Γράφει ο Δημήτρης Μασούρης
Εχουν να πουν από τα πολύ παλιά χρόνια πως η αμφίεση ενός ατόμου είναι σημαντικός παράγων για να πείσει τους υψηλά ιστάμενους, όταν εμφανίζεται ενώπιόν τους για την επίλυση του αιτήματός του. Αν και δεν είναι και αυτό βέβαιο -στην εποχή μας τίποτε δεν είναι βέβαιο, αφού όλα καλύπτονται από την αχλύ μιας σκόπιμης αβεβαιότητας-, όμως ένας συντελεστής ευοίωνης υποδοχής υποκρύπτεται σ’ αυτό, που έχει άμεση εξάρτηση από τη διάθεση της ψυχολογικής κατάστασης του υπαλλήλου, που χειρίζεται το θέμα. Άλλη όμως εντύπωση π.χ. προκαλεί η εμφάνιση ενός καλοντυμένου κυρίου με ακριβό κοστούμι και γραβάτα φίρμας ή κυρίας με ταγέρ και χρυσή καρφίτσα, καλοντυμένης κατά περίπτωση στον οικονομικό έφορο της περιοχής. Η εκτίμησή του στα οικονομικά θέματα διαφοροποιείται από την εμφάνιση του ενδιαφερομένου – επί τα χείρω φυσικά, γιατί είναι πρόκληση η δαπανηρή αμφίεση ακόμη και στους διαρρήκτες.
Η αμφίεση του ατόμου, πρέπει να είναι λογική και μη εξεζητημένη. Προϋποθέσεις ευνοϊκής μεταχείρισης δημιουργούν άλλοι παράγοντες ανεξήγητοι και εξηγητικοί. Λέγεται π.χ. πως ο Ελευθέριος Βενιζέλος θέλησε να επικοινωνήσει κάποτε με τον πρωθυπουργό της Γαλλίας Ζoρζ Κλεμανσώ. Όμως δεν τα κατάφερνε. Όσες φορές αποτάθηκε, του έλεγαν πως ο κύριος πρωθυπουργός είναι απασχολημένος.
Φρόντισε όμως να μάθει ποιο ήταν το αγαπημένο χόμπι του πρωθυπουργού. Πληροφορήθηκε λοιπόν πως ήταν το μπριτζ. Ο Κλεμανσώ πέθαινε για το είδος αυτού του χαρτοπαιχτικού παιχνιδιού. Παρουσιάστηκε λοιπόν ο Βενιζέλος και ζήτησε και πάλι ακρόαση. Του είπαν πως ο Κλεμανσώ ήταν απασχολημένος. Και ο Βενιζέλος απάντησε: -Μα δεν τον θέλω για πολιτικά θέματα. Τον θέλω για να του υποδείξω τρόπους χειρισμού επιτυχίας στο μπριτζ.
Αυτό, ο ιδιαίτερος το μετέφερε στον Κλεμανσώ. Και τότε ο Βενιζέλος ντυμένος σύμφωνα με το γαλλικό διπλωματικό πρωτόκολλο, αμφίεση διακεκριμένης κοινωνικής τάξης: παπιγιόν, φράκο ημίψηλο και μπαστούνι μαύρο με ασημένια λαβή έγινε δεκτός ευχαρίστως από τον Κλεμανσώ˙ και πάνω στη συζήτηση για την επιτυχία του παιχνιδιού, του μίλησε και για τα ζητήματα της χώρας και επέτυχε έτσι κάποια πράυνση των ελληνικών προβλημάτων.
Μεταφέρω τώρα τη σκηνή στις πανεπιστημιακές τμηματικές προφορικές εξετάσεις. Ένας φοιτητής εκ των αιωνοβίων -παρελθόντων ετών- έκανε την παρουσία του, ντυμένος στην παραξενιά της εποχής (Φεβρουάριος 1960) «μαλλί γυαλί και παντελόνι καμπανλή, πουκάμισο καραϊβικής και φαρδιά γραβάτα παρδαλή» – με ένα μουσικό πεντάγραμμο πάνω με το κλειδί του σολ, σκέτη αρλεκίνικη αμφίεση τσίρκου.
Ο καθηγητής εκείνη την εποχή αναζητούσε σύνθετες λέξεις με δεύτερο συνθετικό τη λέξη – ωδός (ρήμα αείδω, άδω, ωδή). Και οι φοιτητές το ήξεραν και προσπαθούσαν πέρα από τις δέκα έξι των αντίστροφων λεξικών να βρουν διαβάζοντας αρχαία κείμενα και άλλα ελληνικά, αναζητούσαν και άλλες σύνθετες για να αποσπάσουν την εύνοια του καθηγητή. Εκείνος μόλις είδε τη γελοία απαράδεκτη εμφάνιση του φοιτητή για εξετάσεις παραξενεύθηκε και τότε είπε: -Είσθε φοιτητής; Διατί έχετε τοιαύτην παρουσίαν; Και εκείνος του απάντησε: -Κύριε καθηγητά εμφανίζομαι ενώπιον σας επιμελώς και γραβατωδός. Και ο κύριος καθηγητής: -Παρακαλώ απέλθετε τάχιστα, δια να ακούσετε τον πέμπτον ήχον της μουσικής κλίμακος. Ημείς σας αναμένομεν μετά δύο μήνας ενδεδυμένον ευπρεπώς, εάσαντες (=αφήνοντας) το κακέμφατον (=κακόηχον) ανύπαρκτον γραμματικώς γραβατωδός.
