Οι Μαρουσιώτες ακούμε από μικροί πολλές ιστορίες για τη ζωή των παππούδων μας, όπως μεταφέρθηκαν από γενιά σε γενιά. Όπως συμβαίνει πάντοτε, η απόσταση του χρόνου ωραιοποιεί το παρελθόν: η μνήμη προτιμά τους ηρωισμούς, τη νοσταλγία του «αγνού» παραδοσιακού βίου και τα ευτράπελα περιστατικά, ενώ η προφορική αφήγηση αμβλύνει τις δυσκολίες και τη σκληρότητα των συνθηκών της εποχής εκείνης. Σπάνια έχουμε τη δυνατότητα να μάθουμε κάτι για την καθημερινή ζωή και τις κοινωνικές σχέσεις των προγόνων μας, χωρίς εξωραϊσμούς.
Έρευνα – παρουσίαση: Γιώργος Πάλλης, αρχαιολόγος
Αυτό ακριβώς το σημείο έρχεται να φωτίσει ένα εξαιρετικά πολύτιμο κείμενο που εντοπίσαμε πρόσφατα σε αθηναϊκό έντυπο του 19ου αι.: πρόκειται για το άρθρο με τον τίτλο «Αμαρούσιον» που δημοσιεύτηκε σε τρεις συνέχειες στην Εφημερίδα των Κυριών, το καλοκαίρι του 1888. Συντάκτης του είναι η εκδότρια της εφημερίδας Καλλιρρόη Παρρέν (1859-1940), μια σπουδαία προσωπικότητα που διακρίθηκε ως δημοσιογράφος και συγγραφέας, ως υπέρμαχος των δικαιωμάτων της γυναίκας –θεωρείται η πρώτη Ελληνίδα φεμινίστρια– και ως εμπνευστής και δημιουργός σημαντικών ιδρυμάτων, όπως το μετέπειτα ΠΙΚΠΑ και το Λύκειον των Ελληνίδων.
Το κείμενο, συνταγμένο στη λόγια γλώσσα της εποχής, βασίζεται σε προσωπικές εμπειρίες της Καλλιρόης Παρρέν από επισκέψεις της στο Μαρούσι. Η συγγραφέας γοητεύεται από το αγροτικό τότε τοπίο της μικρής κοινότητας, αλλά πρωτίστως παρατηρεί και σχολιάζει –συχνά καυστικά– τον τρόπο ζωής των κατοίκων του, επικεντρώνοντας την προσοχή της στην οικογενειακή ζωή, τη θέση της γυναίκας και την ανατροφή των παιδιών. Οι περιγραφές της ίσως ενοχλήσουν όσους είναι συνηθισμένοι σε μια εξιδανικευμένη εικόνα του παρελθόντος. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η συγγραφέας είναι μια μορφωμένη και μαχητική Αθηναία αστή, που στην αγροτική κοινωνία του Μαρουσιού βλέπει ένα παράδειγμα της σκληρότητας και της οπισθοδρόμησης, που συνεπάγονται η παραδοσιακή ζωή και η χαμηλή στάθμη της παιδείας.
Ακολουθώντας τη διαίρεση του άρθρου της Παρρέν στην Εφημερίδα των Κυριών, θα αναδημοσιεύσουμε σε τρεις συνέχειες επιλεγμένα αποσπάσματά του, αρχίζοντας από το πρώτο μέρος, της 26ης Ιουνίου 1888. Στα αποσπάσματα αυτά θα τηρηθεί η γλώσσα του πρωτοτύπου. Για να κατατοπιστεί καλύτερα ο αναγνώστης, παρεμβάλλουμε θεματικούς τίτλους ανά περιόδους και σύντομες επεξηγήσεις.
