Πήρα ένα μικρό τομίδιο του φίλου Δρόσου Κραβαρτόγιαννου, από την Άμφισσα. Με την αποστολή αυτή, ο φίλος Δρόσος, με φέρνει 48 χρόνια πίσω.
Το όνομα Ευθύμιος Μαστροκώστας είναι τ’ όνομα του αρχαιολόγου, που έδωσε δύο δημοσιεύματα, ένα στο περιοδικό «Νέα Εστία» του Πέτρου Χάρη και δεύτερο στην εφημερίδα το «Βήμα» στις 26/7/1959. Τίτλος του δημοσιεύματος είναι «Οι Χάλκινοι Θεοί του Πειραιά».
Με το κείμενό μου αυτό θα δώσω στοιχεία για τον μεγάλο αρχαιολόγο, αλλά, παράλληλα, θα φέρω στο φως μια αθέλητη, όπως φαίνεται και στο κείμενο, παράλειψη. Το κείμενο αφορά στην εύρεση τριών αγαλμάτων, δύο από ορείχαλκο και ένα από μάρμαρο. Σημείο εύρεσης, η γωνία των οδών Βασ. Γεωργίου και Φίλωνος, απέναντι από τον ναό της Αγ. Τριάδας στον Πειραιά.
Πιστεύεται ότι για να βρεθούν τα αγάλματα αυτά σε βάθος μικρότερο του ενός μέτρου, μάλλον κάποιοι τα έκρυψαν για να τα μεταφέρουν με πλοίο σε άλλο μέρος.
Γι’ αυτά τα αγάλματα άκουσα για πρώτη φορά τότε από τον ίδιο τον άνθρωπο, που με το κομπρεσέρ τα βρήκε και κατόπιν διάβασα το κείμενο από τον αρχαιολόγο Ευθύμιο Μαστροκώστα. Είχα κάνει κάποιες προσπάθειες να συναντήσω τον αρχαιολόγο, τον έψαξα κάπου στη Φρεατύδα, που έμενε γύρω στο 1994, αλλά όμως δεν τα κατάφερα να τον συναντήσω.
Τώρα με το βιβλίο του Δρόσου Κραβαρτόγιαννου ενημερώνομαι ότι ο αρχαιολόγος Ευθ. Μαστροκώστας έφυγε από τη ζωή στις 20 Αυγούστου το 1998.
Έτσι προχωρώ, παράλληλα, με τα στοιχεία του αρχαιολόγου να δώσω και κάποια πράγματα του ατόμου που βρήκε αυτούς τους «Χάλκινους θεούς του Πειραιά», αποκαθιστώντας μια παράλειψη αθέλητη, αλλά και δικαίωση μετά θάνατο.
Ο άνθρωπος που βρήκε τους θεούς λεγόταν Στυλιανός Εκτ. Λαμπρινίδης. Ήταν γεννημένος στη νήσο Μήλο και εργαζόταν στην εταιρεία Υδραυλικών και Εξυγιαντικών Έργων.
Στο δημοσίευμα του αρχαιολόγου αναφέρονταν ονόματα προϊσταμένων του Οργανισμού και όχι του ανθρώπου που τα βρήκε. Θα παρουσιάσω κάποια στοιχεία από αυτό τον τόμο στη μνήμη του αρχαιολόγου Ευθύμιου Μαστροκώστα μετά από αυτή την Ημερίδα, που έγινε στην Ιτέα στις 19-1-2005.
Στα «Φωκικά Χρονικά» ο Δρόσος Κραβαρτόγιαννος γράφει:
Ευθύμιος Μαστροκώστας (Ο βίος και το αρχαιολογικό του έργο)
Ημερίδα – Ιτέα – 19-1-2005
Ο Ευθύμιος Ιωάννου Μαστροκώστας, έφορος αρχαιοτήτων, γεννήθηκε στην Ιτέα Φωκίδας, τον Μάρτιο του 1915.
Πήρε πτυχίο από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας, το 1938 και μετεκπαιδεύτηκε στο Μόναχο το 1955-1957. Έκανε επιμελητής αρχαιοτήτων το 1963 και υπηρέτησε στους Δελφούς, Αχαΐα, Αιτωλοακαρνανία και Αττική.
