Ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης μας μιλάει για τη «συλλεκτική» παράσταση των Άγαμων Θυτών στο Θέατρο Βράχων στις 22 Ιουνίου και εξηγεί γιατί θα είναι η τελευταία τους μετά από τρεις συνεχείς σεζόν στο σανίδι.
Συνέντευξη: Τάσος Μεργιάννης
Ηταν 18 Οκτωβρίου του 1990 όταν πρωτοεμφανίστηκαν οι Άγαμοι Θύται στη ζωή μας, εγκαινιάζοντας τη μουσική σκηνή «Υψηλόν Βολτάζ» στη Θεσσαλονίκη. Ιδρυτικό μέλος του σχήματος ήταν ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης, ενώ από τα πρώτα μέλη ήταν ο Δημήτρης Σταρόβας, ο Στάθης Παχίδης, ο Χρήστος Μητρέντζης και η Ρούλα Μανισάνου. Γιορτάζοντας φέτος ετεροχρονισμένα («έτσι για να είμαστε σίγουροι ότι τα κλείσαμε τα 25» όπως λένε χαριτολογώντας ) την «silver anniversary», οι Άγαμοι Θύται ετοιμάζουν μια επετειακή και συλλεκτική παράσταση στο Θέατρο Βράχων που θα δοθεί την Πέμπτη 22 Ιουνίου. Ο μουσικός θίασος έχει στις αποσκευές του ένα ρεπερτόριο τραγουδιών που διανθίζεται από πρόζα και σατιρικά σκετς. «Είναι ένα πολύ λιτό, αφαιρετικό θέαμα – δεν υπάρχουν σκηνικά και κοστούμια και αυτό από άποψη, όχι για λόγους οικονομίας. Ως φόρμα είναι ένα καμπαρέ με στοιχεία βαριετέ, επιθεώρησης και stand up comedy» εξηγεί στην ΑΜΑΡΥΣΙΑ ο ιδρυτής των Αγάμων Ιεροκλής Μιχαηλίδης, ο οποίος φροντίζει ώστε να επανασυστήνει τον μουσικό αυτό θίασο στο κοινό ανά τακτά χρονικά διαστήματα «παίζοντας» με τον διακόπτη του on και του off για λόγους «επανεκκίνησης» και «φρεσκάδας» όπως μας λέει.
Τι θα δούμε στην παράσταση «25 Χρόνια Άγαμοι Θύται» στο θέατρο Βράχων και για ποιο λόγο την αποκαλείτε «συλλεκτική»;
Είναι η παράσταση που παίξαμε τον χειμώνα στο «PassPort Κεραμεικός». Από τη μια είναι επετειακή γιατί έχουμε κλείσει 25 χρόνια (για την ακρίβεια 26,5) και από την άλλη συλλεκτική γιατί είναι η τελευταία μας παράσταση πριν αποσυρθούμε για λίγο για να ανασυνταχθούμε. Μετά από μια παύση τριών ετών, παίζουμε συνεχώς εδώ και τρεις σεζόν – κάτι που σπάνια κάνουμε και που προσωπικά θεωρώ «υπερκατανάλωση». Σε δυο χρόνια -πρώτα ο Θεός- θα φροντίσω ώστε να ξανασυστήσω το σχήμα με νέους συνεργάτες.
Για ποιό λόγο γίνεται αυτή η τακτική αγρανάπαυση του σχήματος;
Ο πρώτος λόγος είναι για να αποκτήσουμε απόσταση από τα πράγματα εμείς οι ίδιοι. Να ξεκουραστούμε και να επιθυμήσουμε ξανά σφόδρα να ανεβούμε στη σκηνή. Όταν παίζεις συνεχώς τρία χρόνια εξαντλείσαι και εμείς θέλουμε να έχουμε όρεξη και πάθος. Ευτυχώς όλα αυτά τα χρόνια το κοινό μάς τιμά με την παρουσία του. Για να μην προδώσουμε ποτέ την εμπιστοσύνη του, οφείλουμε πάντα να βρισκόμαστε σε φόρμα. Ένας άλλος λόγος, λοιπόν, είναι να κάνουμε μια διακοπή για να μην κουράσουμε τον κόσμο. Να μας επιθυμήσει. Είναι θέμα επανεκίννησης και φρεσκάδας.
