O τομέας της Παιδείας είναι τόσο κεφαλαιώδης, κρίσιμος και πολυεπίπεδος για μια χώρα, ώστε θα χρειάζονταν ώρες επί ωρών συζήτησης για να αγγίξει κανείς όλες τις παραμέτρους. Πόσω μάλλον όταν έχει την ευκαιρία να έχει ως συνομιλητή του την υπουργό Παιδείας.
Ως εκ τούτου, η συνέντευξή μας με τη Νίκη Κεραμέως αναγκαστικά επικεντρώθηκε γύρω από την τρέχουσα εκπαιδευτική επικαιρότητα: Δίχρονη προσχολική εκπαίδευση, στελέχωση και υποδομές των σχολείων, υποδοχή και ενσωμάτωση των προσφυγόπουλων στις τάξεις, πανεπιστημιακό άσυλο και το νέο κυβερνητικό πλάνο για την ορθολογικότερη και πιο παραγωγική λειτουργία των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων απασχόλησαν και συνεχίζουν να απασχολούν τον δημόσιο διάλογο.
Η υπουργός απαντά διεξοδικά στις σχετικές ερωτήσεις μας, εκφράζοντας, παράλληλα, την πίστη της στις δυνατότητες του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος.
Συνέντευξη: Γιάννης Μπεθάνης
Κυρία Κεραμέως, θα ήθελα να ξεκινήσουμε από τα πρόσφατα αποτελέσματα του διαγωνισμού PISA του ΟΟΣΑ, καθώς οι Έλληνες μαθητές κατέγραψαν χαμηλές επιδόσεις σε βασικά γνωστικά αντικείμενα, χειρότερες και από εκείνες του αμέσως προηγούμενου διαγωνισμού. Σας προβληματίζει το επίπεδο της εκπαίδευσης στη χώρα μας; Και πώς μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο;
Τα αποτελέσματα του διαγωνισμού PISA, με έτος αναφοράς το 2018, αποτυπώνουν σε μεγάλο βαθμό χρόνιες παθογένειες του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Χρειάζονται δομικές και ουσιαστικές παρεμβάσεις, ξεκινώντας από τα «θεμέλια», δηλαδή από το ίδιο το νηπιαγωγείο. Έχει αποδειχθεί ότι οι γνώσεις και εμπειρίες που προσλαμβάνουν τα παιδιά μέχρι την ηλικία των 6 ετών παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ψυχοκοινωνική και παιδαγωγική ανάπτυξή τους, στη μετέπειτα πορεία της ζωής τους και βελτιώνουν σημαντικά τις μελλοντικές μαθησιακές τους επιδόσεις σε κρίσιμες δεξιότητες.
Θέλουμε λοιπόν να δώσουμε έμφαση στην καλλιέργεια ήπιων δεξιοτήτων, όπως η κριτική σκέψη και η συνεργατικότητα. Να εντάξουμε στο σχολικό πρόγραμμα σπουδών νέες θεματικές που διαμορφώνουν πιο ολοκληρωμένες προσωπικότητες και προσδίδουν στους μαθητές μας πιο εμπλουτισμένες γνώσεις σε περισσότερα γνωστικά πεδία. Να επιβραβεύεται η επιδίωξη για συνεχή αυτοβελτίωση και όχι να συντηρούνται πρότυπα ήσσονος προσπάθειας που επιφέρουν μια εξίσωση προς τα κάτω. Οι πρωτοβουλίες μας υπηρετούν αυτή τη λογική. Πιστεύω πως σε βάθος χρόνου, με μέθοδο και συνέπεια, μπορούμε να βελτιώσουμε το επίπεδο των δεξιοτήτων των μαθητών μας.
