Σύμφωνα με τον νόμο Σκανδαλίδη, που θα ισχύσει στις επόμενες βουλευτικές εκλογές, ο αριθμός των εδρών που αντιστοιχεί σε κάθε κόμμα (εφόσον υπερβεί το όριο του 3%) δεν προκύπτει από διαδοχικές κατανομές όπως συνέβαινε στο παρελθόν, αλλά προσδιορίζεται απευθείας από το εθνικό ποσοστό του, και δευτερευόντως επηρεάζεται από το αθροιστικό ποσοστό που συγκεντρώνουν τα κόμματα που δεν ξεπερνούν το 3%.
Δηλαδή το εθνικό ποσοστό κάθε κόμματος επανυπολογίζεται, εξαιρώντας τις ψήφους των κομμάτων που δεν ξεπέρασαν το 3%. Έτσι, π.χ., αν το ποσοστό του πρώτου κόμματος είναι 41% και τα κόμματα που δεν θα εκπροσωπηθούν στη Βουλή συγκεντρώσουν αθροιστικά 5%, το τελικό ποσοστό του πρώτου κόμματος θα διαμορφωθεί στο 43,2% (41×100: 95).
Με τα επανυπολογισμένα αυτά ποσοστά μοιράζονται σε όλα τα κόμματα 260 έδρες (χωρίς να προσδιορίζεται σε ποιες περιφέρειες ανήκουν οι έδρες αυτές). Επιπλέον, στον αριθμό των εδρών, που προκύπτει από τον προηγούμενο υπολογισμό για το πρώτο κόμμα προστίθενται 40 ακόμη έδρες ως μπόνους για την αυτοδυναμία.
Έτσι, με βάση αυτό το παράδειγμα, αν το ποσοστό του πρώτου κόμματος είναι 41% και τα κόμματα που θα εκπροσωπηθούν στη Βουλή συγκεντρώσουν αθροιστικά μόνο 95%, τότε οι έδρες του πρώτου κόμματος θα ανέλθουν σε 152 (260×43,2% + 40). Αν όμως τα κόμματα που θα ξεπεράσουν το 3% συγκεντρώσουν αθροιστικά 98%, τότε με το ίδιο ποσοστό (41%) για το πρώτο κόμμα οι έδρες του περιορίζονται σε 149 (260×41,8% + 40). Στην περίπτωση αυτή (του 98%) το πρώτο κόμμα θα πρέπει να συγκεντρώσει τουλάχιστον το 41,7% για να εξασφαλίσει την οριακή αυτοδυναμία (151 έδρες).
Από τα παραπάνω προκύπτουν ορισμένα κρίσιμα συμπεράσματα, δεδομένου ότι, εφόσον και ο ΣΥΝ και ο ΛΑΟΣ ξεπεράσουν το 3%, το αθροιστικό ποσοστό των κομμάτων που θα εκπροσωπηθούν στη Βουλή είναι πολύ πιθανό να κυμανθεί στο 98% ή να αποδειχθεί και ακόμη υψηλότερο (οπότε το όριο της αυτοδυναμίας θα βρεθεί στο 42%).
Αν η έκβαση των επόμενων εκλογών εμφανιστεί εξ αρχής ως προδιαγεγραμμένη, αυτό θα έχει ως άμεση συνέπεια μια σαφώς χαλαρότερη ψήφο, και τότε το πρώτο κόμμα θα κινδυνέψει να βρεθεί με σχεδόν οριακή ή και καθόλου αυτοδυναμία.
Η στρατηγική επομένως την οποία είναι αναμενόμενο να υιοθετήσει το κόμμα που θα εμφανίζεται να διαθέτει το προβάδισμα, θα πρέπει να συνδυάσει δύο αντίθετες κατευθύνσεις. Αφενός να εκμεταλλευθεί το σύνδρομο του νικητή, ώστε να προσεταιριστεί κατά το δυνατόν τους ψηφοφόρους που επιθυμούν να είναι με την κυβέρνηση, αλλά ταυτοχρόνως πρέπει να προκαλέσει και μια ισχυρή πόλωση, ώστε να αποδυναμώσει τα μικρά κόμματα που απειλούν την εκλογική του βάση (ειδικά η Ν.Δ. τον ΛΑΟΣ).
