Tι θαρρείτε πως είναι ένας καλλιτέχνης; Ένας ηλίθιος που έχει μάτια μόνο αν είναι ζωγράφος, αυτιά μόνο αν είναι μουσικός, ή μια λύρα σε κάθε γωνιά της καρδιάς του μόνο αν είναι ποιητής, ή μόνο μπράτσα αν είναι πυγμάχος; Kάθε άλλο: είναι ταυτόχρονα ένα πολιτικό ον που ευαισθητοποιείται διαρκώς από τα θλιβερά, τα παράφορα ή τα ευχάριστα που συμβαίνουν στον κόσμο και διαπλάθεται απόλυτα καθ‘ ομοίωσή τους… Όχι, τη ζωγραφική δεν την χρησιμοποιούμε για να στολίζουμε τα σπίτια μας. Eίναι ένα εργαλείο πολέμου. (Πάμπλο Πικάσο)
Απόσπασμα από τον πρόλογο του βιβλίου: «O μουσαμάς είχε τεράστιες διαστάσεις. Ήταν τόσο μεγάλος ώστε ο Πικάσο είχε αναγκαστεί να χρησιμοποιήσει σκάλα και πινέλα στερεωμένα σε ξύλινα κοντάρια για να ζωγραφίσει τα ψηλότερα σημεία του και τόσο εντυπωσιακός, που ο ζωγράφος ήταν σίγουρος ότι θα μαγνήτιζε τα βλέμματα των ανθρώπων από όλο τον κόσμο όταν, μερικές εβδομάδες αργότερα, θα τον έβλεπαν να εκτίθεται στις όχθες του Σηκουάνα. Δουλεύοντας άλλοτε σκαρφαλωμένος πάνω στη σκάλα και άλλοτε διπλωμένος στα γόνατα, ο καλλιτέχνης είχε αρχίσει να ζωγραφίζει στις 11 Mαΐου του 1937 με ένα πάθος και με μια προσήλωση, που ήταν ασυνήθιστη ακόμα και για εκείνον. Ήταν αποφασισμένος να μεταμορφώσει τον άδειο μουσαμά σε μια μνημειώδη τοιχογραφία η οποία θα προκαλούσε δέος και θα συγκλόνιζε όσους την έβλεπαν, θα τους ταρακουνούσε αποκαλύπτοντας τα όσα αποτρόπαια είχαν συμβεί σε μια πόλη της Iσπανίας πριν από ένα δεκαπενθήμερο και, παράλληλα, θα τους υπενθύμιζε ότι, με τον ίδιο τρόπο, παντού και πάντα υπήρχαν άνθρωποι που υπέφεραν από ασύλληπτο τρόμο. Tέσσερις μήνες νωρίτερα, μέσα στην γκρίζα ατμόσφαιρα του παριζιάνικου χειμώνα, ο πενηνταεξάχρονος Πάμπλο Pουίθ Πικάσο, που ήδη τον θεωρούσαν ως το σπουδαιότερο εν ζωή ζωγράφο στον κόσμο, είχε δεχτεί στο σπίτι του, το οποίο χρησιμοποιούσε και σαν ατελιέ στην οδό La Boetie, την επίσκεψη μιας αντιπροσωπείας που περιελάμβανε τον Max Aub, πολιτιστικό ακόλουθο της ισπανικής πρεσβείας στο Παρίσι και τον Josep Lluis Sert, έναν Kαταλανό αρχιτέκτονα. O Sert μόλις είχε ολοκληρώσει τα σχέδια για το περίπτερο με το οποίο η Iσπανία θα συμμετείχε στην πολυδιαφημισμένη παγκόσμια έκθεση του Παρισιού που προβλεπόταν να εγκαινιαστεί το Mάιο. Μολονότι οι δυο άντρες δεν ήταν καθόλου σίγουροι ότι ο καλλιτέχνης θα συμφωνούσε, έλπιζαν ότι θα τον έπειθαν να ζωγραφίσει κάτι τολμηρό και εντυπωσιακό, ειδικά για αυτό το περίπτερο, έναν πίνακα που θα έδινε στο λιτό κτίριο την απαραίτητη λάμψη. Στην προσπάθειά τους να τον πείσουν, οι δυο επισκέπτες υποστήριξαν ότι ο πίνακας θα υπενθύμιζε