Eίχε γράψει πολλές αρχαιολογικές μελέτες, όπως: Νέος δελφικός λογαριασμός, Η στήλη των εν Σικελία Πεσόντων, Προϊστορικοί συνοικισμοί εν Εσπερία, Λοκρίδι, Φωκίδι και Βοιωτία, Αλαβαστράτου 700 π.Χ. εκ της ανασκαφής του βωμού του Διός, επί της κορυφής της Πάρνηθος. Ελληνικαί και λατινικαί επιγραφαί Αχαΐας και Αρκαδίας. Επιγραφαί Εσπερίας, Λοκρίδος, Αιτωλίας, Φωκίδας, Δορίδος και Μαλίδος, Μεσαιωνικά μνημεία Αττικής, Φωκίδος και Μαγνησίας, επιστήματα εκ Μυρρινούντος.
Eίχε πάρει μέρος σε αρχαιολογικές ανασκαφές στη Φωκίδα, Αχαΐα, Αιτωλοακαρνανία και Αττική και είναι ιδρυτής των Μουσείων Αγρινίου και Θυρρείου. Ακόμη μέλος της Aρχαιολογικής Eταιρείας των Αθηνών και του Deutsches Archaologisches Institut.
Είχε πάρει μέρος σε διεθνή συνέδρια. Β΄ (1973) και Γ΄ (1977) Συμπόσιο για την Αρχαία Μακεδονία Α΄ Πελοποννησιακών Σπουδών (1975), XV Βυζαντινών Σπουδών (1976) και είχε τιμηθεί με μετάλλιο Πολέμου 1940-41 και Εξαιρέτων Πράξεων (1950). Γνώστης της γαλλικής, γερμανικής, αγγλικής και ιταλικής.
Από τα κείμενα βγαίνει το συμπέρασμα ότι αυτός ο σοφός σκαπανέας του αρχαίου πολιτισμού μας δείχνει κάποιες στιγμές του ιδιόρρυθμες.
Ο Δρόσος Κραβαρτόγιαννος θα μας αναφέρει στο κείμενό του: «Στιγμιότυπα από τη γνωριμία μου με τον Θύμιο Μαστροκώστα».
«…Βρήκες κάτι ενδιαφέρον, κύριε Θύμιε; τον ρωτούσα.
– Όλο και κάτι βρίσκω, μου απάντησε και άλλαζε κουβέντα.
Εκείνη την ημέρα τον προκάλεσα, κατά κάποιον τρόπο, να μου πει αν είχε μορφώσει γνώμη για το πού βρίσκονταν οι αρχαίες πόλεις των Εσπερίων Λοκρών Χάλαιον ή Χάλειον και Οιάνθη ή Οιάνθεια.
Ξέρω, μου απάντησε, αλλά δεν το αποκαλύπτω. Μια μέρα, ενώ είχε σηκωθεί και ετοιμαζόταν να φύγει, μπήκαν στο φαρμακείο τρεις νέες κοπέλες αρχαιολόγοι που υπηρετούσαν στην Αρχαιολογική Περιφέρεια Δελφών.
Έκανα τις συστάσεις. Οι κοπέλες είπαν το τυπικό «Χαίρω πολύ». Ο κύριος Θύμιος κούνησε το κεφάλι προς τα κάτω μ’ ένα χαμόγελο, κράμα ευγένειας και αμηχανίας, χωρίς να προτείνει το χέρι.
– Κάτσε λίγο κύριε Θύμιο, του είπα, τώρα που ομόρφυνε η ατμόσφαιρα.
– Όχι, φεύγω, είναι αργά, αποκρίθηκε και σηκώνοντας το χέρι σαν να χαιρετούσε, τράβηξε προς την πόρτα και έφυγε με το ίδιο αργό βήμα.
Οι κοπέλες δεν έκρυψαν την απογοήτευσή τους, κυρίως για την αμφίεση του κυρ-Θύμιου που τη θεώρησαν επιεικώς απαράδεκτη.
Μάταια προσπάθησα να επαναλάβω τη γνωστή φράση ότι «τα ρούχα δεν κάνουν τον άνθρωπο». Αλλιώς είχαν πλάσει με τη φαντασία τους αυτό τον γίγαντα της επιστήμης και της έρευνας…»
Γράφει στην εφημερίδα «Βήμα» 26/7/1959.
«…Ήτο λοιπόν κάτι το ασυνήθιστον, όταν ο φύλαξ Αρχαιοτήτων Πειραιώς Δημ. Καλαντώνης με ειδοποίησεν από τηλεφώνου, το πρωί του περασμένου Σαββάτου ότι εις τον Πειραιά, παρά την Αγία Τριάδα, ευρέθησαν το χέρι και τα πόδια χάλκινου αγάλματος εις φυσικόν μέγεθος.
Είναι ήδη γνωσταί αι συνθήκαι ευρέσεως από τους εργάτας Ανδρέαν Σακελλίου και Νικόλαον Κορδονόρην κατά τας εργασίας κατασκευής υπονόμου, παρά της Eταιρείας Yδραυλικών και Eξυγιαντικών Έργων, τας οποίας εργασίας χρηματοδοτεί και ο ΟΛΠ.