Πριν από τρία χρόνια μού είχατε εξομολογηθεί οτι η μεγάλη σας αγωνία είναι εάν οι Άγαμοι Θύτες θα αντέξουν στον χρόνο και ότι ίσως κλείσουν τον κύκλο τους μέσα στην επόμενη πενταετία. Σήμερα έχετε επανοριοθετήσει το τέλος εποχής;
Το ίδιο ισχύει και σήμερα. Αυτήν την αγωνία την έχω από τη δεύτερη χρονιά των Άγαμων, καθώς είμαι επιφορτισμένος με αυτό. Να μπορώ να προαισθανθώ πού πηγαίνει το πράγμα. Με τις μεγάλες παύσεις οι πιθανότητες είναι με το μέρος μας ώστε να μην εκφυλιστεί αυτή η δουλειά – όχι τόσο σε επίπεδο αισθητικό αλλά κυρίως ψυχικό. Μεγαλώνοντας γινόμαστε πιο συντηρητικοί -ίσως κάπου στερεύουμε κιόλας- και πάντα υπάρχει αυτή η αγωνία. Αν αντιληφθώ ότι δεν είμαστε όπως θέλω, ίσως σταματήσουμε ακόμα και βίαια. Έχουμε βάλει έναν πήχη, αυτόν που ορίζει το «μέσα» μας. Δεν ξέρω εάν είναι ψηλά ή χαμηλά. Πάντως, δεν θέλουμε να πέσουμε κάτω απ’ αυτόν. Είναι ένα στοίχημα με τον εαυτό μας.
Η σάτιρα που κάνετε κατά βάση δεν έχει στοιχεία επικαιρότητας. Αυτό σας βοηθάει ώστε να μην εκτίθεστε, αφού στις μέρες μας οι εξελίξεις τρέχουν με τρελές ταχύτητες;
Δεν είναι η δουλειά μας να σχολιάζουμε την επικαιρότητα. Έχει περισσότερο ενδιαφέρον να σχολιάζεις την ίδια τη ζωή. Η σάτιρα – τουλάχιστον κατά τη δική μου αντίληψη- δεν πρέπει να στηλιτεύει, να καταγγέλλει δημόσια ή να μιλάει για τα κακώς κείμενα. Ούτως ή αλλιώς, προσωπικά, ο διδακτισμός με απωθεί. Δεν είμαστε εμείς αυτοί που θα αλλάξουμε τον κόσμο ή θα δασκαλέψουμε τους άλλους. Στην ουσία μιλάμε για τον εαυτό μας και την κοινωνία στην οποία ανήκουμε. Για θέματα όχι επικαιρικά αλλά διαχρονικά. Το ζητούμενο είναι να είμαστε ψυχαγωγοί και όχι απλώς διασκεδαστές.
Για ποιό λόγο δημιουργήσατε τους Άγαμους; Τι είχατε στο μυαλό σας;
Αν σας πω «τίποτα απολύτως» θα με πιστέψετε; Οι Άγαμοι προέκυψαν ως φυσική συνέπεια μιας στάσης ζωής και μιας αντίληψης του κόσμου γύρω μας. Ήθελα να ξεκινήσω την προσωπική μου διαδρομή, να είμαι ευτυχισμένος, να έχω μια επαφή με τους θεατές ως ηθοποιός και εν τέλει να βρω ένα κίνητρο για να κάνω τους άλλους να γελάσουν, να κλάψουν και μέσα απ’ αυτό να με αγαπήσουν.
Ποιά ήταν η καλύτερη στιγμή με τους Άγαμους επί σκηνής;
Υπάρχουν χιλιάδες στιγμές. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω μια. Ως συνολική εμπειρία μπορώ να σας πω ότι είναι μοναδική η σχέση που έχουμε με τους θεατές. Πάντως, τα πιο δύσκολα αλλά και τα πιο απολαυστικά χρόνια ήταν τα δυο πρώτα (1990-1992).
