Την ταινία «Με λένε Ερνέστο (Παράνομος έρωτας / Infancia clandestina») προβάλει το Cine -Δράση την Πέμπτη 19 Απριλίου στις 20.15 στο ΤΥΠΕΤ. Με 22 Βραβεία στο ενεργητικό του και ακόμα 18 υποψηφιότητες, από τις Κάννες και το Σαν Σεμπαστιάν, μέχρι την πρόταση της Αργεντινής για το Οσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας, το φιλμ «Infancia Clandestina» είναι μια τρυφερή, συγκινητική ιστορία δοσμένη υποβλητικά, με μαγικό ρεαλισμό. Ένα φιλμ μοναδικό και αξέχαστο που συνδυάζει μια προσωπική ιστορία με το κοινωνικό της υπόβαθρο και την πολιτική σκέψη με την ακαταμάχητη περιγραφή μιας γλυκιάς ιστορίας παιδικής αγάπης.
Το story
Γύρω στα 1979, διάφορες αυτοεξόριστες ομάδες ανταρτών Montoneros επιστρέφουν κρυφά στην Αργεντινή για να οργανώσουν την αντίσταση ενάντια στην δικτατορία. Ανάμεσα τους είναι και η οικογένεια του κυνηγημένου από το καθεστώς, και τους παρακρατικούς φανατικού Περονιστή, Χοράσιο, που ζούσε από το 1976 αυτοεξόριστη στην Κούβα. Οι γονείς επιστρέφουν στην Αργεντινή μαζί με τα παιδιά τους, από διαφορετικές κατευθύνσεις o καθένας, με πλαστά διαβατήρια και εγκαθίστανται όλοι μαζί στα προάστια του Μπουένος Άιρες. Ο μεγαλύτερος γιος, ο 12χρονος Χουάν, βρίσκεται σε ηλικία που αντιλαμβάνεται, αλλά δεν μπορεί και να εξηγήσει όσα συμβαίνουν γύρω του. Για να μην βάλει σε κίνδυνο την ασφάλεια της οικογένειας του και των σχεδίων της θα πρέπει να προσαρμοστεί σε μια νέα διπλή ζωή, με πλαστά στοιχεία, ψεύτικο παρελθόν και όνομα. Στο εξής θα τον λένε Ερνέστο και θα έχει νέο τόπο καταγωγής, νέους κώδικες συμπεριφοράς, νέα γενέθλια. Και όσο οι μεγάλοι, καλυμμένοι πίσω από την επιχείρηση ζαχαρωδών του θείου Μπέτο, θα εντείνουν τις ετοιμασίες για το αντάρτικο, εκείνος θα ζει διχασμένος ανάμεσα στον φόβο και την αβεβαιότητα που συνεπάγεται η αντίσταση και την φυσιολογική ζωή του μαθητή. Παρά το νεαρό της ηλικίας του θα έχει την δύναμη να κρύψει μέσα του τα μυστικά των αντιστασιακών δραστηριοτήτων που γίνονται μπροστά στα μάτια του και, όταν βρίσκεται με τις καινούριες τους παρέες στο σχολείο, να παρουσιάζεται σαν κάθε άλλο παιδί της ηλικίας του.
Ο Ερνέστο παρακολουθεί τα γεγονότα και τις πολιτικές εξελίξεις μέσα από τα μάτια των γονιών του και των συντρόφων τους και καλείται συνεχώς να εξισορροπεί τα θέλω του με τα πρέπει εκείνων που ορίζουν την τύχη του. Στο σχολείο θα γνωρίσει τα πρώτα σκιρτήματα του έρωτα στο πρόσωπο της όμορφης Μαρίας, που η ματιά της κάνει την καρδιά του να φτερουγίζει, και του δημιουργεί την επιθυμία να «φύγει μαζί της στη Βραζιλία». Αλλά ούτε σε αυτήν μπορεί να αποκαλύψει την πραγματική του ταυτότητα. Ο κίνδυνος, η απώλεια και ο θάνατος θα στιγματίσουν το πέρασμα του από την παιδική στην εφηβική ηλικία και θα ανακαλύψει με βίαιο τρόπο τον κόσμο γύρω του και τον ίδιο του τον εαυτό.
