Ακούγεται πολύ πειστικό.
Ακούγεται πειστικό. Αυτό που προσπαθούμε να καταλάβουμε χωρίζοντας την κρίση σε τρεις φάσεις βάσει και των εξελίξεων των τριών χρόνων, είναι το πώς κινήθηκε ο κόσμος κατά τη διάρκεια των τριών φάσεων σε αυτά τα τέσσερα πεδία δράσης. Σίγουρα μετά τις δύο απανωτές εκλογές και όπως έδειξαν τα εκλογικά αποτελέσματα, έχουμε πολύ περισσότερους ανθρώπους στο τέταρτο πεδίο, οι οποίοι μπορεί οι ίδιοι να μη δρουν, ψηφίζουν όμως κόμματα που αντιδρούν. Πιστεύουν, δηλαδή, ότι η ψήφος τους μπορεί να αλλάξει κάτι, εάν διαλέξουν ένα κόμμα το οποίο φαίνεται να είναι ενεργητικό. Αν λοιπόν πάρουμε υπόψη μας το αποτέλεσμα των τελευταίων εκλογών, είναι αρκετά μεγάλο το ποσοστό που βρίσκεται σε αυτό το πεδίο αυτή τη στιγμή.
Τώρα, για να εξηγήσουμε τα συναισθήματα που βρίσκονται στη βάση αυτών των πολιτικών συμπεριφορών βασιστήκαμε σε ένα άλλο θεωρητικό μοντέλο που συνδέει τη συγκίνηση με τα κίνητρα και τη δράση. Προσπαθήσαμε να καταλάβουμε ποιά συναισθήματα υποκινούν ποιες πράξεις και πώς οι άνθρωποι μετακινούνται από το ένα πεδίο στο άλλο. Γιατί εάν η ελπίδα και η επάρκεια είναι πολύ σημαντικές και συνδέονται με συγκεκριμένα συναισθήματα, τότε μπορεί κανείς να τα καλλιεργήσει.
Διάφορες συγκινήσεις και συναισθήματα, τα πιο έντονα μάλιστα, είναι απαραίτητα για την επιβίωσή μας. Π.χ. εάν δεν μπορώ να αισθανθώ φόβο, δεν θα μάθω να αυτοπροστατεύομαι. Συνεπώς, ο φόβος μπορεί να είναι χρήσιμος. Όπως και ο θυμός. Εάν δεν θυμώσω, δεν θα παλέψω για να διεκδικήσω κάτι, ή να δείξω στον άλλον ότι δεν μπορεί να μπαίνει στα χωράφια μου. Κάθε συγκίνηση, λοιπόν, που νοιώθει ο άνθρωπος –και η κρίση δημιούργησε πάρα πολλά συναισθήματα και συγκινήσεις στους ανθρώπους– μας κινητοποιεί, μας δημιουργεί κίνητρα και μετά τα κίνητρα προκαλούν δράση. Τώρα, αν μιλήσουμε για πολιτική δράση, και δεχτούμε ότι εδώ δεν είχαμε την αναμενόμενη σε σχέση με τη σημαντικότητα των εξελίξεων, θα πρέπει να δούμε που έπασχε αυτή η αλληλουχία συγκίνησης – κινήτρων – δράσης σε αυτά τα τρία χρόνια της κρίσης. Στην αρχή, λοιπόν, φαίνεται ότι η συγκίνηση ήταν τόσο έντονη που τραυμάτισε τους ανθρώπους και τους αποσβόλωσε, έως ότου άρχισαν να καταλαβαίνουν τι γίνεται. Μετά σιγά-σιγά άρχισαν κάποιοι να αντιδρούν, μέσα σε ένα πλαίσιο αυτοεπούλωσης – δύναμη που εμείς οι Έλληνες έχουμε, όπως έχει δείξει η ιστορία μας. Έτσι, συγκινήσεις όπως ο φόβος και ο θυμός που μας ακινητοποίησαν στην αρχή, άρχισαν να μετατρέπονται σε ενεργές, δηλαδή να μας γεννούν κίνητρα για να δράσουμε. Σε αυτό το σημείο, ο δεύτερος δεσμός, μεταξύ των κινήτρων και της δράσης, περιλαμβάνει την ελπίδα και την αίσθηση πολιτικής επάρκειας. Αυτά θα καθορίσουν τη μορφή της δράσης μας σε ένα από τα τέσσερα πεδία που συζητούσαμε πριν. Ωστόσο, με τη συνεχή αλυσίδα από επιθετικά, παράλογα οικονομικά –και όχι μόνον– μέτρα, από το κλίμα που δημιουργείται από τα ΜΜΕ, η αποσβόλωση εξακολουθεί να καλλιεργείται και παραμένει σε ένα μεγάλο ποσοστό ανθρώπων.
