Στο αέρα βρίσκεται ο εκλογικός νόμος Παυλόπουλου για την Τοπική Αυτοδιοίκηση (ν. 3463/06), καθώς, σύμφωνα με την εισήγηση του Γ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας προς την Ολομέλεια του ανώτατου συνταγματικού δικαστηρίου, εγείρονται σοβαρά ερωτηματικά για τη συνταγματικότητά του, σε ό,τι αφορά την αρχή της ισότητας της ψήφου…
Ειδικότερα, προβληματική είναι η διάταξη σύμφωνα με την οποία επιτρέπεται να εκλέγονται οι δημοτικές αρχές με ποσοστό μόλις 42% και ταυτόχρονα να εκπροσωπείται ο πρώτος συνδυασμός στο δημοτικό συμβούλιο με τα 3/5 των μελών του. Η αμφισβήτηση απορρέει από το γεγονός ότι η νομοθετική ρύθμιση, η οποία έχει ενσωματωθεί στον Δημοτικό και Κοινοτικό Κώδικα, ενισχύει σε πολύ μεγάλο βαθμό τον συνδυασμό που ήλθε πρώτος με ποσοστό μεγαλύτερο του 42% των εγκύρων ψήφων, καθώς του παραχωρεί κατευθείαν τα 3/5 των εδρών των δημοτικών συμβούλων.
Του επιτρέπει επίσης να παίρνει αποφάσεις εξαιρετικής σημασίας, όπως είναι η κατάργηση Δήμων, η συνένωσή τους με άλλους κ.λπ. Ακόμη, με βάση το σκεπτικό των εισηγητών, είναι αντίθετη στο Σύνταγμα η δυνατότητα προς όσους συγκεντρώνουν μόλις 42%, να έχουν τόσο μεγάλη εκπροσώπηση στο δημοτικό συμβούλιο και τόσο μεγάλες εξουσίες, γιατί κατ’ αυτόν τον τρόπο «περιορίζονται δυσανάλογα οι συνταγματικές αρχές της ισοδυναμίας της ψήφου και της ελεύθερης εκδήλωσης της λαϊκής θέλησης, ενώ νοθεύεται ουσιωδώς η αρχή της αντιπροσωπευτικότητας, που αποτελεί έκφραση της δημοκρατικής αρχής».
Η απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας προβληματίζει ευρύτερα την κυβέρνηση, καθώς εάν γίνει δεκτή από την Ολομέλεια η εισήγηση του Γ’ Τμήματος και θεωρηθεί αντισυνταγματικός ο νόμος 3463/06, τότε -πέρα από τις συνέπειες στους τέσσερις Δήμους, για τους οποίους έχει γίνει προσφυγή, όπου θα πρέπει να ακυρωθούν τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών του 2006- τίθεται θέμα για την άμεση αλλαγή του ισχύοντος εκλογικού νόμου στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, που στηρίζεται στο 42%, και επιπλέον έμμεσα αλλά ρητά τίθεται και θέμα για την αμφισβήτηση του νόμου Παυλόπουλου και για τις εθνικές εκλογές, κυρίως των διατάξεων που πριμοδοτούν με 50 βουλευτές το πρώτο σε ψήφους κόμμα, εις βάρος του δεύτερου.
Οι δικαστικές απόψεις που αμφισβητούν το εκλογικό σύστημα θεωρούν ότι το 42% μπορεί να είναι κατ’ αρχήν θεμιτό συνταγματικά για να εκλεγεί ένας εκπρόσωπος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Δεν είναι όμως συνταγματικά ανεκτή η εκπροσώπησή του στο δημοτικό συμβούλιο με τα 3/5 των μελών του και με ισχυρότατες εξουσίες. Με τον τρόπο αυτό υπερακοντίζει τον θεμιτό συνταγματικά σκοπό να υπάρχουν ισχυρά όργανα διοίκησης στους Δήμους, καθώς περιορίζει δυσανάλογα την ισοδυναμία και τη βαρύτητα της ψήφου, κατά παράβαση θεμελιωδών διατάξεων του Συντάγματος που κατοχυρώνουν τη λαϊκή κυριαρχία, την ισότητα, την αναλογικότητα.
Την προσφυγή στο ΣτΕ με την οποία αμφισβητείται το 42%, έκανε ο συνταγματολόγος καθηγητής Πανεπιστημίου, Γ. Σωτηρέλης, προσβάλλοντας το εκλογικό αποτέλεσμα στους Δήμους Ζωγράφου, Χολαργού, Σκοπέλου και Αροανίας. Ένα επιπλέον ζήτημα που ανακύπτει για τις δημοτικές εκλογές του 2006, είναι το γεγονός ότι ο εκλογικός νόμος εφαρμόστηκε αμέσως μετά την ψήφισή του, ενώ θα έπρεπε να ισχύσει κανονικά από τις μεθεπόμενες, όπως προβλέπεται στο Σύνταγμα για τις βουλευτικές εκλογές. Η απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ αναμένεται να εκδοθεί σε λίγους μήνες.