Για ποιό λόγο;
Παίζαμε στη Θεσσαλονίκη και στην αρχή δεν υπήρχε η αναμενόμενη αποδοχή. Παίζαμε έξι ημέρες την εβδομάδα – πολλές φορές σε άδεια αίθουσα. Είχαμε, όμως, τα νιάτα μας, τον φανατισμό για τη δουλειά και την πίστη ότι αυτό το πράγμα μπορεί να γίνει αποδεκτό. Κάτι που ξεκίνησε σταδιακά να γίνεται…
Έχετε πει «η σάτιρα δεν πρέπει να έχει καταγγελτικό αλλά περισσότερο υπαινικτικό χαρακτήρα. Είναι πιο αποτελεσματική όταν είναι υπόγεια». Μπορείτε να μας εξηγήσετε το σκεπτικό σας;
Δεν υπάρχει «πρέπει». Απλώς, αυτή είναι η δική μου προτίμηση. Κάποιος άλλος μπορεί να προτιμά την κατά μέτωπον επίθεση ή τον χλευασμό. Πολλές φορές το υπόγειο χιούμορ μπορεί να είναι πιο σαρκαστικό, καυστικό ακόμα και πιο ενοχλητικό. Έχει και ένα θετικό. Δεν μπορεί κανείς να σου κάνει μήνυση. Προσωπικά, δεν έχω δεχτεί ποτέ μήνυση και είναι ζήτημα εάν έχει ενοχληθεί ένας στους χίλιους θεατές από τη σάτιρά μας. Δεν το κάνω για λόγους χαρακτήρα -ούτως ή αλλιώς δεν είμαι συγκρουσιακός- είναι θέμα επιλογής.
«Το Survivor αποκτάει διάσταση μαζικής παράκρουσης»
Έχετε άποψη για το φαινόμενο Survivor;
Έτυχε να το δω περιστασιακά. Δεν είμαι απ’ αυτούς που προτιμούν να κάνουν αναλύσεις. Πολύ απλά θα σας πω ότι είναι ένα πράγμα που βαριέμαι πάρα πολύ να παρακολουθώ. Δεν κακίζω κανένα που το κάνει- μπορεί να του αρέσει το συγκεκριμένο παιχνίδι, όπως εμένα μου αρέσει ο «Εκατομμυριούχος». Οτιδήποτε κάνει τόσο πολύ μεγάλα νούμερα είναι «ανησυχητικό» με την έννοια ότι αποκτάει μια διάσταση μαζικής παράκρουσης. Πάντως, είναι ένα ακραίο φαινόμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον.
Σας λείπει η διαδικασία των γυρισμάτων;
Μου λείπει με την έννοια ότι είναι μέρος της δουλειάς μου. Όχι με τη γενική έννοια. Ευτυχώς, πάντα υπάρχει ένας χώρος δράσης. Αυτήν την περίοδο κάνω κάποια ντοκιμαντέρ που προβάλλονται στο History Channel και έχω και μια μικρή συμμετοχή στη νέα ταινία του Τάσου Μπουλμέτη. Επίσης, του χρόνου τον χειμώνα θα είμαι στο Θέατρο Βασιλάκου. Μαζί με τον Γιάννη Φέρτη και τον Δημήτρη Πιατά θα παίξουμε μια βραβευμένη γαλλική κωμωδία σε παραγωγή Μαριάννας Τόλη και σκηνοθεσία Νικίτα Μιλιβόγεβιτς.
Από τις σπουδές σας στη Δραματική Σχολή Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος μέχρι την κάθοδό σας στην Αθήνα μεσολάβησαν 12 χρόνια. Σας ενόχλησε το γεγονός ότι η αναγνωρισιμότητα ήρθε κάπως αργά στη ζωή σας;
Για να σε αποδεχτούν πρέπει πρώτα να δείξεις τη δουλειά σου. Πρέπει να μάθεις να δουλεύεις χωρίς αμοιβή -ακόμα και χωρίς ανταπόκριση- μέχρι κάποιος να ανακαλύψει ότι αυτό που κάνεις είναι ενδιαφέρον. Αυτή είναι η διαδικασία. Άλλοι μπορεί να το κατορθώσουν σε 3 χρόνια και άλλοι σε 13. Σημασία έχει κατά τη διάρκεια αυτής της πορείας να κάνεις τα πράγματα που αγαπάς με συνέπεια και να είσαι αφοσιωμένος σ’ αυτό.
Δηλαδή, δουλεύατε αμισθί όλα αυτά τα χρόνια στη Θεσσαλονίκη;
Με εξαίρεση μια σεζόν, τα 8 χρόνια ήταν αμισθί.
Ποιες άλλες δουλειές κάνατε για τα προς το ζην;
Δούλευα ως barman, σερβιτόρος, ιδιοκτήτης νυχτερινού κέντρου… Ήταν μια κατάσταση «χαρούμενης φτώχειας». Όλο αυτό δεν το βίωσα ως δύσκολο ή δραματικό, αλλά ως κάτι αυτονόητο. Έπρεπε να βγάλω ένα μεροκάματο. Το σημαντικό είναι ότι στη ζωή μου -και ειδικά τα πρώτα χρόνια- έκανα μόνο τα πράγματα που ήθελα. Έβαλα λίγο νερό στο κρασί μου μόνο όταν τα πράγματα άρχισαν να πηγαίνουν καλά.
