Γράφει η Ρίκα Χρυσανθοπούλου:Διηγηματογράφος
rica@ath.forthnet.gr
Το κάγκελο με τις φιοριτούρες διέτρεχε τα καστανά της μάτια σαν λαβύρινθος. Χωρίς αρχή και τέλος. Περίμενε στωικά τη φωνή της Κυράς της. Η δεσποσύνη μπροστά της κεντούσε το ατλάζι περνώντας απαλά την κλωστή πάνω κάτω στο τελάρο.
«Δεσποσύνη» !! Από το «Δέσποτας» θα βγαίνει η λέξη σκέφτηκε η Αμαλία. Γι΄ αυτό κανείς δεν τη φωνάζει «Γαλάτεια» που είναι τ΄ όνομά της, κι όλοι υποκλίνονται στο πέρασμά της. Τέτοια δεν είχαμε στη Νάξο, σκέφτηκε. Εδώ στην Πόλη που με έστειλαν να δουλέψω όλα είναι διαφορετικά.
Το ατλάζι στηριγμένο με επιμέλεια στο τελάρο. Οι χρωματιστές κλωστές φώτιζαν το όμορφο κεντίδι. Το σχέδιο ήταν μια άμαξα φορτωμένη ευχές για το 1902 που ερχόταν σε δύο μήνες, στολισμένες με βυζαντινή βελονιά.
Η Δεσποσύνη αναστέναξε. Έκοψε την στερεωμένη καφέ κλωστή και το εύθραυστο χέρι της πήρε το ρόζ ματσάκι. Θ΄ άρχιζε τώρα να κεντά το γαρύφαλλο που στόλιζε την άμαξα, σκέφτηκε η Αμαλία. Κάθε βελονιά και τα όμορφα τσίνορα χαμήλωναν με προσοχή. Το λευκό πρόσωπο της Κυράς της έμοιαζε να βγήκε απο θαλασσινό πούσι. Κεντούσε αφοσιωμένα, σκεπτική, ίσως θλιμμένη. Έξι μήνες η Αμαλία δούλευε σκληρά μόνο γι΄ αυτή. Την πονούσε, τη νοιαζόταν κι έβλεπε πως κάτι τη βασάνιζε.
Οι χοντροί τοίχοι του αρχοντικού αγνάντευαν το Βόσπορο, το ίδιο και το δαντελωτό παράθυρο της κάμαρας. Το Βόσπορο που γυάλιζε, θέριευε, καλμάριζε χωρίς αρχή και τέλος. Σ΄ αυτόν θάλεγε η Κυρά της τα μυστικά της, καθισμένη λοξά στο περβάζι με την ταφταδένια φούστα της. Την είδε πολλές φορές να τον κοιτάζει αμίλητη, κάποιες φορές και βουρκωμένη. Νάχα την τύχη σου, τα πλούτη σου και δεν θα βούρκωνα ποτέ, σκέφτηκε η Αμαλία σερβίροντας τσάι στο πορσελάνινο φλιτζάνι.
Οι χοντροί τοίχοι δεν έπνιγαν όμως όλους τους ήχους. Ήξερε ποιός ήταν ο πόνος της. Ο γάμος που οργάνωνε ο πατέρας της δεσποσύνης χωρίς κάν να τη ρωτήσει. Ο Ζαρίφης ήταν δυνατός, πιο πλούσιος από την οικογένεια της Γαλάτειας Θεωνά και συνομήλικος σχεδόν του πατέρα της. Το προξενιό έκλεισε και οι ράφτρες ετοίμαζαν φορεσιές σε όλα τα χρώματα με ασορτί καπέλα.
Φούστες μακριές δαντελένιες και μεταξωτά σφιχτά ζωνάρια. Καπέλα στολισμένα με ταφταδένια λουλούδια και μαργαριτάρια.
Η Αμαλία παρατηρούσε κατάπληκτη τις πρόβες. Δεν είχε ξαναδεί ποτέ πριν Γαλλικά φιγουρίνια, σκαρπίνια δετά, μποτάκια λευκά από μετάξι με κουμπιά στο πλάι και τόσο φίνες δαντέλες. Το παραδοσιακό μαβί κοντογούνι της δεσποσύνης είχε σταλεί σε ειδική κεντήστρα που έκανε αριστουργήματα με χρυσοκλωστή.
Μα όσο οι μέρες προχωρούσαν τόσο οι αναστεναγμοί γίνονταν μαργαριταρένια δάκρυα, και οι δαντέλες θλίψη χωρίς αρχή και τέλος. Λές και ο Βόσπορος είχε μπεί μέσα της κι ανάδευε μαγικά τη χαρά, για να γίνεται λύπη.
Το κεντίδι προχωρούσε. Σε λίγες μέρες θάταν έτοιμο σκεπασμένο με τη θλίψη της Κυράς της, παίρνοντας σε κάθε βελονιά τον καημό της κι ένα κομμάτι της ψυχής της.