Οι αναμνήσεις του σκηνοθέτη Benjamin Avila
Η ταινία «Infancia Clandestina», είναι βασισμένη στις αναμνήσεις των παιδικών χρόνων του Αργεντινού σκηνοθέτη Benjamin Avila, που ανήκε σε μια οικογένεια ανεπιθύμητη για την δικτατορία του στρατηγού Βιντέλα. Όπως αναφέρεται στους τίτλους τέλους, το φιλμ είναι αφιερωμένο την μητέρα του, την οποία αντίκρισε για τελευταία φορά ένα ανοιξιάτικο πρωινό, πριν την πάρουν μακριά οι στρατιώτες της…επανάστασης. Σκηνικά λιτό, πιστό στους καλλιτεχνικούς κανόνες των 70s, το φιλμ διαθέτει μια ξεχωριστή δύναμη. Ο σκηνοθέτης προσεγγίζει τους ήρωές του με ανθρωπιά, ζεστασιά και τρυφερότητα. Εναλλάσσει άνετα το λυρισμό με το σκληρό ρεαλισμό. Αλλά για μην βαρύνει πολύ την ταινία του, οι σκηνές βίας αποδίδονται αστραπιαία όχι με την κάμερα, αλλά ως animation, ως εμβόλιμες καλλιτεχνικές στιγμές, σε σκίτσα του Άντι Ρίβα, που ξεθωριάζουν την αγριότητά τους, όπως ακριβώς ξεθωριάζουν οι άσχημες στιγμές στην μνήμη ενός παιδιού που μεγαλώνει.
Ο πρώτος έρωτας, η μαγεία των κοριτσιών, ο ιδεαλισμός και η αυτοθυσία των γονιών, που με διακύβευμα τη ζωή τους προσπαθούν αν όχι να αλλάξουν τον κόσμο, οπωσδήποτε όμως να εξασφαλίσουν δημοκρατία και ελευθερία για τις επόμενες γενιές, η αγάπη για τη ζωή και το μεράκι του θείου που ξέρει να κάνει τα παιδιά να τον αγαπούν, τα παιδικά πάρτι με τις χορευτικές κασέτες, είναι δοσμένα τόσο αριστοτεχνικά που ο κάθε θεατής ταυτίζεται με ήρωες και καταστάσεις. Ίσως γιατί μοιάζουν πολύ με όσα ο ίδιος έχει βιώσει. Ίσως γιατί παρουσιάζει τον αγώνα για τις μεγάλες ιδέες, όχι σαν κάτι που ξεχωρίζει από την ζωή, αλλά ως συστατικό στοιχείο της καθημερινής πραγματικότητας. Πουθενά δεν διαφαίνεται η σύγκρουση αγώνα και οικογένειας, κινδύνου και καθήκοντος. Το καστ είναι εξαιρετικά επιλεγμένο.
Ξεχωρίζουν ο Teo Gutiérrez Moreno ως Ερνέστο που συνδυάζει παιδική ανεμελιά και μελαγχολία ενηλίκου στο βλέμμα του και η Ουρουγουανή καλλονή Natalia Oreiro στο ρόλο της μητέρας. Αλλά είναι ο Ernesto Alterio στον αβανταδόρικο ρόλο του αγωνιστή θείου Μπέτο που κυριολεκτικά κλέβει την παράσταση.
Αργεντινή, 2011. Διάρκεια: 110′. Σκηνοθεσία: Benjamín Ávila. Σενάριο: Benjamín Ávila, Marcelo Müller. Πρωταγωνιστούν: Ernesto Alterio, Natalia Oreiro, César Troncoso, Teo Gutiérrez Moreno, Cristina Banegas, Douglas Simon, Violeta Palukas.