Το συμπέρασμα που προκύπτει από τις δημοσκοπήσεις της τελευταίας περιόδου, και παρά τις επιμέρους διαφορές τους, είναι ένα σχετικά ακίνητο πολιτικό τοπίο, με πολύ περιορισμένες διακυμάνσεις, ανάλογα με την τρέχουσα επικαιρότητα. Τα κύρια χαρακτηριστικά αυτού του πολιτικού τοπίου μπορούν να συνοψισθούν ως ακολούθως:
Η Νέα Δημοκρατία διατηρεί ένα σαφές και σταθερό προβάδισμα, το οποίο κυμαίνεται κατά περίπτωση από 2 έως 3 ποσοστιαίες μονάδες. Παρά το γεγονός ότι περίπου το 20% από εκείνους που ψήφισαν Ν.Δ. στις εκλογές του 2004 δηλώνει σταθερά σε όλες τις έρευνες δυσαρεστημένο από την κυβερνητική πολιτική, οι καθαρές απώλειες της Ν.Δ. εμφανίζονται σχετικά περιορισμένες. Σχεδόν 6% προς το ΠΑΣΟΚ και 4% προς τον ΛΑΟΣ. Επιπλέον, η Ν.Δ. εμφανίζεται σε όλες τις έρευνες να κερδίζει ακόμη ψηφοφόρους από το ΠΑΣΟΚ, σε περιορισμένα βεβαίως μεγέθη, αλλά πάντως, ικανά να της εξασφαλίσουν το σταθερό προβάδισμα που διαθέτει.
Το ΠΑΣΟΚ, παρόλο που φαίνεται να ευνοείται ελαφρώς από αυτές τις αμφίδρομες ανταλλαγές με τη Ν.Δ., δεν έχει κατορθώσει να δημιουργήσει σαφές ρεύμα προς όφελός του, ούτε να πετύχει ικανή επανασυσπείρωση των οπαδών του. Επιπλέον, δεν έχει βελτιώσει την εικόνα του και κυρίως δεν έχει αποδυναμώσει τα αρνητικά χαρακτηριστικά που είχε αποκτήσει προς το τέλος της μακρόχρονης κυβερνητικής του θητείας. Ούτε εξάλλου έχει επωφεληθεί από τη φθορά της κυβερνητικής πολιτικής. Τέλος, και σε επίπεδο ηγεσίας, δεν έχει κατορθώσει να αντιμετωπίσει την επικοινωνιακή υπεροχή του πρωθυπουργού, με άμεση συνέπεια να διευρύνεται σταδιακά, τους τελευταίους μήνες, η απόσταση που χωρίζει τη δυνάμει απήχηση των δύο ηγετών.
Το ΚΚΕ καταγράφεται σταθερά με σαφή αλλά και περιορισμένη ανοδική τάση (περί το 7%), ενώ και ο ΣΥΝ, παρά τις πρόσκαιρες ταλαντεύσεις που γνώρισε, βρίσκεται σήμερα σε ένα μάλλον ασφαλές για την κοινοβουλευτική του εκπροσώπηση επίπεδο. Ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό, μετά τη συμβολική επιτυχία στον Δήμο Αθηναίων, αλλά και με επίκεντρο τα θέματα της συνταγματικής αναθεώρησης (άρθρο 16), ο ΣΥΝ φαίνεται να σταθεροποιεί μια σχετικώς ευρύτερη επιρροή.
Τέλος, ο ΛΑΟΣ του Γ. Καρατζαφέρη καταγράφεται σταθερά πάνω από το όριο του 3%, γεγονός που εάν επαληθευθεί είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει στη συγκρότηση μιας πεντακομματικής Βουλής. Βέβαια, η δημοσκοπική καταγραφή ενός νέου κόμματος δεν αντικατοπτρίζει πάντα την πραγματικότητα της ψήφου και αυτό ως προς τον ΛΑΟΣ αποδείχθηκε σαφέστατα στις πρόσφατες νομαρχιακές εκλογές, τουλάχιστον στις περιπτώσεις εκείνες όπου παρουσίασε αμιγείς συνδυασμούς.