Ελληνικό… χρώμα αποκτά πλέον η εγχώρια αγορά καυσίμων, μετά και την πρόσφατη απόφαση της Shell ν’ αποχωρήσει από τη χώρα μας. Είχε προηγηθεί η «έξοδος» της BP, η οποία εκχώρησε τα πρατήρια και τους αποθηκευτικούς χώρους της στα ΕΛ.ΠΕ.
Για τη συμφωνία Motor Oil – Shell η πρώτη κατέβαλε το ποσό των 245,6 εκατ. ευρώ (πιθανότατα θα καλυφθεί μέσω τραπεζικού δανεισμού, λόγω της ισχυρής πιστοληπτικής ικανότητας που διαθέτει ο όμιλος), στο οποίο αποτιμώνται τα εξής περιουσιακά στοιχεία της δεύτερης:
● Διακίνηση και εμπορία καυσίμων, μέσω του δικτύου των περίπου 700 πρατηρίων καυσίμων που φέρουν το σήμα της Shell.
● Ιδιόκτητες αποθηκευτικές ε-γκαταστάσεις καυσίμων, συνολικής χωρητικότητας 137.000 κυβικών μέτρων σε Καλοχώρι, Αμφιλοχία, Πέραμα, Χανιά, Αλεξανδρούπολη και Ρόδο.
● Εγκατάσταση ανάμιξης και παρασκευής λιπαντικών στο Πέραμα.
● Αποθήκευση και διανομή χημικών.
● Το 49% της εμπορίας αεροπορικών καυσίμων.
● Το 100% των μετοχών της Shell Gas, εταιρείας μέσω της οποίας ο όμιλος Shell δραστηριοποιείται στον κλάδο του υγραερίου.
Με βάση την παραπάνω συμφωνία, η Motor Oil θα διατηρήσει το εμπορικό σήμα της Shell στα πρατήρια υγρών καυσίμων για περίοδο τουλάχιστον πέντε ετών.
Αξίζει ν’ αναφερθεί ότι από τα περίπου 700 πρατήρια της Shell, τα 50 είναι ιδιόκτητα, ενώ περίπου 200 διαχειρίζονται από την ίδια την εταιρεία μέσω της θυγατρικής της «Μυρτέα».
Με τα νέα πλέον δεδομένα η εγχώρια αγορά, με αμιγώς ελληνικό ανταγωνισμό, θα κυριαρχείται από δύο μεγάλους ομίλους, αυτούς των ΕΛ.ΠΕ. και της Motor Oil, τα μερίδια των οποίων -μετά και τις πρόσφατες εξαγορές- διαμορφώνονται σε περίπου 31% και 22% αντιστοίχως στην αγορά πετρελαιοειδών και σε 75% και 25% αντιστοίχως στην αγορά διύλισης.
Σημειώνεται ότι ο τομέας των λιπαντικών της Shell πέρασε στην εταιρεία «Π. Πετρόπουλος», έναντι του ποσού των περίπου 14 εκατ. ευρώ, ενώ ο διεθνής όμιλος θα διατηρήσει εντός των ελληνικών συνόρων μόνο το 51% της εταιρείας αεροπορικών καυσίμων.
Για την ιστορία, πάντως, αναφέρεται ότι οι αποφάσεις των BP και Shell να εγκαταλείψουν την ελληνική αγορά αποδίδεται σε σειρά παραγόντων, μεταξύ των οποίων η συρρίκνωση των μεριδίων τους, η ένταση του ανταγωνισμού από τις μικρότερες ελληνικές
Θάνος Σταθόπουλος