Γράφει ο Φώτης Καρύδας: Υποψήφιος Βουλευτής με τη Νέα Δημοκρατία στον Βόρειο Τομέα Αθηνών
Ένα από τα θέματα που απασχολούν τη χώρα μας είναι οι σχέσεις της με την Αλβανία και ιδιαίτερα τα προβλήματα της ελληνικής μειονότητας. Μιας μειονότητας που όχι μόνο δεν απολαμβάνει τα δικαιώματα που προβλέπονται από τον ΟΗΕ, αλλά γίνεται στόχος συνεχών επιθέσεων, με σκοπό την οριστική εξαφάνισή της. Ιδιαίτερα, τα γεγονότα των τελευταίων ημερών με την αφαίρεση των δίγλωσσων πινακίδων, ενισχύουν την άποψη για τη συντονισμένη προσπάθεια αφελληνισμού της περιοχής.
Η παραπάνω στάση έχει τις ρίζες της στην κομμουνιστική εποχή, όταν το καθεστώς Εμβέρ Χότζα επεδίωκε με βάρβαρες μεθόδους τον αφελληνισμό της Βορείου Ηπείρου και την εξαφάνιση του ελληνικού αποτυπώματος από την περιοχή. Η κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος όχι μόνο δεν έφερε την ισονομία και τον σεβασμό των μειονοτικών δικαιωμάτων, αλλά οδήγησε στην υιοθέτηση νέων μεθόδων, που εξυπηρετούσαν τους απώτερους σκοπούς της Αλβανίας, όπως η διευκόλυνση της μετανάστευσης των ομογενών, η αρπαγή περιουσιών, οι εμφανείς διακρίσεις και η προσπάθεια επιβολής αλβανικής ταυτότητας. Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν η συρρίκνωση της ελληνικής παρουσίας, η οικονομική καχεξία και η περιθωριοποίησή της.
Ταυτόχρονα, η ανακίνηση του ανύπαρκτου θέματος των Τσάμηδων και της Τσαμουριάς από διάφορους φορείς στη γειτονική χώρα, οι εμπρηστικές δηλώσεις εθνικιστικών κύκλων και οι χάρτες της «Μεγάλης Αλβανίας» που περιλαμβάνουν την Πρέβεζα, τα Ιωάννινα και τη Θεσπρωτία, τορπιλίζουν τις ελληνοαλβανικές σχέσεις. Σε απάντηση των παραπάνω, η ελληνική κυβέρνηση τηρεί εκκωφαντική σιωπή, με ελάχιστες χλιαρές διαμαρτυρίες. Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε ότι τα σοβαρά κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα, η έλλειψη προοπτικής για τους νέους και η δυσαρέσκεια του πληθυσμού για την κυβέρνηση Ράμα, ρίχνουν νερό στο μύλο του εθνικισμού. Όλα αυτά στιγματίζουν τη χώρα και αποτελούν βασικό εμπόδιο για την υλοποίηση της ευρωπαϊκής της προοπτικής. Σε αυτό το πλαίσιο, όλος ο πολιτικός κόσμος πρέπει να ασχοληθεί με την επίλυση των εκρηκτικών προβλημάτων, την καταπολέμηση της διαφοράς, τη δημιουργία σχέσεων καλής γειτονίας και την οικοδόμηση ενός ευρωπαϊκού προφίλ της χώρας.
Πέραν αυτών, η χώρα μας δεν πρέπει να παραμείνει απαθής μπροστά στις αυθαιρεσίες των αλβανικών κυβερνήσεων, αλλά να πάρει σοβαρά μέτρα για την αντιμετώπιση της κατάστασης. Είναι αναγκαίο να επιβάλει το σεβασμό προς το περιεχόμενο των Συνθηκών αναφορικά με τα μειονοτικά δικαιώματα, ώστε να ανακοπεί η ροή φυγής και να επανέλθει η ομαλότητα. Όλα αυτά όμως προϋποθέτουν την ύπαρξη μιας δυναμικής κυβέρνησης, η οποία ξέρει να επιβάλει τον σεβασμό και να διαπραγματεύεται και να κερδίζει. Γιατί οι ακροβατισμοί, ο ερασιτεχνισμός και οι παλινωδίες στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής έχουν ένα υψηλό τίμημα.
Η ευρωπαϊκή προοπτική, άλλωστε, της Αλβανίας περνάει μέσα από την Ελλάδα, που ως μέλος της ΕΕ θα συναποφασίσει για την ενσωμάτωσή της. Και αυτό είναι και το εργαλείο που θα υποχρεώσει την Αλβανία σε σεβασμό της μειονότητας, αλλά και σε εγκατάλειψη των αλυτρωτισμών, αφού αυτά αποτελούν τις βασικές προϋποθέσεις της ενσωμάτωσης. Είναι, λοιπόν, στο χέρι της χώρας μας να εξασφαλίσει αυτά που δικαιούται και να επιβάλει σχέσεις καλής γειτονίας με την Αλβανία. Αυτό όμως απαιτεί σοβαρή και υπεύθυνη διαπραγμάτευση, από υπεύθυνη κυβέρνηση και όχι επικίνδυνους ερασιτεχνισμούς, όπως έγιναν πρόσφατα με το Μακεδονικό.