Ένα μαγικό ταξίδι από την εποχή της «Ντενεκεδούπολης» μέχρι το σήμερα, λίγες μέρες μετά την κυκλοφορία του νέου μυθιστορήματος της Ευγενίας Φακίνου, με τίτλο «Νυχτερινή Ακρόαση», είχαν την ευκαιρία να βιώσουν οι μαθητές της Α΄ τάξης του 6ου Γυμνασίου Ηρακλείου Αττικής, σε μια συνάντηση γνωριμίας με το έργο και την ίδια την πολυβραβευμένη συγγραφέα.
Η δράση πραγματοποιήθηκε σε συνδιοργάνωση με το τμήμα της Βιβλιοθήκης του Δήμου στην αίθουσα εκδηλώσεων του Πολιτιστικού Πολύκεντρου στο πλαίσιο των εκδηλώσεων “Αθήνα 2018 – Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου”, με τους μαθητές να έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν την συγγραφέα, να συνομιλήσουν μαζί της και να παρουσιάσουν την βιογραφία και το έργο τους, συνδυάζοντας την συνάντηση με το μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.
Η συζήτηση κυμάνθηκε κυρίως γύρω από το πρώτο έργο της, με το οποίο συστήθηκε στο κοινό, ξεκινώντας από την «Ντενεκεδούπολη», ένα έργο που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά με τη μορφή αντικειμενοθεάτρου το 1975, με πολλά μηνύματα και αλληγορικές σημασίες και αποτελείται από 5 έργα για παιδιά προσχολικής και πρώτης σχολικής ηλικίας, το οποίο είχε τεράστια απήχηση και αποτέλεσε τομή στην νεώτερη αντίληψη του κουκλοθέατρου. Στη συνέχεια, έγινε εκτενής αναφορά στο πρώτο της μυθιστόρημα, με τίτλο «Αστραδενή», που κυκλοφόρησε το 1982, με τους μαθητές να παρουσιάζουν την δική τους οπτική για το βιβλίο, ενώ έφτασαν μέχρι το σήμερ, και την «Νυχτερινή Ακρόαση», το τελευταίο της μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες.
Η συγγραφέας, προσηνής και δεκτική, απάντησε στις ερωτήσεις των παιδιών, πολλές από τις οποίες ήταν πολύ ώριμες και εντυπωσιακές.
Οι ερωτήσεις των παιδιών
Όπως ήταν αναμενόμενο, το πρώτο ερέθισμα ήταν να μάθουν την ιστορία πίσω από ένα από τα πιο αγαπημένα έργα των παιδιών, την «Ντενεκεδούπολη».
«Δεν ήξερα τι ήθελα να κάνω και, καθώς κουβέντιαζα με τον άνδρα μου, με ρώτησε: “τι φαντάζεσαι;”. Ντενεκέδες. ;O,τι πιο ευτελές. Από τους ντενεκέδες, όμως, μέχρι να γίνει η “Ντενεκεδούπολη”, υπάρχει κόπος και σκέψη και απόφαση δύσκολη. Ο πατέρας μου έλεγε, “Θα βγεις με το όνομά σου; Θα γίνεις ρεζίλι! Έχει ξαναγίνει θέατρο με ντενεκέδες;”. Δεν είχε ξαναγίνει, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι δεν μπορούσε να γίνει».
Η γονική γνώμη είναι πάντα σημαντική, αλλά όπως παραδέχθηκε η έμπειρη συγγραφέας, η σχέση της με τους γονείς της δεν επηρέασε την επιθυμία της να γράψει βιβλία.
«Δεν τους ρώτησα. Το ’82 που αποφάσισα να γράψω την «Αστραδενή», ήμουν μεγάλο κορίτσι. Δεν χρειαζόταν να τους ρωτήσω. Ήμουν έτσι κι αλλιώς ζωηρό κορίτσι. Γεννήθηκα το 1945. Μέχρι το 1967, στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο γίνονταν επαναστατικά πράγματα. Γινόταν μια επανάσταση στη μουσική. Το ροκ τότε για τους γονείς μας ήταν κάτι τρομακτικό. Τα ντυσίματα άλλαζαν. Η μαμά μου το έφερνε βαρέως που δεν φόρεσα ποτέ τακούνια. Έτσι ήταν η νεολαία τότε και οι γονείς μας στην άλλη άκρη. Σήμερα, αυτή η απόσταση δεν υπάρχει. Οι γονείς σας είναι πολύ προχωρημένοι. Πάλι θα τους βρίσκετε λιγότερο από ο,τι εσείς, αλλά είναι πολύ πιο διαφορετικά τα πράγματα. Είναι πιο ανεκτικοί και έχουν πιο ανοικτό μυαλό. Μην σας ξεγελάει που φαίνομαι καλό παιδί. Ήμουν… τζώρας όταν ήμουν παιδί!»
