Από τη στήλη ΕΠΕΑ ΠΤΕΡΟΕΝΤΑ | Γράφει ο Άγγελος Πολύδωρος
Τρίτη πρωί 31 Οκτωβρίου περιμένω το τρένο για να κατέβω στην Ομόνοια και χτυπάει το κινητό μου. Στην οθόνη διακρίνω το όνομα του ανιψιού μου, που είναι πιλότος και γυρίζει τον κόσμο ολόκληρο. Αισθάνομαι ενθουσιασμένος που με έχει καλέσει.
«Πού είσαι μεγάλε;» δείχνω τον ενθουσιασμό μου.
«Που θέλεις να είμαι;», ακούω τη γνώριμη νεανική φωνή του. «Εδώ, στην Κηφισιά και ανυπομονώ να σε δω από κοντά».
«Πότε μπορείς;»
«Τώρα, γιατί αύριο φεύγω για Βραζιλία», μου απαντά γελώντας δυνατά. Και αυτό κάνω.
Αλλάζω πλατφόρμα και σε ένα τέταρτο είμαι στο σταθμό της Κηφισιάς όπου γίνεται… το έλα να δεις. Πάνω από 150 άτομα περιμένουν στην ουρά για τα νέα ηλεκτρονικά εισιτήρια. Σχεδόν όλοι είναι κατηφείς. Μερικοί είναι εξαγριωμένοι. Μόνον ο ανιψιός μου χαμογελάει πλατιά. Αγκαλιαζόμαστε.
«Τι κάνεις βρε θηρίο; Πόσο καιρό έχω να σε δω;»
«Τι περιμένουν τούτοι εδώ;» με ρωτάει δυνατά και καμιά δεκαριά γυρίζουν και τον κοιτάζουν αγριεμένοι.
«Νίκο πιο σιγά», του λέω ψιθυριστά, «διότι μπορεί να περιμένουν κανένα τρίωρο εδώ. Τους βλέπω αγριεμένους».
«Γιατί έχουν αγριέψει; Συριζαίοι είναι που κατάλαβαν τι έκαναν;» κάνει χιούμορ, αλλά χαμηλόφωνα αυτή τη φορά. Μερικοί που τον ακούν χαμογελάνε. Εγώ ανησυχώ όμως.
«Νίκο, πάμε να φύγουμε από δω και θα σου εξηγήσω. Πότε ήρθες;»
«Προχθές, από Γερμανία. Ήταν να καθίσω 10 ημέρες, αλλά με κάλεσαν εκτάκτως για μια πτήση στη Βραζιλία αύριο. Δεν μου είπες όμως: Τι κάνουν τούτοι δω στην ουρά;»
«Νίκο μου, είναι οι Έλληνες της τελευταίας στιγμής. Από αύριο 1 Νοεμβρίου εφαρμόζεται ηλεκτρονικό εισιτήριο και η προθεσμία που ξεκίνησε από τις αρχές Οκτωβρίου για τις νέες κάρτες και τα νέα εισιτήρια λήγει σήμερα…»
«Και φυσικά μας φταίει το κράτος για την ταλαιπωρία μας», λέει και αναστενάζει. «Γι’ αυτό με χαλαρώνει η Ελλάδα. Δεν υπάρχουμε, θείε. Δεν υπάρχουμε. Δεν συμβαίνουν αυτά έξω. Είμαστε μοναδικοί».
«Ναι αλλά η μοναδικότητα δεν μας σώζει, Νίκο μου».
«Και δε μου λες, εάν εγώ τώρα θέλω ένα εισιτήριο για Ομόνοια, θα περιμένω αυτή την ουρά;»
«Δεν θέλω αστεία. Υπάρχουν και τα μηχανήματα αυτόματης πώλησης».
«Και ο παππούς, που δεν ξέρει από αυτά;»
«Θα βρει κάποιον να τον βοηθήσει. Άστα αυτά».
«Τι να αφήσω; Όσο σκέφτομαι ότι ήθελαν να πάμε στη δραχμή σε μια ημέρα…»
«Πολύ πίσω πηγαίνεις Νίκο. Μην ανοίξουμε τοξική συζήτηση.»
«Εσύ έχεις βγάλει κάρτα;» με ρωτά.
«Από τις 16 Οκτωβρίου», του λέω και ανηφορίζουμε την Αδριανού προς τον Πλάτανο, που δεν υπάρχει πια.
«Ξέρεις τι θέλω τώρα;», μου λέει χαμογελώντας. «Να πάμε για έναν εσπρέσσο και να καθίσουμε κανα τετράωρο να μιλήσουμε. Μόνο στην Ελλάδα μπορώ να κάθομαι 3 και 4 ώρες στην καφετέρια πίνοντας εσπρέσσο. Πουθενά αλλού».