Γράφει η Πέγκη Φαράντου
Διδάκτωρ Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, συγγραφέας – ζωγράφος
O Αντώνης έβγαλε τα κλειδιά από την τσέπη του και άνοιξε την πόρτα του καφενείου. Πάνω από την πόρτα, μια ξύλινη επιγραφή έγραφε «Ερμής – Καφενείο», με δύο λευκά φτερά ζωγραφισμένα στο πλάι.
Ο «Ερμής», βρισκόταν στο κέντρο της Αθήνας, για πάνω από ογδόντα χρόνια. Σε έναν δρόμο, που είχε το όνομα μεγάλου Έλληνα τραγωδού, της κλασικής εποχής των Αθηνών.
Από τα δεξιά αυτού του δρόμου, είχε ένα κατάστημα με είδη από την Κίνα. Οι χρωματιστές επιγραφές του, αναβόσβηναν νυχθημερόν για να διαφημίσουν τα προϊόντα. Ρούχα, μηχανήματα, καλλυντικά, φάρμακα, διακοσμητικά, είχαν γεμίσει το μαγαζί από άκρη σε άκρη και έφταναν μέχρι το τέλος του πεζοδρομίου. Άνθρωποι έμπαιναν και έβγαιναν στο κατάστημα όλη μέρα και νύχτα, όλες τις μέρες της εβδομάδας, Κυριακές και αργίες.
Από τα αριστερά, του «Ερμή», ένα μπαρμπέρικο. Οι ξενόγλωσσες επιγραφές του, ενημέρωναν τους πελάτες για τις υπηρεσίες που παρέχονται. Εκεί ο Αλί κούρευε και ξύριζε τους πελάτες του. Από το κουρείο έβγαινε πάντα ένα ιδιαίτερο άρωμα καπνού και ακούγονταν έντονες συζητήσεις και μουσική με αμανέδες. Τα υπόλοιπα καταστήματα του δρόμου, είχαν κλειστά τα στόρια εδώ και χρόνια. Πίσω από αυτά τα στόρια, βαμμένα από άκρη σε άκρη με γκράφιτι, άνθρωποι έμπαιναν και έβγαιναν, χωρίς να γνωρίζει κανείς τίποτα.
Όπως κάθε μέρα έτσι και αυτή, ο Αντώνης άνοιξε το κατάστημά του και πήρε μια καρέκλα να καθίσει. Εδώ και πολλά χρόνια, το κατάστημα παρέμενε ανοιχτό παρά την έλλειψη πελατών. Τα επεισόδια που γίνονταν, σχεδόν καθημερινά στην περιοχή, απέτρεπαν τον κόσμο στο να κάτσει και να πιει τον καφέ του, στον δρόμο του αρχαίου τραγωδού. Κάθε μέρα γινόταν και από κάτι· καυγάδες, ξυλοδαρμοί, κλεψιές, τα περιπολικά και τα ασθενοφόρα περνούσαν και έφευγαν. Ο Αντώνης όμως επέμενε να μένει εκεί και να ανοίγει τον «Ερμή», κάθε μέρα.
Σήμερα, τον περίμενε από νωρίς στην εξώπορτα ο γάτος της γειτονιάς. Όταν η πόρτα άνοιξε, ο γάτος τρύπωσε σε μια γωνιά, ξάπλωσε και άρχισε να καθαρίζει τη γούνα του. «Νωρίς ήρθες σήμερα Σοφοκλή, λες να βρέξει;». Ο Αντώνης βγήκε έξω να δει τον ουρανό. Τον ουρανό μπορούσες να τον δεις μόνο αν σήκωνες το βλέμμα ψηλά και προσπερνούσες οπτικά τα ψηλά κτίρια.
Πυκνά σύννεφα είχαν καλύψει τον ουρανό. Ο κόσμος περπατούσε γρήγορα στον δρόμο, άλλος κοιτώντας το ρολόι του, άλλος το κινητό του, άλλος κοιτώντας τον δρόμο. Όλοι περπατούσαν γρήγορα. Όταν ξαφνικά άρχισαν να ακούγονται κεραυνοί και να ξεκινά μια έντονη καταιγίδα. Η βροχή έπεφτε με δύναμη από τον ουρανό. Σε λίγα μόλις λεπτά, οι δρόμοι μετατράπηκαν σε ποτάμια, που δυσκόλευαν τη διέλευση όχι μόνο των πεζών αλλά και των αυτοκινήτων. Ο Αντώνης μπήκε γρήγορα στο καφενείο και άνοιξε τα φώτα, κοίταξε τον γάτο, που στο μεταξύ είχε αποκοιμηθεί και είπε: «Σοφοκλή, το ήξερες ότι θα βρέξει».
Δεν πέρασαν λίγα λεπτά και το καφενείο είχε γεμίσει με κόσμο. Άνθρωποι είχαν βρει καταφύγιο από τη βροχή στο μοναδικό ελληνικό καφενείο. Το καφενείο γέμισε από άκρη σε άκρη, με κάποιους να στέκονται ακόμη και όρθιοι. Καθώς η καταιγίδα δεν σταματούσε, άλλοι παρήγγειλαν καφέ, άλλοι ούζο με μεζέ, άλλοι πορτοκαλάδα.
