Ένας θεσμός του παρελθόντος έχει επανέλθει εδώ και δύο χρόνια στην Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Πρόκειται για τον κύκλο συναυλιών για νέους σολίστ που δίνει την ευκαιρία σε νέους μουσικούς να αρχίσουν με τον ιδανικότερο τρόπο την καριέρα τους. Οι σολίστ επιλέγονται κατόπιν ακροάσεων και ερμηνεύουν έργα διάσημων συνθετών σε συνεργασία με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών.
Του Γιάννη Γιαννόπουλου, πιανίστα με δίπλωμα από το Ωδείο Αθηνών
και μεταπτυχιακές σπουδές στη Βασιλική Ακαδημία του Λονδίνου.
Την Παρασκευή 5 Ιουνίου, λοιπόν, έκλεισε ο φετινός κύκλος συναυλιών για νέους σολίστ με μία εξαιρετική συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Οι σολίστ Άγις Καλαβρυτινός (πιάνο), Αλέξανδρος Μιχαηλίδης (κλαρινέτο), Δημήτρης Γκόγκας (τρομπέτα), Θεοδώρα-Σάντρα Παναγιωτίδου (βιολοντσέλο) και Λαέρτης Κοκολάνης (βιολί), υπό τη διεύθυνση του Ηλία Βουδούρη, ερμήνευσαν έργα των M. Ravel, N. Westlake, A. Arutiunian, E. Bloch και A. Chatchaturian αντίστοιχα.
Η συναυλία άνοιξε με το κονσέρτο για πιάνο και ορχήστρα σε Σολ μείζονα του Ραβέλ. Η ζωντάνια και το ανάλαφρο ύφος της εισαγωγής του κονσέρτου σε συνδυασμό και με την ατμοσφαιρική είσοδο του πιάνου κάλυψαν ιδανικά όποια –δικαιολογημένη- νευρικότητα λόγω της έναρξης της συναυλίας. Όσο προχωρούσε το κομμάτι, σε συνάρτηση και με τις κορυφώσεις αλλά και τους ξεχωριστούς ρυθμούς, ο Άγις Καλαβρυτινός έδειχνε μια αξιοσημείωτη άνεση στο πιάνο. Το ήρεμο και νοσταλγικό 2ο μέρος έδειξε να είναι συνέχεια μιας σπουδαίας μουσικής παρουσίας του σολίστ. Προς το τέλος και λίγο πριν την είσοδο στο 3ο μέρος, φαινόταν σαν ο στόχος να χανόταν και η μουσική κυλούσε χωρίς κατεύθυνση. Με την έναρξη όμως του θυελλώδους 3ου και τελευταίου μέρους, η κίνηση και η επικοινωνία των μουσικών μεταξύ τους επανήλθαν. Οι δραστήριοι ρυθμοί και το νεύρο που απαιτείτο από το κονσέρτο φανέρωναν την εξαιρετική τεχνική του σολίστα. Το χειροκρότημα του κοινού ήλθε για να επιβραβεύσει μια όμορφη και γεμάτη ζωντάνια ερμηνεία από το σολίστα αλλά και από την ορχήστρα.
Στη συνέχεια, το κονσερτίνο για κλαρίνο και ορχήστρα του Ν. Ουέστλεικ απαιτούσε ένα μικρότερο σύνολο για συνοδεία του σολίστ. Με τίτλο «rare sugar» (σπάνια ζάχαρη), ένα σύγχρονου ρυθμού και μελωδιών κομμάτι γραμμένο τον 21ο αιώνα από τον Αυστραλό συνθέτη, περιελάμβανε ένα σύνολο εγχόρδων και ένα πιάνο που συνόδευαν το σόλο κλαρινέτο. Πρόκειται για ένα κομμάτι πρωτόγνωρο στο άκουσμα, με πολλά στοιχεία τζαζ και ως προς τους ρυθμούς αλλά και τις αρμονίες της μουσικής του. Ο Αλέξανδρος Μιχαηλίδης εδειξε μεγάλες ικανότητες, αναδεικνύοντας την τεράστια ποικιλία ήχου του οργάνου και φανερώνοντας μεγάλη ηχητική αλλά και τεχνική ευελιξία. Την παράσταση έκλεψε και ο πιανίστας που συνόδευε με εξαιρετική αίσθηση του ύφους του κομματιού και με μοναδικές δεξιότητες πάνω στα εκπληκτικής δυσκολίας μέρη του πιάνου.
