Γράφει η Ρίκα Χρυσανθοπούλου- Διηγηματογράφος
rica@ath.forthnet.gr
Στον καταπράσινο λόφο δεσπόζουν δυο μικρά σπίτια. Δίπλα ταιριασμένα για χρόνια, αγναντεύουν τον γαλανό κόλπο με τα νησάκια. Στο ένα σπίτι μέναμε τα καλοκαίρια. Η θέα, γλυκό ξόρκι έπαιρνε τις έγνοιες μας. Και το βράδυ, στην βοτσαλόστρωτη αυλή, ανάμεσα στις φουντωμένες πικροδάφνες, χαράζαμε όνειρα και αστερισμούς πλάι στον γαλαξία. Να και η πούλια ! .. και η μικρή άρκτος. Να και το αεροπλάνο που μας στέλνει νυχτερινό σινιάλο αποχαιρετισμού.
Πόσα καλοκαίρια. Φαίνονται αμέτρητα. Σχεδόν κάθε χρόνο, για 2-3 εβδομάδες ερχόταν στο διπλανό σπιτάκι του λόφου και ο Άγγλος Μιχαήλ με την οικογένειά του. Έτσι τον ονομάσαμε γιατί μόνο η λαλιά του θύμιζε Άγγλο. Ελληνίδα η μάνα του, γνώρισε τον πατέρα του στην κατοχή. Στα μεταπολεμικά χρόνια τον έστειλαν στα Μεσόγεια στους θείους του να ζήσει για λίγο. Φεύγοντας μιλούσε πολύ καλά τα ελληνικά. Στην Αγγλία, δεν δέχονταν όμως την άγνωστη γλώσσα. Δεν καταλάβαινε, μικρό παιδί, γιατί να ‘χει η αγάπη, οι αναμνήσεις, εθνικότητα. Ακόμη και στο σπίτι του ήταν απαγορευμένο να μιλάει ελληνικά. Τον υποτιμούσαν με το βλέμμα, τόνοιωθε. Ώσπου σιγά σιγά δεν την ξαναμίλησε . Αλλά πάντα την αισθανόταν.
Μέσα του αντάμα ζούσαν και τα δυο του κύτταρα. Τον συγκινούσε η λειτουργία και συχνά άναβε ένα κερί όπως περνούσε από το παραλιακό εκκλησάκι. Γελούσε δυνατά. Κουβαλούσε ντόπιο λάδι και κρασί για το χειμώνα πίσω στην Αγγλία. Κερνούσε συχνά και ξεφώνιζε από την βεράντα του “Good morning neighbors” . Τα βράδια, πίνοντας μπύρα στον κήπο, θυμόταν αστείες ιστορίες. Τα γαλανά του μάτια άστραφταν και σε κάθε πείραγμα ακουγόταν το ηχηρό του γέλιο. Λάτρευε τον ήλιο, με το μαγιό όλη μέρα για να μαυρίσει, να γυρίσει στην Αγγλία και να πει “ήμουνα στην πατρίδα μου”, χωρίς φόβο πια.
Την αγάπη του για τον τόπο της μάνας του την πέρασε και στα παιδιά του, που λαχταρούσαν νάρθουν το καλοκαίρι στο σπιτάκι του λόφου. Να ξαπλώσουν στον ήλιο, στην ζεστή άμμο, να πηδούν στις βάρκες, να ποτίζουν με φωνές και να βρέχουν το ένα το άλλο.
Η κόρη του μετά από χρόνια, παντρεύτηκε ένα Σκοτσέζο και ζήτησε από τον παπά της ενορίας να την ξαναπαντρέψει με ορθόδοξο γάμο στο σπιτάκι του λόφου.