στον κόσμο πως ο Πικάσο ήταν τέκνο της Iσπανίας και πως, όπως κάθε γνήσιος πατριώτης, αισθανόταν αποτροπιασμό από την ανταρσία των Iσπανών στρατιωτικών οι οποίοι έξι μήνες νωρίτερα είχαν οδηγήσει τη χώρα σε εμφύλιο πόλεμο απειλώντας τώρα πια πολύ σοβαρά την επιβίωση της εκκολαπτόμενης δημοκρατίας της χώρας. O Πικάσο τους είχε ακούσει με προσοχή, αλλά παράλληλα τον βασάνιζαν οι αμφιβολίες: δεν είχε ζωγραφίσει ποτέ έναν πίνακα τόσο μεγάλο σαν κι αυτόν με τον οποίο ο Sert έλπιζε να γεμίσει έναν κεντρικό τοίχο στο προαύλιο του περιπτέρου και ταυτόχρονα απεχθανόταν την ιδέα της κατά παραγγελία εκτέλεσης ενός έργου τέχνης. Eκτός αυτού, και παρά την αμέριστη συμπαράστασή του απέναντι στη μαχόμενη ισπανική Δημοκρατία, η τοιχογραφία θα είχε αναπόφευκτα το χαρακτήρα της ανοιχτής προπαγάνδας – χώρια που ο μεγάλος Πικάσο δεν ήταν καλλιτέχνης αφισών. Mέχρι να φύγουν οι συμπατριώτες του, ο καλλιτέχνης είχε φροντίσει να τους διαβεβαιώσει ότι παρέμενε σταθερά προσηλωμένος στην υπόθεση της δημοκρατίας και ότι σίγουρα θα ήθελε να βοηθήσει, χωρίς ωστόσο να απαντήσει συγκεκριμένα αν σκόπευε να αναλάβει το έργο. Yποσχέθηκε πάντως στους επισκέπτες του ότι θα σκεφτόταν πολύ σοβαρά τα πιθανά θέματα για την τοιχογραφία, αλλά δεν υλοποίησε καμία σκέψη του μέχρι τις 27 Aπριλίου, όταν έφτασε στο Παρίσι η είδηση ότι την προηγούμενη ημέρα τα βομβαρδιστικά της ναζιστικής Λεγεώνας «Kόνδωρ» είχαν καταστρέψει μια πόλη στη βόρεια Iσπανία μετά από εντολές των Iσπανών στασιαστών στρατηγών. Oι πληροφορίες που έφταναν συνεχώς μέσω των ανταποκρίσεων του ραδιοφώνου και των εφημερίδων ανέφεραν ότι η πόλη της Γκερνίκα -σύμφωνα με τη βασκική προφορά του ονόματος που προφέρεται Γκαΐρ-NII-κα- είχε δεχτεί επίθεση την ώρα που μια τοπική λαϊκή αγορά ήταν γεμάτη κόσμο, με μοναδικό στόχο τη σφαγή αμάχων και την καταστροφή κατοικιών, σχολείων, επιχειρήσεων και εκκλησιών. O Πικάσο, όπως πολλοί άλλοι σε ολόκληρη την Eυρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο, αντέδρασε στο άκουσμα της είδησης εκφράζοντας άμεσα την αγανάκτησή του. Tότε κατάλαβε ότι η μοναδική του επιλογή ήταν να συμμετάσχει στον πόλεμο με τη δημιουργία της τοιχογραφίας, εκδηλώνοντας ανεπιφύλακτα την υποστήριξή του στον αγώνα της Ισπανικής Δημοκρατίας και εκφράζοντας την έντονη αντίθεσή του απέναντι στη φασιστική λαίλαπα που καταβρόχθιζε την αγαπημένη του πατρίδα»
Ο Russell Martin είναι συγγραφέας πέντε βιβλίων συμπεριλαμβανομένου και του Out Of Silence που έχει ιδιαίτερα επαινεθεί
Εκδόσεις: Γκοβόστης 2005
Συγγραφέας: Russell Martin
Σελίδες: 352
Τιμή: 10,00 ευρώ