Η γραβάτα, το εξάρτημα αυτό της ανδρικής αμφίεσης, προερχόμενο από τους Κροάτες μισθοφόρους στρατιώτες στο γαλλικό στρατό, φορέθηκε κατά κόρον από τα μέσα του 17ου αιώνα! Έγινε αργότερα διακριτικό έμβλημα προσθήκης σε ενδυμασίες κοινωνικές τάξεων αστών, στρατιωτικών κλπ. με λαιμοδέτη μαντίλι διαφόρων χρωμάτων και αποχρώσεων σε αμφιέσεις. Ακούγονταν ειρωνικές διαθέσεις γι αυτούς που φορούσαν γραβάτα π.χ. γραβατάκιας, χαρτογιακάς, γιάπης κλπ. Ήταν αμφιέσεις επίσης νεολαίων, που θεωρήθηκαν ότι είχαν αστική ή μη προέλευση! Έπειτα κατηγορήθηκε πολύ η γραβάτα απ’ όσους την φορούσαν π.χ. ο μεγάλος ρώσος ποιητής Γεβγκένι Γεφτουσένκο, ο οργισμένος εκδικητής της γραβάτας, γράφει στην «Πρώιμη Αλληλογραφία» του: «Κάποτε σε μια συγκέντρωση στη λέσχη της Κομμουνιστικής Νεολαίας κατηγορήθηκε ο πατέρας μου για αστικές παρεκκλίσεις με αφορμή το ότι φορούσε γραβάτα. Ο πατέρας μου, μου μίλησε γι αυτό το γεγονός κάποιο βράδυ, όταν δεν μπορέσαμε να μπούμε σε ένα ρεστωράν της Μόσχας, γιατί δε φορούσαμε γραβάτες».
Έτσι η γραβάτα άλλαξε σημασία. Δήλωνε στα κόμματα ανθρώπους αστικής τάξης και ήταν αποδιοπομπαία. Ήταν λέξη με άλλο νόημα δήλωνε υποκρύψεις, λανθάνουσες απαραίτητες στη διατύπωση προτάσεων, που θεωρούνταν ότι επισύρουν ενέργειες, σκοπούς, ψυχολογικές αδυναμίες, απωθήσεις καταστάσεων για αποθήκευση άλλων επαναστατικών ευκαιριών. Με λίγα λόγια ήταν και διακριτικό γνώρισμα κομματικής τοποθέτησης του ατόμου. Αλλά όλα αυτά στην ψυχολογία του βάθους, ερμηνεύονται ως απωθημένες ομάδες ψυχικών περιεχομένων, που λέγονται συμπλέγματα και αποσύρονται στη συνείδηση και λειτουργούν αυθαίρετα και αυτόνομα για να δηλώσουν την προσωπικότητά μας και να θυμηθούμε ίσως το Κάρολο Γιουνγκ, τον επιφανή εκπρόσωπο της ψυχολογίας του βάθους, που μαζί με τον Φρόυντ και τον Άντλερ αποτελούν βασικές προϋποθέσεις στη θεμελίωση της σύγχρονης ψυχολογίας μας.
Πάντως αυτό το είδος της ανδρικής ένδυσης σήμερα είναι απαραίτητο με την ποθητή είσοδο του φλεγόμενου από επιθυμία παίχτη σε χαρτοπαιχτική λέσχη (καζίνο κλπ) ή, όταν θελήσει να τιμήσει επίσημα κάποιο πρόσωπο ή εκδήλωση ο προσκληθείς.
Ο πρόεδρος π.χ. της Βόρειας Κορέας Κιμ Γιόνγκ Ουν προβλέπεται να προβάρει σύντομα τη γραβάτα της δικής του επινόησης και άλλοι άνθρωποι αγράβατοι υψηλών πολιτικών θέσεων της υδρογείου δεσμεύονται να τη φορέσουν, έως ότου επιλυθούν τα αιτήματα της επιθυμίας του λαού στις υποσχέσεις τους. Εμείς θα λέγαμε˙ Ad calendas graecas = Στις ελληνικές καλένδες = δηλ. κάτι που δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ. Όμως άλλοι παρόμοιου τύπου αντιπρόσωποι, που υποτίθεται πως εκφράζουν την ψήφο του λαού, όταν ταξιδεύουν σε φιλική ή μη χώρα απεσταλμένοι, φορούν γραβάτα ανάλογη με τα εθνικά χρώματα των χωρών, που επισκέπτονται, για να είναι περισσότερο φιλικοί, υποκρύπτοντας έτσι το μένος τους ή την επιθυμία νίκης. Οι επισκεπτόμενοι π.χ. τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής φιλικά προσκείμενοι και προς τον πρόεδρο φορούν κόκκινες γραβάτες, ενώ πριν από λίγο έχουν εκφραστεί δυσμενώς για πρόσωπα από τα οποία ζητούν μέριμνα!
