H συμβολική και χιλιοσχολιασμένη 8η Μαρτίου, Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, υπενθυμίζει, μεταξύ άλλων, πρωτοπόρες προσωπικότητες για την εποχή και τον τόπο τους. Μια τέτοια ήταν για το Χαλάνδρι των τελευταίων 150 και πλέον χρόνων η Σεβαστή Καλλισπέρη, παιδαγωγός που εισήγαγε σημαντικές καινοτομίες στην ελληνική εκπαίδευση από τη θέση της επόπτριας δημοτικών σχολείων, ενώ δώρισε την περιουσία της για τη δημιουργία μονάδων στην πόλη. Η ίδια γεννήθηκε το 1858 στην Αθήνα. Ο πατέρας της, Νικόλαος, ήταν Καλύμνιος και έλαβε μέρος στην επανάσταση του 1821, ενώ με την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους υπηρέτησε σε υψηλές κρατικές θέσεις, όπως στη θέση του επιθεωρητή των Δημοτικών σχολείων της Σάμου (1830), όπου ίδρυσε πολλά δημοτικά σχολεία, του δικαστή Αθηνών (1844) και του νομάρχη Μεσσηνίας (1855).
Αν και εκείνα τα χρόνια, επικρατούσε η άποψη ότι τα γράμματα ήταν περιττά για τις γυναίκες, μιας και ο προορισμός τους θεωρούνταν ότι ήταν να γίνουν καλές νοικοκυρές και σύζυγοι, εκείνος μετέδωσε την αγάπη και πίστη του για τη μόρφωση στα τρία παιδιά του και ιδιαίτερα στην κόρη του Σεβαστή, την οποία έστειλε σε ένα από τα καλύτερα ιδιωτικά σχολεία της Αθήνας, το «Παρθεναγωγείον Χιλλ».
Η ελληνική πολιτεία είχε μεν θεσμοθετήσει τη δημόσια πρωτοβάθμια εκπαίδευση στην οποία είχαν πρόσβαση και τα δύο φύλα (1834), αλλά η δευτεροβάθμια που απευθυνόταν μόνο στα αγόρια (1836). Την έλλειψη αυτή έσπευσε να καλύψει η ίδρυση ιδιωτικών δευτεροβάθμιων σχολείων θηλέων, των Ανώτερων Παρθεναγωγείων, τα οποία βρίσκονταν στα μεγάλα αστικά κέντρα, είχαν ακριβά δίδακτρα και απευθύνονταν στα κορίτσια των εύπορων αστικών οικογενειών.
Όμως, η διάρκεια των σπουδών ήταν μικρότερη από αυτή των δημόσιων δευτεροβάθμιων σχολείων αρρένων και το πρόγραμμα των μαθημάτων αρκετά υποβαθμισμένο και διαφοροποιημένο, καθώς βασικός του σκοπός ήταν η προετοιμασία των κοριτσιών για τον ρόλο της συζύγου, νοικοκυράς και μητέρας. Στο τέλος των σπουδών, τα Παρθεναγωγεία χορηγούσαν ένα δίπλωμα, το οποίο δεν ήταν αντίστοιχο του απολυτηρίου του δημοσίου Γυμνασίου αρρένων, αφού δεν εξασφάλιζε στις κατόχους του τη δυνατότητα εγγραφής στο Πανεπιστήμιο, τους έδινε, όμως, τη δυνατότητα να εργαστούν ως δασκάλες στα Δημοτικά σχολεία τόσο της Ελλάδας όσο και του αλύτρωτου Ελληνισμού.
Η Σεβαστή Καλλισπέρη τελείωσε τη Σχολή Χιλλ, αλλά δεν μπόρεσε να φοιτήσει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αφού απέρριψαν την αίτησή της, λόγω του ότι οι δευτεροβάθμιες σπουδές της δεν ήταν ακόμη ισότιμες των αγοριών, ενώ η συμφοίτηση φοιτητών και φοιτητριών θεωρούνταν πρόωρη για τα ήθη της Ελλάδας. Μελέτησε με ιδιωτικούς δασκάλους στο σπίτι της, όλα τα μαθήματα του δημόσιου Αρρεναγωγείου και κατάφερε να αριστεύσει στις δευτεροβάθμιες σπουδές της, ύστερα από εξετάσεις ενώπιον επιτροπής καθηγητών, του Πανεπιστημίου και της Μέσης Εκπαίδευσης. Και πάλι δεν έγινε δεκτή από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, γιατί αντιδρούσαν οι καθηγητές και οι φοιτητές στην παρουσία γυναικών στο Πανεπιστήμιο. Έτσι, ο πατέρας της την έστειλε στο Παρίσι, όπου μετά από εξετάσεις στη Σορβόννη, άρχισε τις σπουδές της στη Φιλοσοφική Σχολή και το 1891, πήρε το διδακτορικό της δίπλωμα, αφού διαγωνίστηκε με άλλους 130 φοιτητές και κατάφερε να καταταχθεί 18η. Έγινε έτσι η πρώτη Ελληνίδα απόφοιτη του σπουδαίου Γαλλικού ακαδημαϊκού ιδρύματος.
