Το Eurogroup της Πέμπτης κρίνει οριστικά, όπως όλα δείχνουν, αξιολόγηση και χρέος.
Hώρα της κρίσης για το χρέος πλησιάζει. Η Ελλάδα προσέρχεται στο Eurogroup της προσεχούς Πέμπτης με στόχο να ληφθεί μια οριστική απόφαση και να μη δοθεί άλλη αναβολή, η οποία μπορεί να φέρει απρόβλεπτες εξελίξεις. Στο χειρότερο σενάριο, το ζήτημα θα παραπεμφθεί στη Σύνοδο Κορυφής των χωρών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης μια εβδομάδα αργότερα, αλλά σε καμία περίπτωση μετά τις γερμανικές εκλογές, δηλαδή το φθινόπωρο. Τουλάχιστον αυτό αποτελεί τη βασική προσδοκία της ελληνικής πλευράς, με την ελπίδα να μη διαψευστεί, ανεξάρτητα από το αν κάποιοι από τους εταίρους μπορεί πραγματικά να έχουν άλλες προθέσεις.
Η συμφωνία, ωστόσο, προϋποθέτει συμβιβασμό. Πράγμα το οποίο δεν αρνούνται στην κυβέρνηση, αλλά απλώς ψάχνουν το επικοινωνιακό περιτύλιγμα. Συγκεκριμένα, έναν συμβιβασμό στη βάση της πρότασης που συζητήθηκε στην προηγούμενη συνεδρίαση του Eurogroup, αλλά απορρίφθηκε τότε από τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, ο οποίος ζήτησε περισσότερο χρόνο. Ο βασικός στόχος για την Αθήνα παραμένει η προοπτική ένταξης στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και η έξοδος στις αγορές. Και ο στόχος αυτός, με τη σειρά του, προϋποθέτει -πριν από όλα- ότι η συμφωνία για το χρέος θα εξασφαλίζει τη θετική έκθεση για τη βιωσιμότητά του από όλους τους θεσμούς.
Στο Eurogroup της Πέμπτης κρίνεται επίσης η ολοκλήρωση της αξιολόγησης και η εκταμίευση της δόσης. Αυτό φαίνεται ότι «καίει» περισσότερο την κυβέρνηση και προς τούτο το μήνυμα είχε ήδη παραληφθεί. Έτσι εξηγείται και η σπουδή να κλείσουν οι εκκρεμότητες με τα προαπαιτούμενα, καθώς ήλθαν με διαδικασίες – εξπρές στη Βουλή ρυθμίσεις που αφορούν κυρίως στο συνταξιοδοτικό και την αγορά εργασίας. Όλα αυτά, ενώ βουλευτές και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθούν να βρίσκονται σε αναβρασμό, αφού γνωρίζουν ότι ψήφισαν σκληρά μνημονιακά μέτρα χωρίς να έχει ξεκαθαριστεί το αντάλλαγμα για το χρέος και χωρίς να έχει αποκλειστεί το σενάριο ενός νέου Μνημονίου ή μιας επιτροπείας διαρκείας.