Αν η ζωή μου ήταν βιβλίο, θα είχε τίτλο: «Άξιζε το λάθος»
Συνέντευξη από την Μαρία Πανάγου
Γεννήθηκε στα Φιλιατρά Μεσσηνίας, τον Απρίλη του ‘58. Μεγάλο Σάββατο αντίκρισε το φως του ήλιου. Ζώδιο κριός, ωροσκόπος κριός και «με τράβηξαν με κουτάλες γιατί δεν ήθελα με τίποτε να βγω έξω απ’ την κοιλιά της μάνας μου. Είχα ψυλλιαστεί τι μουρλοκομείο είναι η ζωή, αλλά τελικά σκέφτηκα να δοκιμάσω και βγήκα»… Και όπως φαίνεται έκανε πολύ καλά. Γιατί χωρίς τον Γρηγόρη Χαλιακόπουλο η δημοσιογραφία και ο χώρος των βιβλίων θα ήταν πολύ φτωχότερος. Όταν ήταν μικρός ήθελε να γίνει πιλότος, αλλά τον επισκέφθηκε η… μυωπία κι ο αστιγματισμός κι έτσι τού έφυγε ολότελα η σκέψη.
Ποίηση άρχισε να γράφει όταν ήταν δεκαέξι και στα δεκαοχτώ του, πειραματίστηκε με την πεζογραφία. Ντρεπόταν όμως να δείξει τα γραπτά του και ό,τι έγραψε, τα κλείδωσε σ’ ένα συρτάρι και τα «έφαγε» η μούχλα. Στην ηλικία των εικοσιτεσσάρων ξεθάβει ό,τι έχει σωθεί και τολμά να τα εκδώσει ως ποιητική συλλογή. Μετά ποιος τον έπιανε! Σύντομα κυκλοφορεί τη δεύτερη, κάνοντας και την πρώτη θυσία: για τα έξοδα πουλάει ένα 500ρι φιατάκι που είχε. Την πώληση της -πολύτιμης τότε- περιουσίας του, δεν τη μετάνιωσε ποτέ. Μετά ακολούθησαν τα διηγήματα, οι νουβέλες και τα μυθιστορήματα. Και αργότερα οι μεγάλες του επιτυχίες στη δημοσιογραφία. Τα τελευταία οχτώ χρόνια, στη ζωή του έχουν μπει το παιδικό βιβλίο και η συγγραφή θεατρικών έργων. Η αιτία για να γράφει; Ότι κάθε φορά που η ζωή τον «γονατίζει», η πένα είναι η μόνη που τον βοηθά να σηκωθεί.
Η σοκολάτα, η ΑΕΚ και η γλυκιά προδοσία
Την πρώτη του χαρά την ένιωσε, όταν άκουσε τον πατέρα του να του λέει «πόσο ωραία οδηγείς το ποδήλατο», καθώς εκείνος το κρατούσε από τη σχάρα για να μην πέσει. Η πρώτη απογοήτευση που δέχτηκε ήταν στην ορθογραφία. Αντί για τη λέξη «παρακαλώ» έγραψε «παρκέ» και εισέπραξε το πρώτο του μηδέν. Η πρώτη γλυκιά προδοσία της ζωής του συνέβη στα πέντε του χρόνια. «Πουλήθηκε» για μια σοκολάτα που τού έδωσε ένας γείτονάς του κι από Ολυμπιακός έγινε ΑΕΚ. Τήρησε όμως τη συμφωνία και δεν ξανα άλλαξε ομάδα ποτέ. Την πρώτη του αγάπη τη βίωσε στην Πέμπτη Δημοτικού, όταν με μια συμμαθήτριά του κοιτάζονταν επί μια ολόκληρη χρονιά, δίχως να ανταλλάξουν κουβέντα. Το πρώτο του ζεϊμπέκικο το χόρεψε μεθυσμένος πίσω απ’ το ιερό μιας εκκλησίας. Ήταν δεκαέξι χρονών. Από τότε δεν σταμάτησε να βουτά την πένα του, όπως ο ίδιος λέει, στο μελανοδοχείο του θανάτου. Με αυτό τον τρόπο ξορκίζει κάθε κακό, σαρκάζοντας την άγνοια και τους φόβους του. Κι έτσι μπορεί να χαμογελά, ακόμη και χωρίς αιτία…
Τόλμη, δράση και γενναίοι αγώνες
Ο Γρηγόρης Χαλιακόπουλος εργάστηκε, επίσης, στον τραπεζικό τομέα και υπήρξε συνδικαλιστής του αυτόνομου και ανένταχτου συνδικαλιστικού κινήματος. Το 1997 παραιτήθηκε και αποχώρησε οριστικά από το συνδικαλισμό λόγω διαφωνίας του με την κομματικοποίηση και την ευκαιριακή πολιτική του κινήματος.
