς συμβούλους να απειλεί ο ένας τον άλλον για κρυφά… χαρτιά που του έχει βαστήξει και δεν συμφέρει να βγουν στην επιφάνεια. ∆ηλαδή, υπάρχουν στοιχεία που εκθέτουν την προηγούμενη διοίκηση, τα οποία κάποιοι δημοτικοί σύμβουλοι αποφασίζουν να κρατούν στο συρτάρι τους και να μη τα δίνουν στη δημοσιότητα; Και ποιος τους παρέχει αυτό το δικαίωμα;
Η ΑΜΑΡΥΣΙΑ επιμένει ότι οι τοπικές κοινωνίες έχουν τη δυνατότητα να αλλάξουν τα δεδομένα και να πιέσουν και ψηλότερα ώστε να αλλάξει αυτό το νοσηρό κλίμα διάλυσης που επικρατεί στη χώρα. Σε αυτόν τον αγώνα, όμως, τον πρώτο λόγο πρέπει να έχουν οι τοπικές κυβερνήσεις, όπως πρέπει να εξελιχθούν οι δημοτικές αρχές. Στο χέρι τους είναι να αναλάβουν το βάρος του συγκεκριμένου ρόλου ή να συνεχίζουν να αντιγράφουν τα άσχημα παραδείγματα της κεντρικής εξουσίας. Και στις δύο περιπτώσεις, πάντως, θα λάβουν την αμοιβή τους…
Θάνος Σταθόπουλος