Πριν λίγο καιρό, με αφορμή ένα δημοσίευμα της εφημερίδας «Πρώτο Θέμα», σχετικό με προσλήψεις στο Δημόσιο συγγενών και φίλων του Γραμματέα της Νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως της πρώτης –αυθόρμητης και ως εκ τούτου αληθινής– απάντησής του, γράφτηκε και διακινήθηκε στα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας πλήθος άρθρων και σχολίων. Όλα είχαν μια μόνιμη επωδό: το πελατειακό κράτος είναι κάτι κακό και πρέπει να καταπολεμηθεί. Έχω γράψει πλήθος άρθρων για τη συγκεκριμένη, δύσκολα αντιμετωπίσιμη μάστιγα, η οποία προέρχεται από προαιώνια βαθιά ψυχικά ριζώματα του ελλαδικού ομαδικού ανθρώπου και δεν πρόκειται να επανέλθω και στο παρόν κείμενο. Αυτή τη φορά το συγγραφικό ερέθισμα ήταν διαφορετικό, ήταν οι ανοιχτές πληγές, ήταν ο πόνος και ένας …αέρας μνησικακίας, που απέπνεε η επιστολή του κ. Ιάσωνα Σχινά – Παπαδόπουλου…
Διαβάζοντας την επιστολή, ασυνείδητα στην αρχή, αισθάνθηκα δέος για το τεράστιο συναισθηματικό βάρος, που κουβαλάει στην πλάτη του ο Γραμματέας της Νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ. Και μετά, στο πεδίο της λογικής πλέον, αναρωτήθηκα: πώς είναι δυνατόν ένας νέος είκοσι οκτώ ετών στη σύγχρονη Ελλάδα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού – καζίνο να κουβαλάει στην πλάτη του τον προπάππο του, δικαστή του ΕΑΜ, τον παππού του, αντάρτη του Δημοκρατικού Στρατού στον εμφύλιο, τη γιαγιά του, περήφανη Επονίτισσα, βασανισμένη από τους Χίτες, τον δολοφονημένο από φασίστες θείο του πατέρα του στα βουνά της Ηλείας και τον άλλο θείο του στα Μακρονήσια και τις εξορίες; Αναρωτήθηκα: τι είναι αυτό που τον εξαναγκάζει να κουβαλάει στην πλάτη του τον πατέρα του στην ΕΔΑ, στο Πολυτεχνείο, στην ΟΜΛΕ, στην ΕΦΕΕ, τη δικηγόρο μάνα του να τρέχει στα κρατητήρια για να απελευθερώνει συλληφθέντες αγωνιστές, τον αδελφό του, που του δίδαξε τον Μαρξισμό και το «Κεφάλαιο» και αρρώστησε από τα ξενύχτια και την κούραση στην κατάληψη της ΑΣΟΕΕ; Και τελικά όλα αυτά να τον οδηγούν από τα δέκα οκτώ του χρόνια στη Νεολαία του Συνασπισμού, και στο Δεκέμβρη 2008 και στις καταλήψεις και στις πλατείες και στις πορείες, και δώσ’ του δακρυγόνα και ξύλο… Πως είναι δυνατόν αυτό το νέο παιδί να κρατά ανοιχτές τις πληγές, ακέραιο τον πόνο, αλώβητη την οργή –συστατικά στοιχεία της μνησικακίας– ολόκληρης της οικογένειάς του; Και από την άλλη σκέφθηκα ότι είναι ο ίδιος νέος, που ζει και απολαμβάνει τα αγαθά του σύγχρονου καπιταλισμού: τη μερσεντές, τα ακριβά σινιέ ρούχα, το πολυτελές σπίτι, τη μουσική ραπ… Είναι ο ίδιος νέος ο οποίος ενώ ζει τη ζωή του σύμφωνα με τα κριτήρια και τις αξίες του ανθρώπου