Μια φορά κι έναν Δεκέμβρη – που μπορεί να είναι κι αυτός εδώ- σε έναν δρόμο –που θα μπορούσε να είναι η Ερμού στο Μαρούσι- είδα στην άκρη του, ένα παιδικό «κουβαράκι» τυλιγμένο με μια κουβερτούλα, να κοιμάται κατάχαμα.
ΠεριΓράφει η Θέµις Μαυραντή
Οι περαστικοί σχολίαζαν προβληματισμένοι και πρότειναν λύσεις του τύπου «να καλέσουμε την αστυνομία».
Η εικόνα ενός παιδιού που κοιμόταν πάνω στα παγωμένα μάρμαρα του δρόμου χρονιάρες μέρες, προκαλούσε ποικίλα συναισθήματα: συμπόνια, θλίψη, θυμό, αμηχανία, αλλά, μέχρι εκεί…
Πάγωσα με την εικόνα, όμως η διαστροφή του επαγγέλματος, όπλισε τη φωτογραφική μου μηχανή…
Πήγα κοντά, σήκωσα το σκέπασμα του χαρτόκουτου που σκέπαζε το πρόσωπο και ταυτόχρονα… «ζητιάνευε» γραπτώς, και χάιδεψα το κεφαλάκι. Αμέσως άνοιξαν δυο όμορφα μελιά ματάκια και με κοίταξαν ήρεμα σαν να ήμουν γνώριμη.
– Σε ξύπνησα; Ρώτησα.
– Ναι.
– Είσαι καλά; Ξαναρώτησα χαϊδεύοντας το κοριτσίστικο κεφαλάκι με τις κοτσίδες, που φάνηκαν κι αυτές με το ξεσκέπασμα του κεφαλιού.
– Είσαι μόνη σου εδώ; Πού είναι η μητέρα σου;
Το κοριτσάκι, κάπου 10-11 χρονών, απάντησε στις ερωτήσεις και ξανακουκουλώθηκε. Εγώ, συνέχισα το δρόμο να βρω τη μητέρα.
Καθόταν κι αυτή πάνω σε μια κουβέρτα με ένα μωρό μηνών στην αγκαλιά. Της μίλησα, τη ρώτησα, κατάλαβα.
Επιστρέφοντας στο κοριτσάκι, αγόρασα σύκα, σταφίδες, κλπ. «θερμαντικά» και τονωτικά της αγάπης.
Είχε ξυπνήσει και καθόταν τώρα πια πάνω στην κουβέρτα της.
– Ξύπνησες βλέπω, πάρε αυτά να ζεσταθείς, της λέω.
Εκείνη με ευχαρίστησε, ενώ με κοίταζε κάπως…
Συμβαίνει κάτι; Πες μου μην ντρέπεσαι, μη φοβάσαι.
– Έχεις καιρό να σου πω το όνειρο που είδα όταν ξανακοιμήθηκα, μετά που με ξύπνησες;
Εδώ δεν υπήρχαν πληθυντικοί και ευγένειες. Είχαμε γίνει φίλες.
Αμέ και το ρωτάς; Απαντάω και κάθομαι κοντά της. Να την πάω κάπου για ένα ζεστό ρόφημα, ούτε λόγος. Είχε κατουρηθεί πάνω της ποιος ξέρει πόσες φορές, που ήταν αδύνατο να κάνουμε… τις κοσμικές…