Τα συνήθη προβλήματα στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση συναντώνται σε δύο, κυρίως, τομείς: Στις σχολικές υποδομές και την επαρκή στελέχωση με εκπαιδευτικό προσωπικό. Ας ξεκινήσουμε από τον πρώτο τομέα που σχετίζεται άμεσα με τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, στους οποίους έχει μεταφερθεί η αρμοδιότητα της συντήρησης και κατασκευής σχολικών υποδομών. Πώς θα αξιολογούσατε την αποδοτικότητα του «μοντέλου» «Υπουργείο Παιδείας – Υπουργείο Εσωτερικών – ΚτΥπ Α.Ε. – ΟΤΑ», ειδικά στην εφαρμογή της δίχρονης υποχρεωτικής προσχολικής εκπαίδευσης;
Η συνεργασία μας με τους ΟΤΑ και την ΚΕΔΕ έχει υπάρξει ως σήμερα πολύ καλή. Ορίσαμε ως προτεραιότητα την εφαρμογή της δίχρονης υποχρεωτικής προσχολικής εκπαίδευσης, με στόχο κανένα παιδί να μη μείνει εκτός δομών. Για τον λόγο αυτόν, ήδη από τις πρώτες ημέρες μας στην ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων πραγματοποιήσαμε συνάντηση με τον υφυπουργό Εσωτερικών και τον πρόεδρο της ΚΕΔΕ, για να συζητήσουμε τις λεπτομέρειες. Πράγματι, ενώ τότε 52 από το σύνολο των 116 Δήμων δήλωναν μερική ή ολική αδυναμία εφαρμογής του μέτρου, με προσπάθεια όλων των πλευρών, επιτεύχθηκε να μειώσουμε σημαντικά τον αριθμό αυτόν και εν τέλει μόλις 13 Δήμοι να μην είναι σε θέση να εφαρμόσουν πλήρως στη φετινή χρονιά τη δίχρονη υποχρεωτική προσχολική εκπαίδευση.
Στο δεδομένο πρόβλημα της επαρκούς στελέχωσης με εκπαιδευτικούς, είτε μόνιμους είτε αναπληρωτές, με ποια φιλοσοφία και ποιον σχεδιασμό το αντιμετωπίζετε;
Ας ξεκινήσουμε με το τι παραλάβαμε αναλαμβάνοντας το υπουργείο. Η ανερμάτιστη πολιτική της προηγούμενης κυβέρνησης δημιουργούσε νέα προβλήματα αντί να τα επιλύει. Επέφερε μια σειρά από αλλαγές, χωρίς να προβλέψει τη συνεπαγόμενη ραγδαία αύξηση στις ανάγκες σε εκπαιδευτικό προσωπικό. Για παράδειγμα, εισήγαγαν τη δίχρονη υποχρεωτική προσχολική εκπαίδευση σε 116 Δήμους της χώρας, χωρίς όμως να προβλέψουν τις απαραίτητες πιστώσεις για την κάλυψη αναγκών σε νηπιαγωγούς. Μείωσαν από 25 σε 22 τους μαθητές ανά τμήμα στην Α’ Δημοτικού, αυξάνοντας τον αριθμό των τμημάτων και συμπαρασύροντας τις πρόσθετες ανάγκες σε προσωπικό. Προσέθεσαν 4η Ομάδα Προσανατολισμού στην Γ’ Λυκείου, δημιουργώντας επιπλέον, κυρίως ολιγομελή, τμήματα σε όλη την Επικράτεια. Και θα μπορούσα να σας παραθέσω και άλλα παραδείγματα επιλογών προχειρότητας και ελλιπούς προγραμματισμού.
Τι κάναμε εμείς όμως και πώς αντιμετωπίσαμε τα προβλήματα; Βρήκαμε τις αναγκαίες πιστώσεις, κάναμε έναν συνεκτικό σχεδιασμό και προχωρήσαμε στην πρόσληψη αναπληρωτών, ενώ παράλληλα προχωρήσαμε σε ένα ρεκόρ προσλήψεων στην Παράλληλη Στήριξη, υλοποιήσαμε τη σύσταση πολυάριθμων ολιγομελών τμημάτων Ομάδων Προσανατολισμού στην Γ’ τάξη Γενικού Λυκείου και ολιγομελών τμημάτων ΕΠΑΛ.
Δεν μείναμε όμως εκεί. Βάσει ενός ολοκληρωμένου κυβερνητικού σχεδιασμού επισπεύσαμε τους 4.500 διορισμούς στην Ειδική Αγωγή και θα ακολουθήσουν 5.250 μόνιμοι διορισμοί στη Γενική Εκπαίδευση το 2020 και άλλοι 5.250 μέσα στο 2021. Συνολικά η δημόσια εκπαίδευση θα ενισχυθεί την επόμενη διετία με 15.000 νέους εκπαιδευτικούς.