Ο χειμώνας λυσσομανούσε εκείνο το πρωί και η βροχή σημάδευε με πιτσίλες το τζάμι. Το έργο τέλειωσε. Η σημαδιακή χρονιά του γάμου κεντήθηκε με ανεβατό. «1902» έγραφε. «Ευχάς εγκαρδίους». «Έτη πολλά». «Ευτυχές το νέον έτος». Κάθε φράση φορτωμένη στήν κεντημένη άμαξα που τη στόλιζαν λουλούδια. Γύρω γύρω το ανάποδο φεστόνι έμοιαζε με γλώσσες προσεκτικά κομμένες, τέλεια σχηματισμένες σαν να βεβαίωναν πως το κέντημα της δεσποσύνης έλεγε παντού οριοθετημένα ψέματα. Ό,τι κέντησε, φαινόταν να μην το πιστεύει. Σάν, η μορφή φτιαγμένη απο θαλασσινό πούσι, να μην είχε φωνή. Σαν νάξερε ότι και να μιλούσε μάταιο θάταν . Η Κυρά της σαν πυργοδέσποινα απο κούνια, θα ακολουθούσε τη μοίρα που της όρισαν. Η Αμαλία την παρατηρούσε που δίπλωσε το ατλάζι στα τέσσερα, άνοιξε ένα λαμπερό γαλάζιο μεταλλικό κουτί και τόκλεισε μέσα, μαζί με τα μάταια ψέματα. Τόβαλε στο ράφι της ντουλάπας, πλάι στο σκαλιστό κουτί με τα ξύλινα παιδικά της παιχνίδια και τα πρώτα της γραπτά. Στάθηκε δακρυσμένη να τα κοιτάζει, σαν να τα αποχαιρετούσε οριστικά, και τα δύο. Πήρε βαθειά ανάσα και είπε σκοτεινιασμένα : – Αμαλία, μαρμάρωσες ;;; Τα ρούχα μου για το δείπνο !!
Το παλιό πέτρινο αρχοντικό είχε χωριστεί, χρόνια τώρα, σε διαμερίσματα. Η λεωφόρος μπροστά του, πολύβουη. Στο βάθος ο Βόσπορος.
Η Ντενίζ ετοίμαζε με χαρά το διαμέρισμα για το γάμο της τρίτης κόρης της, Γιασεμίν. Σε λίγες μέρες όλες οι γυναίκες, φίλες και συγγενείς, θα έρχονταν για την τελετή της χένας, το kina gecesi. Κάποιοι δεν ήθελαν να κρατούν τα παλιά έθιμα αλλά η Ντενίζ επέμενε να γίνουν όλα όπως πρέπει. Το ψηλοτάβανο σπίτι είχε καθαριστεί, τα ασπρόμαυρα πλακάκια έλαμψαν, και απέμενε το παλιό πατάρι.
Η χαρούμενη φωνή της Γιασεμίν ακούστηκε πνιχτή από το άνοιγμα . «Αφάνταστη η σκόνη. Μ΄ έπνιξε. Αιώνες είχαμε ν΄ ανεβούμε. Πέντε μεγάλα καλάθια απέμειναν, ένα παλιό τραπεζάκι, μερικά βιβλία και ένα χαρτόκουτο χωμένο στο βάθος. Τι να κατεβάσω;»
«Έρχομαι. Άφησε τα καλάθια, ξέρω τι έχουν θα σου φανούν χρήσιμα. Κάποια παλιά πιάτα και ποτήρια είναι. Ποιό χαρτόκουτο, φέρτο να δώ»
Η Γιασεμίν έσυρε το κουτί από το βάθος του παταριού ως την πόρτα. Δεν ήταν βαρύ, ήταν όμως ογκώδες. Η Ντενίζ το μετέφερε στην κουζίνα. Το ξεσκόνισε, το άνοιξε και άρχισε να βγάζει πράγματα. Μια άδεια κρυστάλλινη μπιζουτιέρα τυλιγμένη με παλιές εφημερίδες. Μια παλιά κούκλα σκεπασμένη με σκόνη κι ένα ξύλινο αλογάκι. Δύο σπασμένες γαλάζιες κορνίζες χωρίς φωτογραφία. Ένα πακέτο με όμορφα κεντήματα κιτρινισμένα από το χρόνο , τυλιγμένα σε σκοτεινιασμένη βρώμικη δαντέλα, δεμένα με σπάγκο. Τα άνοιξαν. Μα πόσο όμορφα είναι, σκέφτηκε η Ντενίζ. Η Γιασεμίν κατέβηκε πασπαλισμένη με σκόνη σε κάθε καστανό μπουκλάκι των μαλλιών της. «Τι όμορφα είναι» είπε στη μητέρα της. «Αριστουργήματα !»
Στο βάθος του κιβωτίου σε μιάν άκρη στεκόταν χρόνια φωλιασμένο κι ένα γαλάζιο παλιό μεταλλικό κουτί. Η Ντενίζ το πήρε βιαστικά και πέταξε το χαρτόκουτο στην άκρη. Το περιεργάστηκε και το ξεσκόνισε αφήνοντάς το στο τραπέζι. Η Γιασεμίν το άνοιξε κι έβγαλε από μέσα ένα παλιό κέντημα.
«Πόσο όμορφο, δες εδώ!! Έργο τέχνης!!»
«Ποιό!!»
«Μα δες εδώ, έχει και χρονολογία! 1902. Και κάτι γραμμένο σε άγνωστη γλώσσα».
Η Ντενίζ γύρισε ξαφνιασμένη. Τα μάτια της απορημένα. Τα ρυτιδιασμένα χέρια της το άγγιξαν με έκπληξη. Το βλέμμα της καρφώθηκε στην άμαξα, στο γαρύφαλλο, στη χρονολογία. «Το θυμάμαι !! ναι τώρα το θυμάμαι!!» είπε βραχνά, συνωμοτικά. Στράφηκε στο παράθυρο με τις φιοριτούρες, χάιδεψε νοερά το Βόσπορο που κυλούσε παντοτινός φύλακας μνήμης, χωρίς αρχή και τέλος. Οι αναμνήσεις , κρυφές σαΐτες, ξεφύλλισαν την καρδιά της. «Σαν φυλαχτό τόχε η μάννα μου. Το θυμάμαι. Ήταν την γιαγιάς μου, της ρωμιάς», είπε σιγανά, συγκινημένη.