Από τη στήλη ΕΠΕΑ ΠΤΕΡΟΕΝΤΑ | Γράφει ο Άγγελος Πολύδωρος
Μέσα Ιουνίου. Βρίσκομαι στο τρένο προς Μαρούσι, έξω ψιλοβρέχει. «Ο καιρός τρελάθηκε», μονολογώ.
«Στον καταραμένο τόπο, Μάη μήνα βρέχει», μου απαντά ο νεαρός απέναντί μου, ηλικία γύρω στα 27, γκρι κοστούμι χωρίς γραβάτα τσαλακωμένο «αλά Τσακαλώτος», μαύρο (ευτυχώς όχι κόκκινο) σακίδιο, πλαστικό ποτήρι με καφέ στο ένα χέρι και στο άλλο ipod, από το οποίο φοράει ακουστικό μόνο στο ένα αυτί. Κάτι πληκτρολογεί με τον αντίχειρα.
«Ακούστηκα;», ρωτάω με αμηχανία.
«Δεν πειράζει», μου απαντά ευγενικά, σταματώντας την πληκτρολόγηση. «Πολύς κόσμος παραμιλάει στις μέρες μας, ακόμα και για προσωπικά θέματα. Σας έλεγα λοιπόν, στον καταραμένο τόπο Μάη μήνα βρέχει».
«Μα… έχουμε μέσα Ιουνίου. Ο Μάιος πέρασε…», τον διορθώνω.
«Ο Μάιος έφυγε, αλλά μας έμεινε ο καταραμένος τόπος», χαμογελάει και ταυτόχρονα πατάει ένα σχεδόν αόρατο κουμπί στο καλώδιο, που φτάνει στο αριστερό αυτί του.
«Έλα φίλε μου, τι κάνεις; Εγώ; Μόλις τώρα τελείωσα με τις διατυπώσεις. Πολλή γραφειοκρατία, αλλά αν με ξαναδούν να μου γράψουν. Ναι, σου λέω. Βρήκα και δωμάτιο. Τον θυμάσαι τον Γιώργο; Είναι Λονδίνο και με βοηθάει κι αυτός».
Ακολουθεί ακρόαση και ύστερα πλατύ χαμόγελο: «Οκέι, θα σου τα πω το βράδυ. Φιλιά στην Ελένη. Μπάι». Ρουφάει λίγο από το καφέ του και στρέφεται σε μένα με τα μεγάλα και γεμάτα ζωντάνια μάτια του.
«Τι λέγαμε; Α ναι, ο Μάιος έφυγε αλλά μας έμεινε ο καταραμένος τόπος. Γι αυτό και εμείς την κάνουμε σιγά-σιγά. Έχετε ακούσει, κύριέ μου, για το Brain Drain και πώς αναγκαζόμαστε;»
«Ξέρω νεαρέ μου, ξέρω», συγκατανεύω με πικρία. «Μόνο, να ‘χεις καλή τύχη».
«Θα τη χρειαστώ την ευχή σας, ευχαριστώ πολύ. Χάρηκα. Καλό σας απόγευμα», μου απαντά ευγενικά και σηκώνεται. Έχουμε φτάσει Μαρούσι.
Σύντομα χάνεται μεσ’ το πλήθος που αποβιβάζεται.