Άμεσα συνδεδεμένες με τα παραπάνω είναι η υποδοχή, ένταξη και ενσωμάτωση μεταναστών /προσφύγων στα σχολεία της χώρας, με μια δεδομένη και αντικειμενική δυσκολία: Την άγνοια ή ανεπαρκή γνώση της ελληνικής γλώσσας. Υπάρχουν επαρκείς υποδομές, στελέχωση και πρόγραμμα, προκειμένου να επιτευχθεί μια ισορροπημένη εκπαιδευτική διαδικασία, που αφενός θα προσφέρει γνώσεις στα παιδιά αυτά, αλλά ταυτόχρονα δεν θα έχει επιπτώσεις στο προβλεπόμενο πρόγραμμα για τους υπόλοιπους μαθητές;
Πρόκειται για ένα λεπτό ζήτημα που χειριζόμαστε με τα συναρμόδια υπουργεία, με τη δέουσα ευαισθησία αλλά και την προσοχή που απαιτούν τέτοιου είδους πολιτικές. Καλούμαστε να διαχειριστούμε έναν επιπλέον αριθμό μαθητών με διαφορετικές προσλαμβάνουσες, που πρέπει να εναρμονιστούν σε ένα νέο περιβάλλον, να ενταχθούν σε μια μαθητική κοινότητα με άλλα χαρακτηριστικά από εκείνα των χωρών καταγωγής τους, με την όσο το δυνατόν πιο μικρή διαταραχή της μαθητικής καθημερινότητας.
Τα στοιχεία ως σήμερα είναι ενθαρρυντικά: το πρώτο τρίμηνο του σχολικού έτους 2019-2020 λειτούργησαν 103 Δομές Υποδοχής και Εκπαίδευσης Προσφύγων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με 1.963 εγγεγραμμένους μαθητές/τριες αιτούντες άσυλο, ενώ στις σχολικές μονάδες με Τάξεις Υποδοχής στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια έχουμε 2.458 εγγεγραμμένους μαθητές/τριες αιτούντες άσυλο, και άλλους 3.187 εγγεγραμμένους στις σχολικές μονάδες χωρίς Τάξεις Υποδοχής πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας. Αξίζει να σημειωθεί πως η διαδικασία ένταξης των παιδιών στο σχολείο είναι δυναμική και διαρκώς μεταβαλλόμενη, λόγω της αυξημένης κινητικότητας των πληθυσμών.
Προβλήματα επισημαίνονται το τελευταίο διάστημα και στο θέμα της αμοιβής των καθαριστριών των σχολείων, καθώς αναφέρονται μεγάλες καθυστερήσεις στην καταβολή των δεδουλευμένων τους. Τι απαντάτε;
Στις 10 Ιουνίου 2019, εν μέσω προεκλογικής περιόδου, ο ΣΥΡΙΖΑ, κυβέρνηση τότε, ενέταξε τις σχολικές καθαρίστριες στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα. Όμως, δεν προέβλεψε για την εν λόγω μετατροπή του εργασιακού τους καθεστώτος τις απαραίτητες πιστώσεις, οι οποίες υπερβαίνουν το 1.000.000 ευρώ. Επιπλέον, ο αρμόδιος φορέας, το ΙΝΕΔΙΒΙΜ, είχε εισηγηθεί στην τότε κυβέρνηση να συμπεριλάβει ένα επιπλέον έτος στις περσινές Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις, που αφορούσαν αφ’ ενός στον καθορισμό του μέγιστου αριθμού των ανθρωποωρών απασχόλησης για το έργο των σχολικών καθαριστριών, αφ’ ετέρου στον τρόπο διαχείρισης χρηματοδοτήσεων με αναδόχους καθαριστές, καθαρίστριες και συνεργεία καθαρισμού.
Αυτό δεν έγινε δεκτό, με αποτέλεσμα να μην είχαν βγει οι ΚΥΑ και να καθυστερήσει έτι περαιτέρω η διαδικασία πληρωμής. Η κυβέρνησή μας κάλυψε όλες αυτές τις εκκρεμότητες: βρήκαμε χρήματα για να καλύψουμε τα βαρέα και ανθυγιεινά, τα οποία δεν είχαν προβλεφθεί, και εκδώσαμε τις απαραίτητες κοινές υπουργικές αποφάσεις, ενώ ήδη έχει ξεκινήσει η καταβολή των οφειλομένων.
