Άρθρο του Φώτη Καρύδα υποψήφιου βουλευτή της ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ στον Βόρειο Τομέα Αθηνών
Σύμφωνα με πολλούς, το Μακεδονικό είναι ένα ζήτημα που προέκυψε το 1991, μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και την οικειοποίηση του ονόματος, της ιστορίας και του πολιτισμού της Μακεδονίας από το γειτονικό κρατίδιο. Βέβαια, τα πράγματα είναι διαφορετικά, αφού το Μακεδονικό είναι ένα διαρκές πρόβλημα εδώ και ενάμιση αιώνα. Η γέννηση του ζητήματος σχετίζεται με την εθνική αφύπνιση των Βουλγάρων, που συντελέστηκε κατά τη διάρκεια των ρωσοτουρκικών πολέμων. Τα προνόμια που χορήγησε ο σουλτάνος στους υπόδουλους λαούς με το Διάταγμα Χάτι Χουμαγιούν (1856), αποτέλεσαν αντικείμενο εκμετάλλευσης από τη Ρωσία, η οποία υποκίνησε την αφύπνιση των υπόδουλων σλαβικών λαών και συνέβαλε στην εξάπλωση του σλαβικού και ιδιαίτερα του βουλγαρικού εθνοφυλετισμού.
Οι Βούλγαροι, ως πρώτο βήμα για τη δημιουργία ενός κράτους που θα είχε έξοδο, τόσο στη Μαύρη Θάλασσα όσο και στο Αιγαίο, ίδρυσαν τη Βουλγαρική Εξαρχία, που περιελάμβανε μητροπόλεις σε περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης, με ελληνικούς πληθυσμούς. Η Εξαρχία αναγνωρίστηκε το 1870 με φιρμάνι του σουλτάνου, ύστερα από αφόρητες πιέσεις της Ρωσίας. Με την ίδρυση της Εξαρχίας, ξεκίνησε μια προσπάθεια εκβουλγαρισμού του ελληνικού πληθυσμού της Μακεδονίας και της Θράκης, η οποία διευκολύνεται με την τρομοκρατία που ασκούσαν διάφορες ένοπλες βουλγαρικές συμμορίες, με την ίδρυση βουλγαρικών σχολείων και την τοποθέτηση Βουλγάρων δασκάλων και Εξαρχικών ιερέων.
Το 1877, η ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τους Ρώσους και η υπογραφή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, οδήγησε στη δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας, που περιελάμβανε την Ανατολική Ρωμυλία, τη Δυτική Θράκη και το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής Μακεδονίας. Ευτυχώς για την Ελλάδα, η Συνθήκη δεν εφαρμόστηκε ποτέ, λόγω της αντίδρασης της Αγγλίας και της Αυστροουγγαρίας και αντικαταστάθηκε από τη Συνθήκη του Βερολίνου, που άφηνε τη Μακεδονία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Εκχωρήθηκε όμως καθεστώς αυτονομίας στην Ανατολική Ρωμυλία (Βόρεια Θράκη), την οποία οι Βούλγαροι ενσωμάτωσαν πραξικοπηματικά στο Πριγκιπάτο τους το 1885.
Το 1893 ιδρύεται στην πόλη Ρέσνα, κοντά στα Σκόπια, η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ), που αποσκοπούσε στην απελευθέρωση της Μακεδονίας, με το παραπλανητικό σύνθημα «Η Μακεδονία στους Μακεδόνες». Στην πραγματικότητα, η ΕΜΕΟ αποτελούσε τον Δούρειο Ίππο του βουλγαρικού εθνικισμού, ενώ τα μέλη της, οι κομιτατζήδες, οργανωμένοι σε ληστρικές συμμορίες, τρομοκρατούσαν τον ελληνικό πληθυσμό της Μακεδονίας. Στις 20 Ιουλίου 1903, εκδηλώνεται στο Μοναστήρι η επανάσταση του Ίλιντεν, μια εξέγερση των σλαβόφωνων εναντίον των Οθωμανών, που αποσκοπούσε στην απελευθέρωση της Μακεδονίας και στην προσάρτησή της στη Βουλγαρία, όμως κατεστάλη άμεσα. Αξίζει δε να σημειωθεί, ότι η εξέγερση του Ίλιντεν γιορτάζεται τόσο στη Βουλγαρία όσο και στα Σκόπια.
Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό ποιες θα ήταν οι συνέπειες για τη χώρα μας, εάν είχαμε δεχτεί την πρόταση της κυβέρνησης των Σκοπίων για υιοθέτηση της ονομασίας «Δημοκρατία της Μακεδονίας του Ίλιντεν». Μια πρόταση που έγινε αποδεκτή με τεράστια ικανοποίηση από τα ανιστόρητα και επικίνδυνα στελέχη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και αποσύρθηκε χάρη στη δυναμική αντίδραση της Νέας Δημοκρατίας. Οι ένοπλες συγκρούσεις συνεχίζονται με πολλούς Έλληνες, όπως ο Παύλος Μελάς, να θυσιάζονται για την απομάκρυνση του βουλγαρικού κινδύνου. Τέλος, με τους Βαλκανικούς πολέμους η Μακεδονία απελευθερώνεται από τον Οθωμανικό ζυγό και διανέμεται, με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, μεταξύ Ελλάδας, Σερβίας και Βουλγαρίας.
Με την απελευθέρωση της Γιουγκοσλαβίας από τους Γερμανούς και την κατάληψη της εξουσίας από τον στρατάρχη Τίτο, το κομμουνιστικό καθεστώς προωθεί το αφήγημα σχετικά με την ύπαρξη διακριτής μακεδονικής εθνότητας, της οποίας ένα τμήμα βρίσκεται κάτω από τον ελληνικό ζυγό, ενώ ιδρύεται η Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας.
Στο ερώτημα γιατί ο Τίτο έστρεψε τις προσπάθειές του στη δημιουργία ενός ξεχωριστού έθνους, οι επικρατέστερες απαντήσεις είναι οι παρακάτω:
• Η απόσπαση της συγκεκριμένης περιοχής από τη Σερβία θα αποδυνάμωνε τον σερβικό εθνικισμό.
• Η αποτροπή μιας βουλγαρικής επέμβασης στη Γιουγκοσλαβία, αφού το ομιλούμενο ιδίωμα είναι διάλεκτος της βουλγαρικής, ενώ η μεσαιωνική Βουλγαρία είχε ιστορικούς δεσμούς με την περιοχή.
• Η δημιουργία συνθηκών για μελλοντική ενσωμάτωση, τόσο της ελληνικής Μακεδονίας όσο και της βουλγαρικής (Πιρίν), με απώτερο σκοπό την έξοδο στο Αιγαίο.
Το 1991, η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας έφερε στην επιφάνεια πάλι το ξεχασμένο ζήτημα του Μακεδονικού. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι η σφοδρή αντίδραση από τον σλαβικό πληθυσμό της γειτονικής χώρας, σχετικά με την ταυτότητά της, οφείλεται στην πολυετή προπαγάνδα και στο γεγονός ότι όλες οι γενιές έχουν μεγαλώσει με μια ψεύτικη ταυτότητα. Μια ταυτότητα που τους είναι αδύνατο να την απορρίψουν.
Το θέμα είναι βέβαια, αν η ελληνική κυβέρνηση είχε τη δυνατότητα να θέσει τους δικούς της όρους, σχετικά με την εθνικότητα και τη γλώσσα και αν αυτοί οι όροι γίνονταν αποδεκτοί. Η εκτίμηση είναι ότι μπορούσε, αφού για τη χώρα που αντιμετώπιζε την απειλή της διάλυσης, η ανάγκη άμεσης εισόδου στο ΝΑΤΟ ήταν επιτακτική. Αυτό όμως προϋπέθετε την ύπαρξη μιας σοβαρής κυβέρνησης που θα αγαπούσε πραγματικά την Ελλάδα και θα είχε διαπραγματευτικές ικανότητες. Η ατυχής όμως συγκυρία να γίνει χειρισμός του θέματος από μια ανεύθυνη κυβέρνηση ερασιτεχνών αφήνει παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές, που όλοι ευχόμαστε να μην εξελιχθεί σε μείζον εθνικό θέμα.