“Αδύνατον” είπε ο καλοκάγαθος στρουμπουλός ιερέας. “Μα θα πρόκειται περί διγαμίας ! Χρειάζονται έγγραφα. Ο γάμος έχει τελεστεί θρησκευτικός εις την αλλοδαπή. Διπλός γάμος ;; Νο ! Νο ! Αποκλείεται !” έλεγε με στόμφο. Μα τα μάτια της νεαρής νιόπαντρης τον ικέτευσαν. Και τον λύγισαν.
“Καλώς, καλώς. Μα δεν θα εκδοθούν έγγραφα. Θα τελέσω το μυστήριον στο σπίτι σας. Τόσο πια που το επιθυμείτε!! Να ευλογηθεί η ένωσή σας, μα χωρίς έγγραφα. Αχ ευλογημένοι τι μου ζητάτε να κάνω, αχ Μεγαλοδύναμε! ” και το έκανε.
Εκείνο το βράδυ οι κήποι και των δυο σπιτιών στολίστηκαν με φώτα και τραπέζια σαν λευκά περιστέρια . Έφεραν λαμπάδες με τούλι. Έκοψαν κλαδιά και στόλισαν το τραπεζάκι με τα στέφανα. Το μυστήριο άρχισε. Όλα τα είχαν υπολογίσει σωστά μα κουμπάρο δεν είχαν σκεφτεί να ορίσουν.
Ποιος θα είναι ο κουμπάρος , ρωτούσαν όλοι, ποιος ! Ο Άγγλος Μιχαήλ άρπαξε από το χέρι τον γείτονα του διπλανού σπιτιού στο λόφο. “Αυτός θα είναι” αναφώνησε αντικρίζοντας τα έκπληκτα, χαρούμενα μάτια του γείτονά του. Ναι, αυτός έγινε κουμπάρος τελικά, ο καλός του φίλος και τόσα χρόνια γείτονας του.
Αμήχανος ο Σκοτσέζος και οι συγγενείς του, όταν πετάξαμε ρύζι και ανθάκια στο χορό του Ησαΐα, αμήχανος και με τα στέφανα και το κρασί. Μα όλα ξεχάστηκαν στο γιορτινό τραπέζι. Τα σπίτια στο λόφο έλαμπαν, μαζί ταιριασμένα να αγναντεύουν για άλλη μια ευτυχισμένη νύχτα καλοκαιριού τον λουλακί κόλπο με τα νησάκια.
Μετά το γάμο οι καλεσμένοι έφυγαν. Ο Άγγλος Μιχαήλ έμεινε λίγες ακόμη μέρες και κάποιο βράδυ στην αυλή του, ανάμεσα στις μπύρες είπε χαμογελώντας με σκεπτική φωνή “Μόλις πάρω σύνταξή, θα είμαι ελεύθερος. Δεν ξέρω πραγματικά που θέλω να ζήσω, μα ξέρω σίγουρα που θέλω να πεθάνω. Να εδώ, απέναντι από τη θάλασσα, εδώ στη βεράντα” και το πίστευε τόσο που το γαλανό του βλέμμα μας διαπέρασε ως την καρδιά.
Περίεργο πράγμα με τα καλοκαίρια κάθε χρόνο. Σαν ν΄ ανοίγει μια νεραϊδόπορτα στη μέση της χρονιάς, που μοιάζει με την κλειδωμένη πόρτα του σπιτιού στο λόφο. Μια πόρτα γεμάτη φως, και χαρά με το τίποτε. Καλοκαίρια ηχηρά, φαγητό πρόχειρο, θάλασσα, σταφύλια και καρπούζι κρύο πλάι στα τζιτζίκια. Μια πόρτα που σε δυο μήνες ξανακλείνει για τη ρουτίνα του χειμώνα.
Ένας χρόνος πέρασε από εκείνο το γαμήλιο καλοκαίρι. Οι ετοιμασίες για το επόμενο είχαν αρχίσει. Ξεχορτάριασμα και καθάρισμα στους κήπους του λόφου. Να ξυπνήσει το σπίτι όλο, να νωτιστούν οι γλάστρες και η πόρτα του καλοκαιριού ν΄ ανοίξει μυρωμένη ρίγανη κι αγιόκλιμα. Διάπλατη θαρρείς, στο φως και στο γαλάζιο.