Το 1994 είχε ήδη εκδώσει την εφημερίδα «Αίσθηση Λόγου και Τέχνης». Με καμπάνια της εφημερίδας «Στείλε ένα βιβλίο στο κελί» εμπλουτίστηκαν οι φυλακές Κορυδαλλού, Ανδρών-Γυναικών με 2.500 βιβλία. Το 1997 πρωτοδημοσίευσε στον Τύπο, αρχεία του Δρομοκαΐτειου, της προ και μετα-κατοχικής περιόδου, για όλους τους σπουδαίους ανθρώπους που έζησαν μέσα στο Ψυχιατρείο, όπως ο Γεώργιος Βιζυηνός, ο Ρώμος Φιλύρας, ο Γεράσιμος Βώκος, ο Νικόλαος Δραγούμης, ο Καμπάνης, ο Ίλβες, ο Κρυστάλλης και άλλοι πολλοί. Το παραμύθι του, το «Δάκρυ του Μουτζούρη» επιλέχθηκε από το υπουργείο Παιδείας στον κατάλογο των παιδικών βιβλίων για τα Δημοτικά Σχολεία. Πρωτοδημοσίευσε στον ημερήσιο Τύπο την ανέκδοτη εφηβική ποίηση του Κωστή Παλαμά, ενώ το 2011 δημοσίευσε την ανέκδοτη ποίηση του Γεράσιμου Μαρκορά και μεγάλο μέρος από τις επιστολές του. Η αυτοβιογραφία του δεν είναι στα σχέδιά του, αλλά αν γραφόταν βιβλίο για τη ζωή του θα είχε τίτλο: «Άξιζε το λάθος»!
Οι «εκστρατείες» στα σχολεία για τη διαφορετικότητα
Το παραμύθι του «Το ταξίδι του Φερεϋντούν» κατέκτησε τη δεύτερη θέση στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό του «Αναγνώστη» και ήταν υποψήφιο για το Κρατικό Βραβείο Ελλάδος. Την τελευταία τριετία, έχει επισκεφθεί πάνω από 30.000 μαθητές σε πολλά σχολεία της χώρας, με την άδεια του υπουργείου Παιδείας, μιλώντας για τη διαφορετικότητα. Το βιβλίο γράφτηκε στη μνήμη του φίλου του Φερεϋντούν Φαριάντ, του μεγάλου Πέρση ποιητή και μεταφραστή, που βραβεύτηκε με το Βραβείο Άντερσεν και απ’ τον οποίο είχε πάρει την πρώτη και τελευταία συνέντευξη της ζωής του στην Ελλάδα.
«Στα σχολεία που επισκέπτομαι δημιουργώ όμορφες σχέσεις με τα παιδιά. Συζητάμε για τα πάντα, από τον σχολικό εκφοβισμό, τις επιθυμίες τους, μέχρι και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στο σπίτι. Από μόνα τους ανοίγουν τη συζήτηση. Σε κάθε σχολείο τα συναισθήματα είναι διαφορετικά. όσον αφορά στις κοινωνικές τάξεις, είναι σημαντικές οι διαφορές ανάμεσα στα ιδιωτικά και τα δημόσια σχολεία. Τα παιδιά, ας πούμε στα σχολεία των Ρομά, με λένε, ‘‘φίλε’’ και την καταβρίσκω, γιατί διψάνε πολύ για μια συζήτηση γύρω απ’ τα προβλήματά τους».
Το μεγαλύτερο ρίσκο
Από τα πιο ακραία πράγματα που έχει κάνει στη δημοσιογραφία είναι όταν πήγε για λογαριασμό της Real News, μαζί με φωτογράφο βραβευμένο από το Reuters, να κάνει ρεπορτάζ για τους μουσουλμάνους στα κρυφά τζαμιά της Ομόνοιας.