Σε αναζήτηση της εξοχής
Αφορμή για τη συγγραφή του άρθρου δίνει στην Παρρέν ο καύσωνας που βασανίζει την Αθήνα κάθε καλοκαίρι και οι μάταιες διασκεδάσεις που επιλέγουν οι Αθηναίοι για να ξεχαστούν, στα ελαφρού ρεπερτορίου θέατρα της Ομόνοιας και του Φαλήρου και στα café chantants. «Υπάρχει όμως και τάξις ανθρώπων αποστρεφομένη το πεπυρακτωμένον αυτό καμίνιον των Αθηνών, και φεύγουσα μακράν αυτού, αφ’ ης στιγμής το μυροφόρον έαρ κατακαλύπτει τους αγρούς διά της σμαραγδίνης καλύπτρας του». Πρόκειται για εκείνους που εκδράμουν στις «μικρές Εδέμ» που βρίσκονται γύρω από την πρωτεύουσα και ξεχνούν εκεί την αφόρητη ατμόσφαιρά της. Χάρη στο σιδηρόδρομο, η λειτουργία του οποίου έχει εγκαινιαστεί μόλις τρία χρόνια πριν, το 1885, οι Αθηναίοι έχουν τη δυνατότητα να αποδράσουν εύκολα και γρήγορα στο Μαρούσι και την Κηφισιά.
«Η Κηφισσία μετά των μεγαλοπρεπών επαύλεών της αποτελεί το εντευκτήριον των παρ’ ημίν αποκαλουμένων αριστοκρατών. Επειδή δε πας Έλλην ομιλών την γαλλικήν θεωρείται αριστοκράτης, η υπό πάντων προτιμωμένη εξοχή, έστω και δι’ ολίγων ωρών διαμονήν είναι η Κηφισσία», σημειώνει δηκτικά η Παρρέν. «Το εις τα πρόθυρα αυτής και ημίσειαν μόλις ώραν απέχον Αμαρούσιον, είναι το εντευκτήριον των ασθενών, διότι οι πλείστοι των επισκεπτομένων τούτο έρχονται ζητούντες την κλονισθείσαν της υγείας των ισορροπίαν εις το ωραίον αυτού κλίμα, εις τας κρυσταλλίνας πηγάς του, εις τους μαγευτικούς κήπους του και εις τα ολοπράσινα δάση του.»
Μια μαγευτική σκηνογραφία
Η συγγραφέας δίνει μια εξαιρετική εικόνα του -χαμένου ανεπιστρεπτί- τοπίου της περιοχής: «Μακρά σειρά της γηραιάς και καλλιμαρμάρου Πεντέλης, αμφιθεατρικώς και κυματοειδώς εκτυλισσομένη, περιβάλλει από Βορρά προς Ανατολάς τον ορίζοντα, μεγαλοπρεπές δε εξ ελαιοδένδρων δάσος στεφανώνει επιχαρίτως την μικράν κώμην. Μικροί λευκοί μονόροφοι ως επί το πολύ οικίσκοι, ερριμένοι εντός κήπων, δίκην λευκανθέμων εν ολοπρασίνω πεδιάδι· εν τω κέντρω του χωρίου μεγάλη πλατεία, εν η το ξενοδοχείον, η αγορά και η εξάκρουνος κρήνη· δύο ή τρεις οδοί, εφ’ ων παρατάσσονται οικίσκοι ευπρεπέστεροι των λοιπών, ναός εξέχων κατά το ύψος και τον όγκον πασών των υπολοίπων εν Αμαρουσίω οικοδομών –οι χωρικοί ενοικούσι πάντοτε τον Θεόν των εν υψηλοτέρα και ανετωτέρα της ιδίων κατοικία– ωραίον και υψηλόν κωδωνοστάσιον, δύο ή τρεις ιδιωτικαί επαύλεις, δύο σχολεία αρρένων και εν θηλέων, και ο σιδηροδρομικός σταθμός αποτελούσι την κυρίως κώμην, την περατουμένη εις το λαμπρόν και απέραντον του Άϊδεσταμ δάσος, το παρακείμενον τω μεγαλοπρεπεί και πλουσιωτάτω του κ. Συγγρού κτήματι.»
Το Μαρούσι που περιγράφει η συγγραφέας είναι ακόμη ένας μικρός, αραιοκτισμένος οικισμός 1.393 κατοίκων (κατά την απογραφή του 1889), με μικρές κατοικίες της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής της Αττικής και ελάχιστα νεοκλασικού ρυθμού κτίσματα. Το κέντρο του αποτελεί η σημερινή πλατεία Κασταλίας, στην οποία βρίσκονται οι κρήνες με το μαρουσιώτικο νερό και το μόνο ξενοδοχείο, του Δ. Χαϊμαντά. Ο ναός της Κοιμήσεως, νεόδμητος ακόμη τότε (είχε ολοκληρωθεί το 1874), δεσπόζει με τον όγκο του επάνω από τα ταπεινά σπίτια. Το «δάσος του Άιδεσταμ» είναι το μεγάλο πευκόφυτο κτήμα του Karl von Heidenstamm, επιτετραμμένου της Σουηδίας στην Αθήνα, που εκτεινόταν στην περιοχή του σημερινού Αμαλιείου Ορφανοτροφείου. Απέναντί του βρίσκεται το μεγάλο κτήμα του Ανδρέα Συγγρού, σε πλήρη ανάπτυξη και ακμή την εποχή αυτή.
