Το μεταβολικό σύνδρομο αποτελεί έναν πολυδιάστατο παράγοντα καρδιαγγειακού κινδύνου, που χαρακτηρίζεται από τη συγκέντρωση πολλαπλών παραγόντων κινδύνου σε ένα άτομο. Η παθογένειά του δεν είναι πλήρως κατανοητή. Ωστόσο ποικίλοι γενετικοί ή επίκτητοι παράγοντες φαίνεται ότι σχετίζονται με την εμφάνισή του. Παρουσιάζεται με αυξανόμενη συχνότητα σε όλο τον κόσμο, με ποικίλες κλινικές εκδηλώσεις, γεγονός πού καθιστά δύσκολο τον ακριβή ορισμό του.
Του Παναγιώτη Μπαρμπαγιάννη,
παθολόγου
Τα κριτήρια για τη διάγνωση του συνδρόμου είναι τα κάτωθι:
– Περίμετρος μέσης («κοιλιακή» ή κεντρικού τύπου παχυσαρκία)
Για να θεωρηθεί ότι κάποιος έχει το παραπάνω σύνδρομο απαιτούνται τρία τουλάχιστον από τα παραπάνω κριτήρια. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι διαταραχές που χαρακτηρίζουν το σύνδρομο δεν εμφανίζονται ταυτόχρονα σε όλους τους ασθενείς.
Οι ασθενείς με μεταβολικό σύνδρομο είναι άτομα υψηλού κινδύνου για την εμφάνιση σακχαρώδους διαβήτη και καρδιαγγειακής νόσου. Παράλληλα, πολλές κλινικές καταστάσεις όπως το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, το λιπώδες ήπαρ, οι χοληστερινικοί χολόλιθοι και οι διαταραχές του ύπνου, παρατηρούνται με αυξημένη συχνότητα σε ασθενείς με το σύνδρομο αυτό.
– Η υγιεινοδιαιτητική αγωγή (μείωση του σωματικού βάρους και τακτική σωματική άσκηση) έχει καθοριστική σημασία για την αντιμετώπισή του. Μια μέση μείωση του βάρους κατά 7%, μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2, κατά 58%.
Όταν όμως η δίαιτα και η άσκηση δεν αρκούν από μόνες τους να διορθώσουν τις διαταραχές του συνδρόμου, τότε είναι απαραίτητη η χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής. Όμως η φαρμακευτική αγωγή ουδέποτε αντικαθιστά τη δίαιτα και την άσκηση. Πάντοτε συμπληρώνει το όφελός τους και ενισχύει το επιθυμητό αποτέλεσμα που είναι τελικά:
– Απώλεια βάρους -10% του αρχικού
– LDL-χοληστερόλη <130 mg/dl και HDL-χοληστερόλη >40 mg/dl
– Σάκχαρο νηστείας <110 mg/dl και
– Αρτηριακή πίεση <140/90 mm Hg, με σωματική άσκηση 30-45 min, 3-5 ημέρες την εβδομάδα.
Τα παραπάνω όρια όμως διαμορφώνονται επιπλέον και ανάλογα με την ύπαρξη επιβαρυντικών παραγόντων όπως ατομικό ή οικογενειακό ιστορικό στεφανιαίας νόσου, κάπνισμα, κατάχρηση αλκοόλ κλπ. και σε συνεργασία πάντοτε με τον οικογενειακό γιατρό.