της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, εν τούτοις έχει εγκιβωτισμένα μέσα του βαθύτατα ψυχικά ριζώματα, που τον συνδέουν και τον τραβούν προς το τραυματικό παρελθόν των προγόνων του. Και είναι αυτή η σχιζοειδής κατάσταση, που τον οδηγεί σε μια συνεχή, ασυνείδητη, εσωτερική ψυχική σύγκρουση, που, λόγω αδυναμίας σύνθεσης και διεξόδου, καταλήγει στη μνησικακία προς τους μισητούς ρουφιάνους…
Τι εννοούμε όμως με τις λέξεις – έννοιες μνησικακία και μνησίκακος; Σύμφωνα με τον ορισμό που βρίσκουμε στα λεξικά, μνησίκακος είναι αυτός που δεν ξεχνά το κακό που έχει υποστεί και διακατέχεται από έντονη επιθυμία να βλάψει τον υπαίτιο, παίρνοντας εκδίκηση (συν: εκδικητικός). Ο Δημήτρης Κουφοντίνας στο βιβλίο του «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη» αναφέρει χαρακτηριστικά: «…βίωνα και το λυσσαλέο μίσος, την οργή, τον πόθο για εκδίκηση απέναντι σε εκείνους που έπνιξαν στο αίμα το όνειρο…». Και ο Νίκος Ρωμανός σε κάποια επιστολή του από τη φυλακή αναφέρει: «…σε μια τέτοια βαλίτσα φόρτωσα και εγώ το μίσος μου, μαζί με ρούχα και μερικά ενθύμια και έφυγα οριστικά από το σπίτι μου…». Ο αρχικός αθώος θυμός είναι μια υγιής αντίδραση στην απογοήτευση και την αδικία. Αντίθετα η μνησικακία είναι η μετεξέλιξη του αρχικού θυμού σε μίσος και οργή. Είναι η μετεξέλιξη στο καταστροφικό συναίσθημα της οργής, που αποτελεί συσσωρευμένο από μακρού χρόνου, συνήθως από την παιδική ηλικία, θυμό και ταυτόχρονα μια αδέξια και επικίνδυνη προσπάθεια ανασυγκρότησης της πρώιμα πληγωμένης ταυτότητας του ατόμου. Ο συσσωρευμένος θυμός, η μνησικακία, το μίσος, η οργή σε επίπεδο καθημερινής συμπεριφοράς και ειδικά στην επικοινωνία με όσους έχουν καταχωρηθεί στην πλευρά των «κακών» (μανιχαϊσμός) εκφράζονται με την πολεμική στάση. Ειδικότερα ο μνησίκακος, ο οργισμένος είναι έτοιμος οποιαδήποτε στιγμή να εμπλακεί σε «πόλεμο», προκειμένου να επιβάλει τις θέσεις του, διακυβεύοντας όμως με την πολεμική, ανταγωνιστική, εχθρική συμπεριφορά του μια ολόκληρη ηθικότητα, που έχει σχέση με την αναζήτηση της αλήθειας και τη γνήσια, ειλικρινή επικοινωνία με τους άλλους. Ένα άλλο στοιχείο της μνησικακίας είναι ότι υποκρύπτει ενοχή. Ίσως η τυχόν ενοχή του Γραμματέα να έχει σχέση με τη δική του καλοπέραση, απέναντι στα βάσανα των δικών του…