Μια άμεση πρόκληση με την οποία ήρθατε αντιμέτωπη ως υπουργός, ήταν η «καυτή» υπόθεση του πανεπιστημιακού «ασύλου». Θεωρείτε ότι ο νόμος εφαρμόζεται αποτελεσματικά; Και ποια, τελικά, μπορεί να είναι η «χρυσή τομή», που μπορεί να διαχωρίσει την αποκατάσταση της ομαλής εικόνας και λειτουργίας των ΑΕΙ, από την αίσθηση «αστυνομοκρατίας», η οποία, κατά γενική ομολογία, είναι απολύτως «ξένη» στο ακαδημαϊκό περιβάλλον;
Μακριά από εμάς οποιαδήποτε σκέψη ή πρόθεση για «αστυνομοκρατία» εντός των Ιδρυμάτων. Αυτό που επιθυμούμε και αυτό που προωθούμε είναι η εφαρμογή του αυτονόητου: της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών και της απρόσκοπτης ακαδημαϊκής λειτουργίας. Σε όλες τις χώρες με τις οποίες θέλουμε να συγκρινόμαστε συμβαίνει αυτό, πλην της δικής μας. Η διακίνηση ιδεών δεν μπορεί να είναι συνώνυμο βίας, ανομίας και αυθαιρεσίας. Αυτό επιβάλλει η κοινή λογική, αυτό απαιτεί η ακαδημαϊκή κοινότητα, αλλά και η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών.
Εμείς, λοιπόν, με τη μεταρρύθμιση για το άσυλο, ανταποκρινόμαστε σε ένα καθολικό αίτημα και υλοποιούμε μια προεκλογική μας δέσμευση, χωρίς εκπτώσεις, χωρίς δισταγμούς, χωρίς παρερμηνείες: αποκαθιστούμε το άσυλο στην πραγματική του έννοια, δηλαδή την ελεύθερη διακίνηση ιδεών. Από εκεί και πέρα, σεβόμαστε πλήρως το αυτοδιοίκητο των Ιδρυμάτων και εναπόκειται στις διοικήσεις να κάνουν χρήση των δυνατοτήτων που τους παρέχονται, προκειμένου να εξασφαλιστεί το βέλτιστο ακαδημαϊκό περιβάλλον και αυτό προς όφελος όλων, φοιτητών, καθηγητών και διοικητικού προσωπικού.
Την πρόσφατη εκπαιδευτική επικαιρότητα «μονοπώλησε» το νομοσχέδιο για τη λειτουργία και χρηματοδότηση των ΑΕΙ, καθώς αλλάζουν τα κριτήρια με βάση τα οποία κατανέμονται οι πόροι, ενώ ένα 20% από αυτούς θα δίδονται μετά από αξιολόγηση των δράσεων και στοχεύσεων κάθε σχολής, μέσω ανεξάρτητης Αρχής. Ποια είναι η στόχευση και φιλοσοφία του νόμου και ποιες αντιδράσεις έχετε εισπράξει από τις πρυτανικές Aρχές;
Κύριε Μπεθάνη, η χώρα γυρίζει σελίδα και στην Παιδεία. Και αυτό υλοποιούμε με τη νομοθετική μας πρωτοβουλία. Με πυξίδα τη διαφάνεια και την αντικειμενικότητα, την αξιοκρατία με κριτήρια ποιότητας, την αποκέντρωση εξουσιών αλλά και την ανάγκη για διαμόρφωση του ακαδημαϊκού χάρτη της χώρας μετά από συνεκτικό στρατηγικό σχεδιασμό, προχωράμε στην ίδρυση μιας ενισχυμένης Αρχής με ευρύτερες αρμοδιότητες ουσίας, της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης, σε αντικατάσταση της υφιστάμενης. Κάνουμε ένα σημαντικό βήμα για την ουσιαστική αναβάθμιση των Πανεπιστημίων της χώρας μας, εισάγοντας την πρόβλεψη συγκεκριμένο ποσοστό της χρηματοδότησης να εξαρτάται από την αξιολόγηση. Και αυτό μετά από εισήγηση μιας πλήρως ανεξάρτητης και θεσμικά κατοχυρωμένης Αρχής. Οι αντιδράσεις στο νομοσχέδιο μάς εμψυχώνουν και επιβεβαιώνουν το ορθό και το αναγκαίο της πρωτοβουλίας.