Η δικτατορία στην Αργεντινή
Το 1974 τελείωσε στην Ελλάδα η 7χρονη δικτατορία. Δύο χρόνια αργότερα, το 1976, στην μακρινή Αργεντινή επιβάλλεται η δικτατορία του αιμοσταγούς στρατηγού Χόρχε Βιντέλα. Δυστυχώς δεν ήταν ούτε η τελευταία ούτε η πλέον αιματηρή στην Λατινική Αμερική. Είχε προηγηθεί η πλέον μακρόχρονη δικτατορία σε αυτή την περιοχή του κόσμου, αυτή που επιβλήθηκε το 1973 στη Χιλή από τον στρατηγό Αουγκούστο Πινοσέτ μετά τη βίαιη ανατροπή του δημοκρατικού καθεστώτος Αλιέντε. Σύμφωνα με την Εθνική Επιτροπή για τους Εξαφανισθέντες της Αργεντινής (Conadep), που πρόεδρος της ήταν ο παγκοσμίου φήμης Αργεντινός συγγραφέας Ερνέστο Σάμπατο, ο οποίος και κατέγραψε τα εγκλήματα της στο βιβλίο του «Ποτέ ξανά», στη διάρκεια της ο στρατός και οι παρακρατικές οργανώσεις δολοφόνησαν περισσότερους από 30.000 δημοκράτες αγωνιστές. Το ανεπίσημο όνομα της περιόδου είναι «Βρώμικος Πόλεμος». «Θα πεθάνουν όσοι Αργεντινοί χρειαστεί μέχρι να ξαναγίνει η χώρα ασφαλής», έλεγε ο παρανοϊκός Βιντέλα. Επτά χρόνια αργότερα, η προοδευτική τάξη της χώρας είχε ξεκληριστεί. Στα τριακόσια σαράντα στρατόπεδα συγκέντρωσης ξεριζώθηκαν διανοούμενοι, δημοσιογράφοι, περονιστές, φοιτητές, μαθητές, κομμουνιστές και άλλοι πολίτες που είχαν το θάρρος της γνώμης τους ή απλά στραβοκοιτούσαν τους εκπροσώπους του καθεστώτος.
Τριάντα χιλιάδες νεκροί, άνθρωποι που φυλακίστηκαν και εκτελέστηκαν χωρίς δίκη, χωρίς καν να ακουστεί ποτέ το όνομά τους. Άλλοι ξαφνικά εξαφανίστηκαν από προσώπου γης. Βασανιστήρια, που δεν τα βάζει ανθρώπινος νους. Ευνουχισμοί. Βιασμοί. Πνιγμοί. Ηλεκτροσόκ. Διεστραμμένα πειράματα τύπου Μένγκελε. Λυσσασμένα σκυλιά που κατασπάραζαν τις σάρκες. Πτήσεις με ομαδικές «βουτιές» θανάτου από στρατιωτικά αεροπλάνα και ελικόπτερα στον παγωμένο Ατλαντικό. Αλύπητο ξύλο και εν ψυχρώ εκτελέσεις, με την ευλογία της αδίστακτης καθολικής εκκλησίας.
Ανάμεσά στους εκτελεσμένους και εξαφανισμένους υπήρξε ένας τεράστιος αριθμός γυναικών. Κάποιες από αυτές ήταν έγκυες, άλλες είχαν μικρά παιδιά ή γέννησαν στη φυλακή τα παιδιά τους, μερικά από τα οποία ήταν αποτέλεσμα βιασμών. Όλα, ανεξαιρέτως, τα παιδιά αποσπάστηκαν βίαια από τις μανάδες τους, οι οποίες συνήθως εκτελούνταν και δόθηκαν για υιοθεσία σε φιλικές προς το καθεστώς οικογένειες. Η ανάγκη να βρεθούν αυτά τα παιδιά δημιούργησε ένα από τα πλέον αγωνιστικά και μακρόχρονα γυναικεία κινήματα στον κόσμο τις Las Madres de Plaza de Mayo, (Μητέρες της Πλατείας του Μάη, πρόκειται για την κεντρικότερη πλατεία της πρωτεύουσας Μπουένος Άιρες, τόπο όπου οι γενναίες αυτές γυναίκες διαδήλωναν, ήδη από το 1977, ζητώντας την απελευθέρωση των δικών τους). Σήμερα 42 ολόκληρα χρόνια μετά οι γυναίκες της οργάνωσης αυτής εξακολουθούν να αναζητούν τα χαμένα παιδιά και εγγόνια τους. Μάλιστα το 2017 πραγματοποίησαν την 125η ταυτοποίηση εξαφανισμένου παιδιού.
,