Πλένοντας στο ρέμα
Στη συνέχεια, η ρεματιά του Μαρουσιού με το τρεχούμενο νερό της δίνει στην Παρρέν την ευκαιρία να κάνει τις πρώτες νύξεις για τις γυναίκες του χωριού και τη δύσκολη καθημερινότητά τους. «Ρυάκιον κρυστάλλινον πηγάζον εκ Κεφαλαρίου διασχίζει οφιοειδώς το Αμαρούσιον, σπείρον αφθόνως τους διαυγεστάτους και πολυχρωμοτάτους αδάμαντάς του επί της ένθεν και ένθεν παροχθείου σμαραγδίνης χλόης. Ρυάκιον ταπεινόν και πολυπαθές ανά παν βήμα ανακόπτον τον ρουν του. Πελώριοι λίθοι υπό των ευμελών Αμαρουσίδων παρεντιθέμενοι σχηματίζουσιν εν τω ρύακει τεχνητά πλυσταρεία, ένθα αι γυναίκες ως άλλαι Ναϊάδες βυθίζουσι μέχρι γονάτων πολλάκις τους γυμνούς πόδας των, ίνα αποπλύνωσι τα κατ’ οίκον σαπωνιζόμενα ενδύματα.
Αι εν τω ρύακει πλύνουσαι γυναίκες είναι πάσαι έγγαμοι ή γραίαι. Κατ’ έθιμον του τόπου τα κοράσια πλύνουσι κατ’ οίκον. Ευνόητος όθεν η ταπεινή και μελαγχολική του ρύακος πορεία. Δεν διακόπτει ευχαρίστως τον ευεργετικόν δρόμον του και δεν θολόνει τα διαυγή και δροσερά νερά του, ίνα απαλώς θωπεύη πόδας χονδροειδείς γυναικών γραιών και ως επί το πολύ ασχήμων. Εις εκδίκησιν φιλοδωρεί συνεχώς τας ταραξίας της ποιητικής πορείας του διά χρονίων ρευματισμών, οίτινες έχουσιν την δύναμιν να διακόπτωσι τας τοιαύτας οχληράς δι’ αυτόν σχέσεις.» Οι ηλικιωμένες και οι παντρεμένες γυναίκες του Μαρουσιού ξεπλένουν στο ρέμα τα ρούχα που σαπούνιζαν στο σπίτι, αποκτώντας με τα χρόνια ρευματισμούς στα πόδια. Από την άλλη, οι ανύπαντρες κόρες δεν επιτρέπεται να βγαίνουν έξω από την οικογενειακή εστία για τέτοιες δουλειές.
«Τοιαύτη η γενική του Αμαρουσίου άποψις», καταλήγει η Παρρέν, «ομαλή εν τη απερίττω κατατάξει της, θελκτική διά το καταπεπονημένον του Αθηναίου βλέμμα». Η ομορφιά του τοπίου και η γραφικότητα της παραδοσιακής ζωής δεν αποπροσανατολίζουν όμως τη δυναμική και μορφωμένη αστή. «Τοιαύτη η μικρά και μονήρης αύτη χωρική φωλέα», συνεχίζει, «η περικλείουσα εν τοις κόλποις αυτής απάσας τας μαγείας του εξοχικού βίου, ως εν τοις τειχώμασι των λευκών της οικίσκων απάσας συλλήβδην τας αρετάς και κακίας, τας διακρίνουσας τον αμαθή και προληπτικόν από του ανεπτυγμένου και πεπολιτισμένου ανθρώπου». Όπως θα δούμε στη συνέχεια, κατά την Καλλιρρόη Παρρέν, η μικρή παραδοσιακή κοινωνία του Μαρουσιού ανήκει στην πρώτη κατηγορία.