Η στροφή του Μαξίμου στην οικονομία δεν ακυρώνει τον πόλεμο κυβέρνησης – αντιπολίτευσης με τους δικαστές στο φόντο.
Την ώρα που η κυβέρνηση επιχειρεί να επαναφέρει στο προσκήνιο την οικονομία και να δημιουργήσει θετική ατζέντα με μια πιθανή δοκιμαστική έξοδο στις αγορές -ίσως και αυτή την εβδομάδα- ο πόλεμος με την αντιπολίτευση για τη Δικαιοσύνη και τη σκανδαλολογία εξακολουθεί να μαίνεται και να δηλητηριάζει την πολιτική ζωή.
Τελευταίο επεισόδιο, ο διορισμός της πρώην προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασιλικής Θάνου στη θέση της προϊσταμένης του νομικού γραφείου του πρωθυπουργού, μόλις δέκα ημέρες μετά τη συνταξιοδότησή της λόγω συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας και της αποχώρησής της από το Δικαστικό Σώμα. Η αντιπολίτευση υπαινίσσεται συναλλαγές της κυβέρνησης με τη Δικαιοσύνη, με αφορμή και το μέτωπο που έχουν ανοίξει υπουργοί με τους δικαστές για συγκεκριμένες αποφάσεις τους, ενώ η επίθεση κατά των δικαστών από τον θεσμικά αρμόδιο υφυπουργό Δημήτρη Παπαγγελόπουλο προκάλεσε την έντονη αντίδρασή τους. Δικαστικές ενώσεις, η μια μετά την άλλη, εξέδωσαν σκληρές ανακοινώσεις με καθαρά πολιτικό περιεχόμενο κατά της κυβέρνησης και ειδικά η Ένωση Εισαγγελέων προειδοποίησε πως υπάρχει κίνδυνος για τη Δημοκρατία.
Η βασική μομφή κατά της κυβέρνησης είναι ότι με τις επιθέσεις αυτές και με τον τρόπο που αξιοποιεί την πρώην πρόεδρο του Αρείου Πάγου ουσιαστικά καταργεί τη συνταγματικά κατοχυρωμένη διάκριση των εξουσιών. Κατηγορία που θα φάνταζε σίγουρα υπερβολική εάν την ίδια περίοδο δεν «έτρεχαν» σοβαρές υποθέσεις, όπως είναι αυτή του Πάνου Καμμένου και των επαφών του με τον ισοβίτη Μάκη Γιαννουσάκη για το ναρκόπλοιο Noor 1. Υπόθεση που προκαλεί επίσης την έκρηξη της αντιπολίτευσης, καθώς η ΝΔ ζητάει τη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής.
Τι απαντά σε όλα αυτά η κυβέρνηση; Αντιμετωπίζει μάλλον αμήχανα το όλο σκηνικό, απαριθμώντας τις περιπτώσεις πρώην δικαστικών που πέρασαν και εκείνοι στην άλλη όχθη, όπως π.χ. ο υπουργός Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση Σαμαρά και νυν βουλευτής της ΝΔ, Χαράλαμπος Αθανασίου. Μπορεί, όμως, αλήθεια το «όλοι τα ίδια έκαναν» να αποτελεί έκφραση του λεγόμενου «ηθικού πλεονεκτήματος» της Αριστεράς;