Τώρα, για τον γονιό που χάνει τη δουλειά του, που ρώτησες πιο πριν, κι αν αφήσουμε στην άκρη ότι ο άνθρωπος έχει να ζήσει, γιατί εάν δεν έχει, όλα αυτά είναι κάπως πολυτέλειες… Εάν αυτό που ισχυροποιεί τον δεσμό μεταξύ κινήτρων και δράσης είναι, όπως υποθέτουμε, η ελπίδα ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν και η αίσθηση ότι εσύ μπορείς να τα αλλάξεις, τότε αυτό πρέπει να καλλιεργείται μέσα στην οικογένεια, από πάρα πολύ νωρίς. Ότι το παιδί έχει τη δυνατότητα να επηρεάζει με τις πράξεις του το μικρο-περιβάλλον του. Αυτό που στην ψυχολογία ονομάζουμε ”αβοηθησία”, ή πιο εύηχα στα ελληνικά “επίκτητη αίσθηση αδυναμίας” καλλιεργείται όταν αισθάνεσαι ότι δεν ελέγχεις τη ζωή σου. Και στην ελληνική οικογένεια, συνήθως από την υπερπροστασία ή τον μεγάλο έ-
λεγχο που ασκούν οι γονείς στα παιδιά τους, δεν τα αφήνουν να νιώσουν ότι μπορούν να επηρεάσουν το περιβάλλον τους και να αποκτήσουν ένα στοιχειώδη έλεγχο της ζωής τους. Από το να δέσουν μόνα τα κορδόνια τους μέχρι το να τακτοποιήσουν το δωμάτιό τους… Η αβοηθησία σχετίζεται με την αίσθηση απουσίας ελέγχου, την απάθεια και την πίστη ότι το πρόβλημα δεν λύνεται, η κατάσταση είναι γενική και δεν πρόκειται ποτέ να αλλάξει, κι εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι΄αυτό.
Αλλά αν βγούμε απ’ την παρένθεση που αφορά στα παιδιά, εγώ πιστεύω ότι και σε μας, τους σημερινούς ενηλίκους, μπορεί να ξανακερδηθεί η χαμένη ελπίδα και η αίσθηση πολιτικής επάρκειας που έχουμε, ο καθένας μέσα στο μικρό του χώρο. Στη γειτονιά του, στη δουλειά του, στην οικογένειά του κατ’ αρχήν.
Σε μέτρο και σε επίπεδο που μπορεί κανείς να επηρεάσει και να είναι αποτελεσματικός, μαζί ίσως με κάποιους λίγους…
Ακριβώς. Παράλληλα με τα μεγάλα, ας φροντίζουμε και για μικρά καθημερινά, που αφορούν στη γειτονιά μας, το σχολείο των παιδιών μας, την πλατεία μας. Να παρεμβαίνουμε θετικά.
Ξέρεις, μου ’χει γεννηθεί η σκέψη ότι είναι ανεδαφικό να περιμένεις οτιδήποτε από θεσμούς που έχουν αποδειχθεί ανύπαρκτοι. Ή θα πρέπει να τους αλλάξεις ή θα πρέπει να δίνεις λύση μόνος σου.
Σ΄αυτή τη χώρα έτσι κι αλλιώς. Το κράτος δεν κάνει κάτι κι ο ίδιος που περιμένει το κράτος να κάνει κάτι, καταστρέφει το κράτος. Αλλά αυτό αρχίζει από πάρα πολύ νωρίς. Διότι όταν τα δημοτικά σχολεία, τα κτήρια, οι δάσκαλοι δεν σέβονται τα παιδιά, όταν τα παιδιά μεγαλώνουν με γονείς που δεν τα σέβονται, πώς τα παιδιά να μάθουν να σέβονται το σχολείο τους, την οικογένειά τους και κατ’ επέκταση τη γειτονιά τους, την πόλη τους, τη χώρα τους. Αφού δεν τα σέβεται η ίδια, αφού τα αδειάζει. Πάρε για παράδειγμα τα γκράφιτι, μόλις βρουν καθαρό τοίχο. Είναι μια δράση, είναι καλύτερο από το τίποτα.