Και πάλιν όμως δεν εφανταζόμουν ότι θα είναι ακέραιον το άγαλμα. Κάτι θα του έλειπε. Και όταν μετ’ ολίγον εις τας 11 το πρωί είδα το γυμνό γυναικείο χέρι σπασμένο στον καρπό από το κομπρεσέρ και το πόδι (του κούρου) πλακωμένο από τη μαρμάρινη στήλη (την ερμαϊκή στήλη) υπέθεσα από το υπερφυσικόν μέγεθος του χεριού ότι θα ανήκεν εις Ρωμαίαν. Δίπλα εις τα πόδια του κούρου (το εν μόνο εφαίνετο), μου έδειξαν ένα μέρος του προσώπου της κόρης.
Είχαν την εντύπωση ότι όλα τα πρώτα ευρεθέντα χέρι, πόδια και κεφάλι ανήκον εις εν άγαλμα. Τα εκαλύψαμεν εκ νέου δια να απελευθερώσωμεν τα τμήματα, που ήταν κάτω από τον ασφαλτοστρωμένον δρόμον. Οι παριστάμενοι εκ της Eταιρείας Yδραυλικών και Eξυγιαντικών Έργων μηχανικός κ. Μ. Παπαδάκης, ο επόπτης κ. Ιππ. Τερζής και άλλοι, των οποίων δεν συνεκράτησα τα ονόματα, καθώς και ο αντιπρόσωπος του υπουργείου Δημοσίων Έργων κ. Μάρκος Γράψας έθεσαν εις την διάθεσίν μου όλα τα μέσα…».
Και συνεχίζει ο μεγάλος αρχαιολόγος στο γραπτό του κείμενο:
«…Μετά τον Μιθριδάτην πρέπει να χρονολογηθεί η αρπαγή των χαλκίων αγαλμάτων που εγκαταλείφθησαν, διότι έπιασε φωτιά η αποθήκη του λιμένος του Πειραιώς όπου ήταν έτοιμα προς φόρτωσιν…
…Ήθελε ο Σύλλας να στολίσει τους ναούς της Ρώμης με αγάλματα θεών. Και από τους θεούς αυτούς, είναι οι ολίγον μεγαλύτεροι του φυσικού μεγέθους χάλκινοι θεοί του Πειραιώς. Τους μετέφεραν εις το Μουσείο Πειραιώς ολίγον μετά τας 5 το απόγευμα της 18ης Ιουλίου.
Είναι ένας Απόλλων γυμνός, ύψους 1,92 μ., που κρατά με το αριστερό χέρι τόξον και με το δεξί σπεύδει με φυάλην, ένα είδος πιάτου με χείλη ψιλά 1-2 εκ. Είναι ώριμον αρχαϊκόν έργον του τελευταίου τετάρτου του έκτου αιώνος προ Χριστού. Και μία Άρτεμις με μακρόν χιτώνα (ύψους 1,98 μ.) σπεύδουσα και αυτή με φυάλην που κρατούσε με το δεξί χέρι, πρώιμον ελληνιστικόν έργον διακόσια χρόνια νεώτερον του Απόλλωνος…».
Και κλείνει ο Ε. Μαστροκώστας με τούτες τις λέξεις αυτό το κείμενο.
«Είναι άφθαστη η χαρά του αρχαιολόγου που ευρίσκει τόσον αφάνταστα ευρήματα. Περί αυτών όμως, άλλοτε περισσότερα».
Τα ίδια αυτά λόγια άκουσα και από τον αείμνηστο σήμερα Μανόλη Ανδρόνικο σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις, που μου παραχώρησε στις 2 Γενάρη το 1991, χαρίζοντας μια αφιέρωση στο βιβλίο «Βεργίνα» και τονίζοντας αυτά τα σπουδαία ευρήματα, όταν τα έφερε στο φως. Εδώ υπάρχει μια διαφορά. Ο μεν Ε. Μαστροκώστας στο συγκεκριμένο παρέλαβε, διότι στο φως τα έφερε ο Στυλιανός Λαμπρινίδης τυχαία με το κομπρεσέρ όπως το αναφέρει και ο ίδιος ο αρχαιολόγος, ενώ ο Μ. Ανδρόνικος τα βρήκε σκάβοντας με την ομάδα του σε μια εποχή που τεκμηρίωνε την ελληνικότητα της Μακεδονίας.
Βαγγέλης Θεμ. Λαμπρινίδης