Ο «Ερμής» είχε γεμίσει με κόσμο και η συζήτηση δεν άργησε να αρχίσει. -«Εύχομαι να μην πλημμυρίσει πάλι η Αθήνα, τώρα που περνούσα από το Σύνταγμα κοιτούσα τα φρεάτια. Να δούμε τι θα γίνει και στον Άγνωστο Στρατιώτη…», είπε κάποιος. -«Λένε ότι θα βάλουν τον στρατό να φυλάσσει τον χώρο…», είπε κάποιος άλλος. -«Τόσοι άνθρωποι χάθηκαν άδικα και μη ξεχνάμε και όσους πέθαναν από τη φωτιά το Μάτι…». -«Γιατί λίγοι χάθηκαν άδικα στη Μάνδρα;». -«Η κυβέρνηση φταίει για όλα, δεν έχουμε πατριώτες να μας κυβερνήσουν…», είπε κάποιος άλλος. -«Η εκάστοτε Κυβέρνηση! Τώρα θέλουν να μας φακελώσουν και με τον αριθμό και να καταργήσουν την ταυτότητα… αλήθεια έχουμε δημοκρατικό πολίτευμα;» -«Δεν πιστεύουν σε τίποτα αυτοί, στην Εκκλησία μόνο για τις φωτογραφίες πηγαίνουν». -«Η γενιά σας είναι αρνητική στην εξέλιξη, ο κόσμος αλλάζει…», είπε ένας νεαρός που καθόταν όρθιος δίπλα στην πόρτα. -«Αλλάζει προς το χειρότερο όμως», είπε κάποιος άλλος.
Και καθώς η καταιγίδα συνέχιζε να κρατά τους ανθρώπους στο καφενείο, συνέχιζε και η κουβέντα. Η συζήτηση είχε γίνει πολιτική, οι συζητητές είχαν ξεχάσει την καταιγίδα και είχαν επικεντρωθεί σε αυτή. Άλλος κατηγορούσε την κυβέρνηση για τα κακώς κείμενα, άλλος την προηγούμενη κυβέρνηση, άλλος το ένα κόμμα και άλλος το άλλο. Κάποια στιγμή, η ετερόκλητη παρέα έστρεψε την προσοχή της στον γηραιότερο Αντώνη, που καθόταν σε μια γωνιά χωρίς να μιλά. -«Θέλετε να μας πείτε τη άποψή σας σε αυτά που λέμε, ποιος φταίει για αυτά που συμβαίνουν στην Ελλάδα…».
Ο Αντώνης σηκώθηκε από τη θέση του και είπε: -«Θα σας πω ένα ανέκδοτο που κρύβει μέσα του μια αλήθεια: Κάποιος ήταν ελεγκτής στα σύνορα της χώρας. Ήλεγχε αν κάποιος που μπαίνει ή βγαίνει από τη χώρα μεταφέρει κάτι παράνομο. Κάποτε ο ελεγκτής βλέπει να έρχεται κάποιος, οδηγώντας μηχανή, φορτωμένη με δύο μεγάλα σακιά. -«Ανοίξτε τα σακιά παρακαλώ», είπε ο ελεγκτής στον οδηγό. Εκείνος τα άνοιξε και ο ελεγκτής, αφού τα ήλεγξε, τον άφησε να μπει στη χώρα. Μετά από μερικές μέρες, ο ελεγκτής βλέπει ξανά τον ίδιο άνθρωπο, να θέλει να περάσει τα σύνορα, με τη μηχανή φορτωμένη με δύο σακιά. Ο ελεγκτής, είπε πάλι στον οδηγό να ανοίξει τα σακιά και εκείνος το έκανε. Ο ελεγκτής αφού ήλεγξε με προσοχή και είδε ότι δεν περιέχουν κάτι παράνομο, τον άφησε να περάσει στη χώρα. Σε μερικές μέρες η ίδια ιστορία. Ο ελεγκτής κάλεσε πάλι να ανοίξει ο οδηγός τα σακιά και εκείνος ήλεγξε και ξανά ήλεγξε τα σακιά πριν τον αφήσει να περάσει στη χώρα. Αυτό έγινε και ξαναέγινε πολλές φορές μέχρι που ο ελεγκτής πήρε μετάθεση σε άλλο πόστο φύλαξης των συνόρων. Παρά τη μετάθεσή του, ποτέ δεν του έφυγε από το μυαλό αυτή η ιστορία…
Μετά από χρόνια, όταν ο ελεγκτής είχε βγει πια στη σύνταξη, πήγε σε ένα μπαρ και έπινε ποτό. Εκεί συναντά τυχαία τον οδηγό με τα σακιά, τον οποίο δεν είχε ξεχάσει, παρά τα χρόνια που είχαν περάσει. Τότε ο πρώην ελεγκτής του λέει: -«Κάτσε να σε κεράσω και να σε ρωτήσω κάτι που με απασχολεί εδώ και χρόνια. Είμαι σίγουρος ότι όταν περνούσες τα σύνορα με τη μηχανή σου φορτωμένη με τα μεγάλα σακιά, κάποια απάτη έκανες, είμαι όμως σίγουρος ότι ήλεγχα τα σακιά σου εξονυχιστικά, πού ήταν η απάτη; Πες μου τώρα που έχει περάσει χρόνος και δεν μπορώ να κάνω κάτι». Ο οδηγός της μηχανής, αφού τσούγγρισε το ποτήρι με τη μπύρα με το δικό του, απάντησε: -«Δεν μετέφερα κάτι μέσα στα σακιά, σωστά τα ήλεγχες, μετέφερα παράνομα τα μηχανάκια…».
Ο Αντώνης χαμογέλασε και είπε, η απάτη δεν βρίσκεται πάντοτε εκεί που κοιτάμε, ούτε εντοπίζεται εύκολα.
Στο μεταξύ η μπόρα είχε περάσει και το καφενείο άρχισε να αδειάζει από τον κόσμο που έφευγε, άλλος προβληματισμένος και άλλος όχι…








































































