Πότε θα ξεκινήσει η αξιολόγηση από την ΕΘΑΑΕ και ποια είναι τα αντικειμενικά κριτήρια τα οποία προβλέπονται;
Το συντομότερο δυνατό, αμέσως μόλις συσταθεί και εντός του 2020. Προβλέπουμε το 80% της τακτικής χρηματοδότησης των Ιδρυμάτων να βασίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία θα καθορίζει η νέα Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ), όπως για παράδειγμα ο αριθμός των φοιτητών που φοιτά σε κάθε Ίδρυμα, το μέγεθος και η γεωγραφική διασπορά του Ιδρύματος. Το υπόλοιπο 20% θα εξαρτάται από προδιαγεγραμμένους δείκτες ποιότητας, από τους οποίους θα επιλέγει το ίδιο το Ίδρυμα, και εν συνεχεία θα αξιολογείται βάσει αυτών.
Το έργο της ΕΘΑΑΕ επεκτείνεται ωστόσο πέρα από τη χρηματοδότηση. Θα πιστοποιούνται τα προγράμματα σπουδών και πριν την έναρξη της λειτουργίας τους, επίσης θα εξετάζεται αν τα ΑΕΙ πληρούν ποιοτικές προϋποθέσεις για να οργανώνουν προγράμματα σπουδών α’, β’ και γ’ κύκλου. Και οι καινοτομίες της νέας Αρχής δεν σταματούν εδώ: θα ενταχθούν θεματικές και συγκριτικές αξιολογήσεις των Ιδρυμάτων σε κρίσιμα πεδία, όπως π.χ. πρόσβαση των ατόμων με αναπηρία, ηλεκτρονική μάθηση, εξωστρέφεια.
Τέλος, προβλέπεται αυτοτελής αξιολόγηση των ερευνητικών κέντρων των ΑΕΙ. Όπως αντιλαμβάνεστε, μιλάμε για μια γνήσια μεταρρύθμιση που εισάγει την Ανώτατη Εκπαίδευση της χώρας σε μια νέα εποχή, σε μια άλλη αντίληψη και μια διαφορετική νοοτροπία για ένα σύγχρονο, ελεύθερο, αναβαθμισμένο Πανεπιστήμιο.
Θεωρείτε ότι η χρηματοδότηση των ΑΕΙ είναι επαρκής;
Ασφαλώς και επιδιώκουμε να αυξήσουμε την τακτική χρηματοδότηση των Πανεπιστημίων, ώστε να μπορούν, όχι μόνο να καλύπτουν τις λειτουργικές τους ανάγκες, αλλά και να διευρύνουν τις δραστηριότητές τους. Σε κάθε περίπτωση, και θέλω να το επαναλάβω αυτό, θεωρούμε αυτονόητο ότι η τακτική χρηματοδότηση πρέπει να κατανέμεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και δεικτών ποιότητας, και όχι κατά την απόλυτη βούληση του εκάστοτε υπουργού, η οποία δίνει χώρο σε αυθαιρεσίες και πελατειακές σχέσεις.
Κι επειδή για εμάς τα θέματα της αξιολόγησης και των αντικειμενικών κριτηρίων συνιστούν προτεραιότητα, να σας πω ότι ήδη την προηγούμενη εβδομάδα κατανείμαμε τα 7 εκατομμύρια ευρώ της δεύτερης δόσης της πρόσθετης έκτακτης χρηματοδότησης των Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων και της ΑΣΠΑΙΤΕ, με βάση τους ενεργούς προπτυχιακούς φοιτητές, τους μεταπτυχιακούς φοιτητές και τους υποψήφιους διδάκτορες. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν ότι δεν αφήνουμε να πάει ούτε μέρα χαμένη, ώστε επιτέλους να διορθωθούν στρεβλώσεις και πρακτικές του παρελθόντος. Παράλληλος στόχος είναι να νομοθετήσουμε ένα πληρέστερο θεσμικό πλαίσιο για την αξιοποίηση και πρόσθετων χρηματοδοτικών εργαλείων, όπως οι δωρεές προς τα ΑΕΙ που θα ενσωματώνουν φορολογικά κίνητρα, οι επώνυμες έδρες, έσοδα από ευρεσιτεχνίες και άλλα.