Η γυναίκα του Άγγλου Μιχαήλ μας καλεί κάπου μετά το Πάσχα. Ταραγμένη η φωνή της. Μας μιλά για την αρρώστια του. Να μοιραστεί μαζί μας πως τ’ όνειρο του δεν θα γίνει ποτέ πράξη. Ότι θα πετάξει μαζί του. Σύντομα. Ο Άγγλος Μιχαήλ δεν θα προλάβαινε να ξανάρθει . Ο χρόνος αμείλικτος. Ποτέ ξανά.
Εκείνο το καλοκαίρι η πόρτα άνοιξε τρίζοντας. Κανείς μας δεν το χάρηκε όπως πρώτα. Ούτε φωνές ακούστηκαν, ούτε μπύρες στη βεράντα. Και τα βράδια στρέφαμε το βλέμμα στο σκοτεινό, άδειο σπιτάκι πλάι στο δικό μας. Αρχές του χειμώνα το τέλος είχε έρθει. Από μακριά δεν μπορείς να πενθήσεις το ίδιο. Νιώθεις μόνο το απέραντο κενό της απουσίας. Για καιρό. Άραγε οι ψυχές ζουν ; ρωτούσα το “είναι” μου που σιωπούσε.
Οι μήνες πέρασαν και ξεμύτισε δειλά το επόμενο καλοκαίρι. Ίσως ερχόταν η γυναίκα του , σκεφθήκαμε. Και αποφασίσαμε να περιποιηθούμε λίγο τον κήπο τους ώστε να μην φανεί το κενό του χρόνου στη μουντή εγκατάλειψη.
Στο πλάι του σπιτιού τους, πότιζα τις κλαδεμένες τριανταφυλλιές. Ξάφνου κρύος αέρας με έλουσε στο καταμεσήμερο, τα χέρια μου έτρεμαν, τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα χωρίς αιτία. Ξαφνιάστηκα. Άρχισα να νοιώθω παράξενα. Ήμουν σίγουρη, ναι, πως στεκόταν και με κρυφοκοίταζε από τη γωνία του τοίχου πίσω μου. Ήμουν σίγουρη πως γελούσε πονηρά με την τρομάρα μου. Η παρουσία του διάχυτη, χαρούμενη, περιπαικτική. Τι μου συμβαίνει; Άφησα κάτω το λάστιχο του κήπου και γύρισα αποφασιστικά το βλέμμα μου στη γωνία του τοίχου. Δεν ήταν κανείς. Μα ήμουν τόσο σίγουρη ότι ήταν εκεί πριν λίγο. Tον ένοιωθα, το πίστευα και ας φαινόταν παράλογο.
Γύρισα στο σπίτι με βήμα βαρύ. Άκουσα το τηλέφωνο που χτυπούσε. Η γυναίκα του ‘Aγγλου Μιχαήλ είπε πως θα ερχόταν για λίγο, να κάνει πράξη την τελευταία του επιθυμία. Ζήτησε η τέφρα του να μείνει για πάντα κοντά στη βεράντα, εκεί απέναντι από τη θάλασσα. Όπως και έγινε. Συντροφικά, στην ιερή, πένθιμη σιωπή της φύσης, εκείνο το καλοκαίρι.
Στον καταπράσινο λόφο δεσπόζουν δυο μικρά σπίτια. Δίπλα ταιριασμένα για χρόνια, ν΄αγναντεύουν τον γαλανό κόλπο με τα νησάκια. Ο ΄Αγγλος Μιχαήλ πάντα εκεί. Μας περιμένει. Για ν΄ανοίξουμε όλοι μαζί ξανά την πόρτα του καλοκαιριού που έρχεται.