Για ποιο λόγο παντρευτήκατε σε νεαρή ηλικία;
Δεν είναι κάτι που σκέφτεσαι. Απλώς συμβαίνει ως φυσική συνέπεια μιας ωραίας σχέσης αγάπης. Δηλαδή, αν σου συμβεί τι θα πεις; «Θα χαλάσω τη σχέση μου επειδή δεν είμαι σε ηλικία γάμου;»
Σας έγινε ποτέ πρόταση να κατεβείτε στην κεντρική πολιτική σκηνή;
Πολλές φορές. Αρνήθηκα γιατί δεν είναι αυτή η δουλειά μου.
Είστε πολιτικοποιημένος;
Φυσικά. Με ενδιαφέρει η πολιτική ως ένας πολίτης που παρακολουθεί, συζητάει, διαπληκτίζεται για τα κοινά αλλά μέχρι εκεί. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα γίνω υποψήφιος βουλευτής ή δήμαρχος. Αν μπορώ να βοηθήσω ως πολίτης, ευχαρίστως. Άλλωστε, η πολιτική είναι η μόνη ανθρώπινη δραστηριότητα που προσεγγίζει την τέχνη. Η λεγόμενη τέχνη της πολιτικής.
Ανήκετε στη γενιά της Μεταπολίτευσης. Ποια είναι τα θετικά και ποια τα αρνητικά της γενιάς σας;
Από την μια υπήρχε η ανάγκη για ελευθερία, δημοκρατία, αλλαγή του κόσμου. Από την άλλη υπήρχε η ιδεολογική εμπλοκή, η ανελεύθερη σκέψη που καθοδηγείτο από το κομματικό συμφέρον. Προσωπικά, από αυτούς τους κλειστούς σχηματισμούς που δεν πολυσυμπαθώ ξέμπλεξα από το Λύκειο. Τότε κατάλαβα ότι δεν μπορώ να έχω τέτοιου είδους σχέση με τα κόμματα και την πολιτική. Κάνοντας έναν απολογισμό σήμερα, θεωρώ ότι σωστά έπραξα, γιατί αυτές οι παθογένειες μας οδήγησαν εδώ που είμαστε σήμερα.
25 ΧΡΟΝΙΑ ΑΓΑΜΟΙ ΘΥΤΑΙ
Πέμπτη 22 Ιουνίου 2017
Θέατρο Βράχων ‘’Μελίνα Μερκούρη’’
Πρωταγωνιστούν: Ιεροκλής Μιχαηλίδης, Δημήτρης Σταρόβας, Σπύρος Παπαδόπουλος, Χρήστος Μητρέντζης, Πυγμαλίων Δαδακαρίδης, Γιώργος Χρυσοστόμου, Γιώργος Χατζής, Σοφία Παπουλάκου, Ρούλα Μανισάνου
Σκηνοθεσία: Ιεροκλής Μιχαηλίδης
Κείμενα: Δήμητρα Παπαδοπούλου Χρήστος Τολιάδης, Ιεροκλής Μιχαηλίδης
Ενορχηστρώσεις: Γιώργος Χατζής
Μουσική επιμέλεια: B. Gatz, Ιεροκλής Μιχαηλίδης
Ενδυματολογική επιμέλεια: Νικόλ Παναγιώτου
Βοηθός σκηνοθέτη – παραγωγής: Πένυ Μιχαηλίδου
Συντονισμός παραγωγής: Juanjo Corrales
Σχεδιασμός ήχου: Μιχάλης Αλεξάκης, Κώστας Σωτηρίου
Ηχοληψία: Κώστας Σωτηρίου, Θεοφάνης Θεοχάρης
Σχεδιασμός φωτισμού: Φίλιππος Τρέπας
Μουσικοί: Γιάννης Αρβανιτάκης (τρομπόνι) / Αποστόλης Παπαπέτρος (κοντραμπάσο), Χρήστος Ταμπουρατζής (κιθάρα) / Θανάσης Τσαουσέλης (πιάνο) / Βρεζ Χατσατριάν (ακορντεόν) / Γιάννης Ψάλτης (τύμπανα)
Εισιτήρια: 12 € Κανονικό, 10 € Μειωμένο (Φοιτητικό, Ανέργων, Άνω των 65), 15 € την ημέρα της εκδήλωσης www.ticket365.gr