Ο καλύτερος τρόπος για μια κοινωνία να μείνει στάσιμη είναι να ηθικολογούν ασταμάτητα οι πολίτες. Να βρίσκουν διαρκώς τα κακώς κείμενα των πολιτικών και του συστήματος και βέβαια, να διαχωρίζουν τον εαυτό τους από κάθε ευθύνη για την παραμικρή πορεία. Ακούμε για τα κόκκινα δάνεια τις συντάξεις μαϊμού, τη φοροδιαφυγή και πιστεύουμε βολικά πως κάποιοι άλλοι συνιστούν την πέτρα του σκανδάλου και όχι εμείς. Υπάρχει μια πολύ μεγάλη ομάδα συμπολιτών μας η οποία, ενώ διαθέτει κρυφούς πόρους και μετρητά μέσα και έξω από την Ελλάδα από πεποίθηση δεν πληρώνει τη δόση για το σπίτι που πήρε με δάνεια. Αυτή η συνομοταξία πολιτών φαντασιώνεται κάποια πολιτικής αναταραχή, κάποια ανωμαλία του συστήματος και ταγών της πολιτικής και τους συμπονήσουν και να τους χαριστούν τα σπίτια. Γίναμε κοινωνία χιμαιροκυνηγών μπαταχτσήδων με στόχο να εκμεταλλευτούμε το σύστημα και να ωφεληθούμε εμείς, αδιαφορώντας για το κοινωνικό σύνολο. Από την άλλη μεριά, βέβαια και οι πολιτικοί του σήμερα, βέβαια και οι πολιτικοί του σήμερα χωρίς συνέπεια και συνέχεια αδικούν χιλιάδες πολίτες με υπερβολικούς και παράλογους φόρους. Τα χρόνια της σοσιαλιστικής πανδαισίας, οι Έλληνες πιστέψαμε, όχι από αφέλεια, αλλά από (κουτο)πονηριά πως τα ευρώ έρχονται από το πουθενά και δεν υπάρχει επιστροφή στους δανειστές. Οι τράπεζες μέσα στην πλασματική οικονομική «άνθηση» έψαχναν να βρουν δανειολήπτες να χορηγήσουν δάνεια για διακοπές στις Μπαχάμες και αλλού. Ακόμη και αν ήσουν ελέφαντας το δάνειο σε περίμενε σε κάποια τράπεζα. Έτσι, δημιουργήθηκε η μεγάλη φούσκα η οποία κάποια στιγμή έπρεπε να σκάσει όταν μας ήρθε ο λογαριασμός. Γνωστός πολιτικός ηγέτης της δεκαετίας του εβδομήντα είχε πει στη Βουλή των Ελλήνων: Στην Ελλάδα η πολιτική και η οικονομική ασυδοσία των λίγων καταστρέφει την ελευθερία και την ευτυχία των πολλών. Και είχε δίκιο η πρόοδος σε μια ευνομούμενη πολιτεία στηρίζεται σε τρεις βασικούς πυλώνες. Στη καλή ψυχολογία και την εντιμότητα των πολιτών. Στην καλή πίστη ανάμεσα στους δανειολήπτες και τα ιδρύματα που τους χορηγούν δάνεια και στην πολιτική σταθερότητα, η οποία απουσιάζει από τη χώρα μας. Αυτά όλα μαζί περίπου συνθέτουν ένα πρόβλημα για πολύ δυνατούς λύτες, που δεν τους διαθέτουμε.
Όλοι πολιτικολογούμε για την Ελλάδα της χρεοκοπίας, για τις μειώσεις των συντάξεων και φυσικά τις πιο πολλές φορές νιώθουμε την αδικία ζωντανή στο πετσί μας. Ξεχνούμε όμως ότι το ντοβλέτι διαθέτει μεγάλο αριθμό μπαταχτσήδων, εκατοντάδες συνταξιούχοι μαϊμού και άλλες παρόμοιες συνομοταξίες που απομυζούν το δημόσιο χρήμα και το στερούν από τους έντιμους πολίτες που εργάστηκαν για αυτό και το δικαιούνται. Βέβαια για να υπάρχει ένα τόσο μεγάλο κοινωνικοοικονομικό πρόβλημα, στη χώρα του πιο έξυπνου λαού, χρειάζονται δυο, οι κυβερνώντες και οι κυβερνώμενοι. Και εδώ φαίνεται και από την ιστορία μας, πολιτικοί και πολίτες, δεν δικαιούμαστε να είμαστε υπερήφανοι για την εντιμότητά μας και τη συμπεριφορά μας προς το κοινωνικό σύνολο. Μέσα στα τελευταία τριάντα χρόνια ακούσαμε για τις αγροτικές και κτηνοτροφικές επιδοτήσεις που βρήκε το μεγαλείο της αρπαχτής από κάποιους κτηνοτρόφους. Για παράδειγμα, τα διακόσια αιγοπρόβατα επιδοτούνται τρεις και τέσσερις φορές με τη μέθοδο της μετακίνησης των ζώων σε άλλες περιοχές και σε άλλους δήθεν ιδιοκτήτες για να καρποθούν και εκείνοι την επιδότηση. Βέβαια πρέπει και εδώ να τονίσουμε ότι για να γίνει μια απάτη χρειάζονται δύο. Ηθικοί αυτουργοί ήταν και οι αξιότιμοι κύριοι της επιτροπής που υπέγραψε για την επιδότηση. Καλή είναι η κριτική που ασκούμε κατά του συστήματος αλλά χρειάζεται να κοιτάζουμε και τον καθρέφτη δηλαδή να κάνουμε αυτοκριτική ως μονάδες και ως σύνολα για ό, τι φέρουμε και εμείς ευθύνη. Αυτή λοιπόν η αμοραλιστική κραιπάλη πέρασε στον ευρύ ευρωπαϊκό χώρο και μας κατέστησε αναξιόπιστους και γελοίους. Μοιάζει με ανέκδοτο όταν ακούμε από το στόμα των σημερινών πολιτικών μας ότι θα προσελκύσουν επενδύσεις στην Ελλάδα.
Γιώργος Σταυράκης
Kοινωνιολόγος