Έτσι η γραβάτα μεταμφιέζεται. Άλλοτε μεταλλάσσεται σε παπιγιόν, ζιβάγκο, φιόγκο, κασκόλ, φουλάρι κλπ. ή εξουδετερώνεται με ανοιχτό γιακά, για να δείχνει προσέγγιση ή συγχρωτισμό με τους απλούς πολίτες, π.χ. Όταν έσπασαν οι Γερμανοί το 1941 τα σύνορα και κατέπνιγαν τη χώρα μας με το στρατό τους, παρουσιάστηκαν ορισμένοι «έλληνες» για να τους υποδεχτούν με γραβάτες που είχαν πάνω τη σβάστικα. Πολλοί ακόμη σήμερα επίσης φορούν γραβάτα με τα χρώματα των ομάδων ή κομμάτων, που αγαπούν ή αγράβατοι επιμένουν να απεχθάνονται συμπεριφορές προς την αστική τάξη – όμως θέλουν να απολαμβάνουν τα οφέλη της, την καταπολεμούν, επιθυμούν τη διάλυσή της, διαγουμίζοντας τα όποια αγαθά της, εξουδετερώνοντάς την. Και όλα αυτά γίνονται για πλαστή ή μετά από σκέψη έκφραση φιλίας. Ακόμη και το σακίδιο ή η τσάντα, που μεταφέρουν οι ιθύνοντες των ομάδων ηγέτες -και όχι μόνον- οικονομικοί και μη παράγοντες απατηλών ενίοτε προθέσεων διατρανώνουν επίσης με τη μεταφορά τους σολομώντειες λύσεις απαράδεκτες ερήμην του λαού για την εις βάρος του επίλυση των προβλημάτων του, που ουδόλως αυτός ο απροστάτευτος λαός φταίει, γιατί αυτός δεν προκάλεσε επικαλυπτόμενες ατασθαλίες.
Κάποτε η αποθήκευση των προτάσεων πέφτει στο ανεξήγητο χαώδες σακίδιο (=ταγάρι, δισάκι του βλάχου=νταβερτζίκα) πότε κόκκινο πράσινο πλαστικό, μπλε καφέ κλπ. μνημονικό προτεραιότητας σύμφωνα με τις άδηλες -ψυχολογικές- τους όμως επιθυμίες. Έπειτα ακολουθεί τον αναχρονιστικό συρμό και το μαντιλάκι στο σακάκι, που τοποθετείται ψυχολογικά σε σχήμα, για να δηλώσει υπαρκτή ικανοποίηση ατομικής ιδιοτέλειας ή για μια νέα οικοδόμηση μιας χαμένης αυταρέσκειας ή εσωτερικής κενότητας του ατόμου.
Η γραβάτα παρουσιάζει στον ενδιαφερόμενο τις άδηλες προθέσεις του για την επιλογή της. Δείχνει η μη παρουσία της στον ενδιαφερόμενο μια άνεση και αυτός νομίζει ότι χωρίς τη γραβάτα είναι άνετος. Αλλά άνεση χαρίζει η ικανότητα της οξύτητας της σκέψης στην αντιμετώπιση του διαλόγου στη συζήτηση και η ετοιμότητα.
Έπειτα η γραβάτα εκφράζει και αίτημα επιθυμίας. Δηλώνει μια αλλαγή συμπεριφοράς, ένα δρόμο προσέγγισης ή διαμαρτυρίας προπαγανδιστικής, που η επικράτησή της θα επιφέρει τη νομιζόμενη αδήλωτη επιθυμία φανερά στο κλίμα, που επικρατεί για πραγμάτωση σχεδίων. Αυτά πάντα δεν πραγματοποιούνται. Το ενδιαφερόμενο άτομο κλείνει τις επιθυμίες του στις σταθερές νεανικές του κατευθύνσεις. Πίστευε σ’ αυτές και εξακολουθεί να πιστεύει. Και δε βλέπει πως ισοπεδώθηκαν και διαλύθηκαν από το χρόνο με την ελπίδα μιας αναμενόμενης πάντα λύσης. Κι εμείς λέμε πως δεν υπάρχει πια χρόνος συμμετοχής σε ομάδες γραβατωμένων ή αγράβατων, ή μένει άδηλος. Και όταν κινδυνεύει κανείς αυτήν την ύπαρξη της ανεπανάληπτης βίωσής του, θα ήταν ανόητο να έχει στραμμένη την προσοχή του στην πραγμάτωση εντυπωσιακών παρεκκλίσεων, όπως θα έβλεπαν οι άλλοι προς τις αστικές ή μη θέσεις. Αυτές πρέπει να βρίσκονται στο περιθώριο της πραγμάτωσης μωροφιλοδοξιών ή πολιτικών παιχνιδιών ή κομματικών επιδιώξεων. Αυτά είναι όνειρα απληροφόρητων νεανικών υπάρξεων, που επιχειρούν ανυπόδητες, πειράματα πορείας σε αγκαθερούς λειμώνες ασπαλάθων.