Το πρώτο μέρος της συναυλίας έκλεισε με το κονσέρτο για τρομπέτα και ορχήστρα του Αλεξάντερ Αρουτιουνιάν. Ο νεαρός Δημήτρης Γκόγκας, αν και αρχικά αμήχανος πάνω στη σκηνή, φανέρωνε μεγάλη σιγουριά ως προς το έργο. Παρότι η ορχήστρα μεγάλωνε σε ένταση και κινδύνευε να τον καλύπτει ηχητικά, ο νεαρός τρομπετίστας ανταποκρινόταν άριστα και εκμεταλλευόταν κάθε δυνατότητα που του έδινε το όργανό του. Στην cadenza λίγο πριν το τέλος του κονσέρτου, ο σολίστ ήταν εντυπωσιακός. Απαλλαγμένος πια από οποιοδήποτε άγχος, αποκομμένος από οτιδήποτε γύρω του και πλήρως συγκεντρωμένος στο δεξιοτεχνικό μέρος του, έδειξε τις μεγάλες σολιστικές του ικανότητες και δικαίως απέσπασε θερμότατο χειροκρότημα αμέσως μετά τη μεγαλοπρεπή ολοκλήρωση του κονσέρτου.
Το 2ο μέρος της συναυλίας περιελάμβανε δύο σολίστ της κατηγορίας των εγχόρδων. Ξεκίνησε με την εβραϊκή ραψωδία του Bloch για βιολοντσέλο και ορχήστρα. Αν και εμφανώς κουρασμένοι από το μεγάλης έκτασης πρόγραμμα, ο μαέστρος και κατ’ επέκταση η ορχήστρα δημιούργησαν την κατάλληλη ατμόσφαιρα ούτως ώστε να ακουστεί η σολίστ ως ένας νέος ήχος στα αυτιά του κοινού. Η ραψωδία είναι ένα πολύ ατμοσφαιρικό κομμάτι με μεγάλες ηχητικές αντιθέσεις και συχνή εναλλαγή συναισθημάτων στηριζόμενη στο βάθος του ήχου κυρίως των εγχόρδων, αλλά και τη μεγαλειώδη παρουσία των πνευστών. Η Θεοδώρα-Σάντρα Παναγιωτίδου κατάφερε να εναρμονιστεί πλήρως με το μεγάλο ήχο της ορχήστρας και με το βαθύ παίξιμό της, αλλά και με τη δύναμη και το πάθος στις μελωδίες της, έδειχνε πολύ σίγουρη και αποφασιστική πάνω στη σκηνή.
Το πρόγραμμα έκλεισε με το διάσημο κονσέρτο για βιολί του Chatchaturian. Η αυτοκρατορική εισαγωγή προετοίμασε ιδανικά το έδαφος για τη δραστήρια και ανήσυχη είσοδο του βιολιού στο κονσέρτο. Εκτός από τις σπουδαίες τεχνικές ικανότητες που έδειξε, ο Λαέρτης Κοκολάνης φάνηκε πολύ ψύχραιμος πάνω στη σκηνή και εντυπωσίασε με τον πολύ γλυκό αλλά και δυνατό ήχο του. Η ορχήστρα συνέχιζε να δυναμώνει τον ήχο της δυσκολεύοντας το έργο του σολίστ, αλλά η κούραση του μαέστρου και των ίδιων των μουσικών δεν τους επέτρεπε να προσαρμοστούν καταλληλότερα ώστε να ισορροπήσουν περισσότερο με το μέρος του βιολιού. Πέραν της ηχητικής αστάθειας, αυτό που δυσχέραινε το έργο του ήταν το γεγονός ότι ενίοτε η ορχήστρα έπαιζε με τέτοιο τρόπο που δεν τον ακολουθούσε, ως είθισται. Εκεί όμως φάνηκε ο σπουδαίος επαγγελματισμός του, αφού κατάφερνε να προσαρμόζεται σε κάθε περίπτωση ανάλογα με τις απαιτήσεις. Η εγρήγορση που έδειξε αλλά και το χάρισμά του να «επικοινωνεί» μέσω του παιξίματός του με το κοινό ενώ την ίδια στιγμή παρακολουθούσε την ορχήστρα, ήταν τα κύρια στοιχεία που ώθησαν το πολυπληθές κοινό να τον καταχειροκροτήσει μετά το τέλος του κονσέρτου.
Εν κατακλείδι, οφείλουμε να συγχαρούμε πρωτοβουλίες σαν και αυτήν των συναυλιών για τους νέους σολίστ, διότι είναι αφενός ένας εξαιρετικός τρόπος να μυούνται μουσικοί νεαρής ηλικίας στη διαδικασία συναυλιών με ορχήστρα αμέσως μετά από τις σπουδές τους, αφετέρου αποτελεί δικαίωση των αναμφισβήτητα μεγάλων κόπων που έχουν καταβάλει για να φτάσουν σε αυτό το υψηλό –όπως απεδείχθη περίτρανα– επίπεδο.