«Γίνονταν τότε φασαρίες γιατί κάποιος είχε κάψει το Κοράνι. Ήμουν στο 3ο υπόγειο ενός μαγαζιού με μπαχαρικά που λειτουργούσε ως τζαμί και απ’ έξω ήταν 5.000 άτομα έτοιμα για πορεία. Όταν κάποιοι Αφγανοί, που δεν είχαν χαρτιά, τελείωσαν την προσευχή τους και μας πήραν χαμπάρι και μάλιστα ότι έχουμε κάμερα, μας κόλλησαν στον τοίχο για να μας καθαρίσουν. Έπεσε ξύλο μεταξύ αυτών και των συνοδών μας απ’ το Μπαγκλαντές που μας προστάτευσαν ηρωικά. Δεν θα μας έβρισκε κανείς εκεί μέσα. Έξω ενημερώθηκε ο κόσμος και μας περίμενε για λιντσάρισμα. Τους εξηγήσαμε ότι για καλό είχαμε πάει, αλλά ποιος ν’ ακούσει. Μας έσωσε ο πρόεδρος της κοινότητας του Μπαγκλαντές, μέσω του οποίου πήγαμε εκεί, ο οποίος προπηλακίστηκε και χτυπήθηκε. Λίγες ώρες αργότερα μού ζήτησαν συγνώμη από το προξενείο του Μπαγκλαντές. Ακόμα και σήμερα την ευθύνη τη ρίχνω σε μένα, που άθελά μου τους προκάλεσα. Το θέμα βγήκε στην εφημερίδα χωρίς να περιγράψω το σκηνικό, μήπως το εκμεταλλευτούν οι διώκτες των μεταναστών. Η ευθύνη, το ξαναλέω, δική μου».
Το μεγάλο μου απωθημένο
«Που δεν πήγα πριν από 18 περίπου χρόνια στους Ζαπατίστας του Μάρκος στο Μεξικό, όταν μια ομάδα από 32 Έλληνες και Ευρωπαίους, ανάμεσά τους και ο Περικλής Κοροβέσης, τους επισκέφθηκαν με μοναδικές εμπειρίες. Είχε λήξει το διαβατήριο μου και δεν το είχα πάρει χαμπάρι. Αυτοί έφευγαν κι εγώ μαράζωνα. Με αποζημίωσαν όμως οι φίλοι μου γιατί μου έφεραν υλικό και φωτογραφίες κι έτσι το έκανα θέμα με αυτούς. Είδαν πολλά εκεί στην Τσιάπας, τη γη των Μάγιας».
Το θέμα που ευχαριστήθηκα πολύ στη δημοσιογραφία
«Τους εργαζόμενους στα υπόγεια της Λάρκο, τη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη του Περάματος, τη Συρία και τον Κρητικό δεσπότη Ειρηναίο Κισσάμου και Σελίνου που πέθανε 107 χρονών και ήταν επαναστάτης παπάς».
Δημοσιογραφία ή συγγραφή;
«Και τα δύο, γιατί ότι γράφω το αγαπώ, εκτός απ’ τα δελτία Τύπου που τα σιχαίνομαι. Είμαι γραφιάς και σήμερα αναπολώ το μελάνι, το χειρόγραφο και τα παλιά τυπογραφεία. Δυστυχώς έγινα κομπιουτεράκιας. Γι’ αυτό πολλές φορές όταν βρω μελάνι, το μυρίζω σαν εξαρτημένος. Υπάρχει ένα Γουτεμβεργιανό τυπογραφείο του Νίκου Βοζίκη και όταν τον επισκέπτομαι πηγαίνω στις μηχανές του και μυρίζω το μελάνι σαν πρέζα».
«Πέθανα… αλλά σας βλέπω»
«Το βιβλίο που αγάπησα περισσότερο από αυτά που έχω γράψει είναι το «Πέθανα… αλλά σας βλέπω» γιατί κάποια στιγμή τρομοκρατήθηκα με όσα έγραφα. Είναι ο σαρκασμός της ματαιοδοξίας, του έρωτα και του θανάτου. Υπέφερα όταν το έγραφα γιατί έπρεπε να περιγράψω τη μελλοντική μου κατοικία, δηλαδή την… κόλαση. Άλλωστε στον παράδεισο πέντε έξι κατοικούν».