Στο σημείο αυτό όμως, ανακύπτει ένα άλλο σημαντικό θέμα: Σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό του μνησίκακου, το κακό, από το οποίο προέρχεται η οργή του και η επιθυμία του να βλάψει τον υπαίτιο, το έχει υποστεί ο ίδιος, ενώ στην περίπτωση που εξετάζουμε το κακό το έχουν υποστεί οι πρόγονοι του Γραμματέα. Τι συμβαίνει; έχουμε μεταβίβαση της μνησικακίας από γενιά σε γενιά; O παγκοσμίου φήμης βιολόγος Richard Dawkins υποστηρίζει ότι παράλληλα με το γονίδιο στο χώρο της βιολογίας λειτουργεί ένας άλλος αντιγραφέας στο χώρο του ανθρώπινου πολιτισμού. Αυτός ο αντιγραφέας αποτελεί μονάδα πολιτισμικής μεταβίβασης, ή μονάδα μίμησης και αποκαλείται «μιμίδιο» (λέξη με ελληνική ρίζα από τη λέξη μίμηση και στα αγγλικά «meme» κατ’ αναλογία του «gene»). Όπως ακριβώς τα γονίδια διαδίδονται στη γονιδιακή δεξαμενή πηδώντας από σώμα σε σώμα μέσω των σπερματοζωαρίων και των ωαρίων, έτσι και τα μιμίδια διαδίδονται στη μιμιδιακή δεξαμενή πηδώντας από εγκέφαλο σε εγκέφαλο μέσω της διαδικασίας η οποία στην ευρεία της έννοια μπορεί να ονομαστεί μίμηση. Κατά τον Dawkins, όταν φυτεύεις ένα γόνιμο μιμίδιο στο νου κάποιου (λόγου χάρη το μιμίδιο για «πίστη σε μετά θάνατον ζωή», ή για «την ηθική Αριστερά και την ανήθικη Δεξιά»), κυριολεκτικά παρασιτείς τον εγκέφαλό του μετατρέποντάς τον σε ένα όχημα για την περαιτέρω διάδοση του μιμιδίου. Σκέφτομαι και τα παιδιά του ΚΚΕ, της ΚΝΕ, του ΠΑΜΕ να πηγαινοέρχονται στους δρόμους, ανεμίζοντας τις κόκκινες σημαίες τους στις πορείες, στα συλλαλητήρια, στις απεργίες, κουβαλώντας στις πλάτες τους το ίδιο επαχθές βάρος της οργής και της μνησικακίας, «τοις κείνων (προγόνων) ρήμασι πειθόμενοι»… Εκτός όμως από την ετεροπροσδιοριζόμενη μνησικακία, υπάρχει και η αυτοπροσδιοριζόμενη. Στη δεύτερη περίπτωση για την διερεύνηση των αιτίων της είναι νομίζω περισσότερο πρόσφορη η θέση του γνωστού ψυχιάτρου – ψυχαναλυτή Ματθαίου Γιωσαφάτ περί εναλλαγής πολλών «μαμάδων» και μεγάλης ανασφάλειας κατά τη νηπιακή ηλικία του μνησίκακου.
Σύμφωνα με τον θείο Κάρολο, ο τροχός της ιστορίας γυρίζει με την πάλη των τάξεων. Η ταξική πάλη όμως δεν μπορεί να λάβει χώρα αν δεν διατηρείται άσβεστο το ταξικό μίσος, η οργή, η μνησικακία. Άρα η μνησικακία γυρίζει τον τροχό της ιστορίας; Και αν οι μνησίκακοι καταπιεσμένοι καταλάβουν την εξουσία, η μνησικακία εξαφανίζεται; Σε πόσο χρόνο, σε πόσες γενιές; Και τι γίνεται με τους νέους καταπιεσμένους, αναπτύσσονται νέα πεδία μνησικακίας; Ή μήπως η μνησικακία εξαφανίζεται μόνο στη μετά τη Δευτέρα Παρουσία κοινωνία, στην Πολιτεία του Πλάτωνα, στη μαρξιστική κομμουνιστική κοινωνία του ανώτερου σταδίου;
Τελειώνοντας το κείμενο αισθάνθηκα μια βαθειά ευγνωμοσύνη προς τους δικούς μου προγόνους, που δεν μου φόρτωσαν στην πλάτη ενοχές, πόνο, ανοιχτές πληγές, μνησικακία και άφησαν λεύτερη και ανέμελη την ψυχή μου με πέρα ως πέρα τους κάθε λογής δρόμους της ζωής να είναι δικοί μου και ανοιχτοί…
Δημήτρης Σουλιώτης
Συγγραφέας