Ποιές θα ήταν οι προϋποθέσεις για τη συνεννόηση, το στήσιμο μιας αυτοοργάνωσης, μιας αλληλεγγύης, μήπως μπορέσουμε τελικά και αντισταθούμε σε αυτό το συνολικό γκρέμισμα που έρχεται;
Μα νομίζω πως προϋπόθεση είναι αφενός μεν η γνώση και η κατανόηση του προβλήματος και αφετέρου ο βαθμός συνειδητοποίησης και η παιδεία του καθενός. Θέλω να πω, θα μπορούσαμε αντί να φωνάζουμε τη Χρυσή Αυγή να μας «φυλάει» από τους μετανάστες, να βρούμε οι ίδιοι τρόπους να τους εντάξουμε, να συνεννοηθούμε μαζί τους, να συμβιώσουμε και να δημιουργήσουμε. Η συσπείρωση πάνω σε υπαρκτά προβλήματα μπορεί να δώσει αποτέλεσμα. Πάρε για παράδειγμα τους κατοίκους των Εξαρχείων. Στην πλατεία προσπάθησαν να διώξουν τους εμπόρους ναρκωτικών και το κατάφεραν. Ήταν οι κάτοικοι που δραστηριοποιήθηκαν. Ξέρω ιδιοκτήτη ταβέρνας γνωστής, παλιάς, που έβγαζε τραπεζάκι στην πλατεία κάθε βράδυ και έβαζε μουσική και καθόταν ο ίδιος και φύλαγε την πλατεία από τους εμπόρους. Κι ακόμα, φτιάξανε παιδική χαρά κι έχουνε ξαναφέρει τις οικογένειες και τα παιδάκια και διώξανε τους εμπόρους, οι οποίοι βέβαια πήγαν παρακάτω. Αλλά εκεί, αυτό είναι θέμα της όποιας πολιτείας. Ή το πάρκο Ναυαρίνου. Εντάξει, έχει μια πολιτική απόχρωση, όμως εντέλει έγινε πάρκο. Δεν είναι δυνατόν να υπάρξει μεγάλη ανατροπή αν δεν συνοδεύεται από μικρές. Να βγούμε από το σπίτι μας. Να κάνουμε παρέες. Να ανακτήσουμε τη σχέση μας με τον δημόσιο χώρο, την πλατεία. Να ξανακαθίσουμε στα παγκάκια. Να χτυπήσουμε την μοναξιά, την ιδιωτικότητα.
Τώρα που είπες για μοναξιά, μου δίνεις ευκαιρία για μια τελευταία ερώτηση που είχα στο μυαλό μου, σαν νεοφώτιστος του facebook. Ενώ έχω την εντύπωση ότι μπορεί να είναι ένα μέσο ουσιαστικής επικοινωνίας, βλέπω πολλές περιφερόμενες μοναξιές, ανθρώπους να καλημερίζουν και να καληνυχτίζουν μια οθόνη, ένα συντομευμένο δημιουργημένο λεξιλόγιο με σχηματάκια, σύμβολα…
Κοίτα. Εγώ έχω facebook, χωρίς να είμαι φανατική. Πρέπει να πούμε πως δεν έχουμε φτάσει σ’ αυτό που λες περί μοναξιάς τυχαία. Έχουμε φτάσει μέσα από μια καταναλωτική κοινωνία η οποία μας κάνει μονίμως, συνεχώς να εργαζόμαστε για να καταναλώνουμε, να υπάρχουμε μέσα από την κατανάλωση, οπότε δεν έχουμε χρόνο για ανθρώπινες σχέσεις, για τους διπλανούς μας. Οι σελίδες κοινωνικής δικτύωσης έρχονται να καλύψουν αυτό το κενό. Με τη διαφορά ότι είναι ψευδαίσθηση ότι το καλύπτουμε, γιατί είναι τελείως διαφορετικού είδους επικοινωνία όταν καθόμαστε απέναντι και συζητάμε, σε βλέπω και με βλέπεις, μπορώ να σε ακουμπήσω, να σε μυρίσω και γενικά να σε αισθανθώ. Στο facebook δεν αισθανόμαστε τον άλλο. Απλώς προβάλλουμε τον εαυτό μας. Είναι ένα πολύ ωραίο βήμα ναρκισσισμού. Δηλαδή, εγώ εδώ, δεν μπορώ να σου κρυφτώ, αν είμαι κουρασμένη, άβαφτη, χάλια μαύρα… Είμαι εδώ και με βλέπεις, ενώ εκεί μπορώ να σου ανεβάσω μια φωτογραφία χθεσινή, περσινή, προ δεκαετίας, να συνομιλήσω μαζί σου με την ασφάλεια ότι δεν με βλέπεις. Στο facebook μπορείς να βγάλεις έναν τελείως διαφορετικό εαυτό από αυτόν που στ’ αλήθεια είσαι.
Υπάρχει ένα ψέμα σ’ αυτή την ιστορία.
Για μένα είναι πολύ πιο βαθύ από ψέμα, είναι υπαρξιακό. Είναι μια απίστευτη αλλοτρίωση. Ένα εσωτερικό κενό, είναι ένας ψευδής εαυτός, για να καλύψεις ένα εσωτερικό κενό. Και ξέρεις, αυτό μπορεί να είναι χειρότερο από τη μοναξιά και τη συνεπαγόμενη αδράνεια.