Στα ύψη το πολιτικό θερμόμετρο και η πόλωση, με το «ηθικό πλεονέκτημα» της Αριστεράς να επιστρέφει στην ατζέντα
Ξαφνικά, ξεχάσαμε την αξιολόγηση και το Σκοπιανό. Στο επίκεντρο βρίσκεται εφεξής απρόσμενα η υπόθεση Novartis και της υπερκοστολόγησης φαρμάκων, σε βάρος του Δημοσίου, επαναφέροντας στην πολιτική ατζέντα τις συζητήσεις περί «ηθικού πλεονεκτήματος» της Αριστεράς και της μάχης κατά της διαφθοράς και της διαπλοκής, που ευαγγελίζεται προσωπικά ο Αλέξης Τσίπρας.
Η αντιπολίτευση κατηγορεί την κυβέρνηση πως -ούτε λίγο ούτε πολύ- έχει κατασκευάσει το κατηγορητήριο, το οποίο αφορά σε πολιτικά πρόσωπα ΝΔ – ΠΑΣΟΚ και εκτείνεται σε μια περίοδο από το 2006 έως το 2015. Συμπεριλαμβάνει δε δύο πρώην πρωθυπουργούς: τον Αντώνη Σαμαρά και τον (υπηρεσιακό) Παναγιώτη Πικραμμένο και οκτώ υπουργούς, μεταξύ των οποίων Αβραμόπουλος, Βενιζέλος, Λοβέρδος και άλλοι.
Κλειδί για την υπόθεση αποτελούν σε κάθε περίπτωση οι καταθέσεις των λεγόμενων «προστατευόμενων» μαρτύρων. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μιλά για «κουκουλοφόρους», ενώ οι εμπλεκόμενοι στην υπόθεση πρώην υπουργοί απειλούν με μηνύσεις ακόμη και σε βάρος κυβερνητικών στελεχών, δεδομένου ότι έχουν γεννηθεί υποψίες πως υπήρξε προηγούμενη ενημέρωσή τους για το περιεχόμενο της δικογραφίας – κάτι που αντίκειται στους νόμους και το Σύνταγμα.
Βασικό ερώτημα που συνδέεται άμεσα με τις εξελίξεις είναι εάν τα αδικήματα που περιγράφονται μπορούν να στοιχειοθετηθούν, δεδομένου ότι οι μαρτυρίες είναι αόριστες (σ.σ.: οι μάρτυρες λένε πως άκουσαν ότι δόθηκαν μίζες και όχι ότι τις έδωσαν οι ίδιοι). Κυρίως όμως εάν αυτά έχουν παραγραφεί ή όχι, καθώς τα μεν αδικήματα που πάνε με βάση τον νόμο περί ευθύνης υπουργών φαίνεται να έχουν παραγραφεί, ενώ αδικήματα όπως το ξέπλυμα χρήματος όχι, αλλά σ’ αυτήν την περίπτωση η αρμοδιότητα ανήκει στην τακτική Δικαιοσύνη και όχι στη Βουλή.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι η συντήρηση της υπόθεσης στην πολιτική ατζέντα και μάλιστα έως τις εκλογές θα αποτελέσει ένα όπλο της κυβέρνησης απέναντι στην αντιπολίτευση και το επιχείρημα για την «καθαρότητά» της θα αξιοποιηθεί στο έπακρο, σε ένα κλίμα μέγιστης όξυνσης και πόλωσης που κάθε άλλο παρά συναινέσεις ευνοεί.