«Προίκα» δύο σχολεία στην πόλη
Η Σεβαστή Καλλισπέρη επέστρεψε στην Ελλάδα και διορίστηκε το 1892 δασκάλα των γαλλικών και ελληνικών στο Αρσάκειο, ενώ παράλληλα παρέδιδε στο σπίτι της, ιδιαίτερα μαθήματα ελληνικής και γαλλικής φιλολογίας, ιστορίας, οικιακής οικονομίας, ηθικής και ψυχολογίας. Το 1897 έκανε πρόταση μεταρρύθμισης του γυναικείου εκπαιδευτικού συστήματος, η οποία δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό «Οικογένεια». Την ιδέα υπέβαλε στη Βουλή το 1899, «Περί ιδρύσεως Ανωτέρων Παρθεναγωγείων του Κράτους» και «Περί ελληνοπρεπούς και πρακτικωτέρας δημοσίας εκπαιδεύσεως και περί ιδρύσεως Διδασκαλείου Θηλέων του Κράτους».
Το 1906 ταξίδεψε στις ΗΠΑ όπου παρέμεινε για πέντε χρόνια. Εκεί, μελέτησε τη «βιοτεχνική και βιομηχανική εκπαίδευση» και το αμερικανικό εκπαιδευτικό σύστημα, προκειμένου να δει λύσεις, για τη βελτίωση του ελληνικού. Μετά την επιστροφή της, ίδρυσε σε διάφορες ελληνικές πόλεις τις «Εταιρείες Κυριών» και τα «Εργαστήρια», εισήγαγε τις σχολικές ποδιές και στην εισήγησή της, στο τμήμα της Γυναικείας Αγωγής, επισήμανε την ανάγκη να δοθεί πρακτική κατεύθυνση στην εκπαίδευση, προτείνοντας να διδάσκονται στο δημοτικό πρακτικά μαθήματα, όπως σηροτροφία, μελισσοκομία, κηπουρική, ανθοκομία.
Επίσης, ασχολήθηκε με αναλύσεις κειμένων της αρχαιοελληνικής γραμματείας, όπως και με μεταφράσεις ξένων θεατρικών έργων (μιλούσε και Αγγλικά Γερμανικά). Έγραψε αρκετά βιβλία, μεταξύ των οποίων τις μελέτες «Η Ολυμπία και οι Ολυμπιακοί αγώνες», 1896 και «Ηρωίδες εν τη ποιήσει και εν τη ιστορία», 1901. Όπως ανέφερε σε έρευνά της η κάτοικος των Βορείων Προαστίων Πόλλυ Καλλέργη, η Καλισσπέρη αφιέρωσε τη ζωή της στην αναβάθμιση της Παιδείας και λίγο πριν πεθάνει, το 1953, κληροδότησε με σκοπό να αξιοποιηθεί για τις ανάγκες της εκπαίδευσης, στο ελληνικό δημόσιο την περιουσία της: το πατρικό της σπίτι, που βρισκόταν απέναντι από την Ακρόπολη, καθώς και οικόπεδα του Χαλανδρίου, μέσα στα οποία κτίστηκαν και λειτουργούν μέχρι σήμερα, το 1ο και το 2ο Γυμνάσιο – Γενικό Λύκειο της περιοχής (Καλλισπέρεια). Ο Δήμος την τίμησε σε ειδική εκδήλωση στις 7 Μαρτίου 2020, μαζί με άλλες γυναίκες που ευεργέτησαν την πόλη.
Δείτε επίσης: Ημέρα της Γυναίκας: Επίκαιρα μηνύματα φορέων και συλλόγων της πόλης