«Στους γονείς σας άρεσαν τα βιβλία που γράφατε;», ήταν η ερώτηση μια νεαρής μαθήτριας.
«Τα ευχαριστήθηκαν πάρα πολύ. Ο πατέρας μου πρόλαβε και την “Αστραδενή”, το πρώτο μου μυθιστόρημα. Μετά τον έχασα και τη μητέρα μου λίγο μετά. Δε νομίζω ότι τους έχω απογοητεύσει πάντως».
Η πρώτη αίσθηση
Πώς ήταν άραγε η πρώτη αίσθηση όταν εκδόθηκε το πρώτο της βιβλίο; Η κ. Φακίνου απάντησε με αφοπλιστική ειλικρίνεια.
«Νιώθω πάντα το ίδιο δέος, το ίδιο τρακ, την ίδια συγκίνηση, την απεριόριστη αγωνία, από το 1982 που κυκλοφόρησε η “Αστραδενή” μέχρι ένα μήνα πριν, που κυκλοφόρησε το τελευταίο μου, η “Νυχτερινή Ακρόαση”. Είναι κάθε φορά σαν να είναι η πρώτη φορά και, μάλιστα και λίγο παραπάνω γιατί τώρα υπάρχει η αγωνία να μην χάσεις το επίπεδο. Να είσαι τουλάχιστον στο ίδιο επίπεδο με τα προηγούμενα. Έχω γράψει αρκετά μυθιστορήματα kαι άλλα τόσα για μικρά παιδιά. Δεν σημαίνει ότι όλες οι ιδέες, όλα τα βιβλία είναι στον ίδιο βαθμό».
Η κ. Φακίνου παραδέχθηκε επίσης ότι πλέον δεν είναι σε θέση να ασχοληθεί με το παιδικό βιβλίο, δίνοντας την εξήγησή της γι’ αυτό.
«Έχω φύγει από τα παιδικά. Νιώθω πολύ μακριά. Ακόμα διαβάζονται και έχουν απήχηση, αλλά εγώ είμαι πολύ μακριά. Αν με ρωτούσατε, αν θα έγραφα σήμερα ένα βιβλίο για παιδιά, θα έλεγα ότι δεν μπορώ. Δεν έχω αυτό που πρέπει να έχω. Τη νεκρώσιμη διάθεση».
Οι μικροί μαθητές θέλησαν να μάθουν επίσης για το πώς η συγγραφέας πραγματεύεται τα θέματα των βιβλίων της.
«Κάθε βιβλίο ξεκινά από μία αφορμή. Τα βιβλία οι συγγραφείς τα φέρουν μέσα τους. Τα κουβαλάνε. Από την παιδική τους ηλικία ίσως, καθώς μεγαλώνουν και αποκτούν εμπειρίες, παρατηρούν, το αυτί και το μάτι είναι συνέχεια απλωμένα. Δεν το κάνουν συνειδητά, αλλά όλο αυτό που ακούει και παρατηρεί, το επεξεργάζεται πολλές φορές χωρίς να το συνειδητοποιεί. Και χρειάζεται μια αφορμή για να πυροδοτήσει αυτό το υλικό που έχει μέσα του και να γίνει κάποιο θέμα».
Για να εξηγήσει καλύτερα την απάντησή της, χρησιμοποίησε την ιστορία που κρύβεται πίσω από το τελευταίο της βιβλίο με τίτλο «Νυχτερινή Ακρόαση».
«Ξεκίνησε επειδή κοιμόμουν πολύ λίγο και άκουγα ραδιόφωνο. Υπάρχουν εκπομπές που απευθύνονται σε δυο ειδών ανθρώπους. Αυτούς που εργάζονται τη νύχτα και θέλουν να έχουν συντροφιά ένα ραδιοφωνάκι. Και υπάρχει άλλη μια κατηγορία, των μοναχικών ανθρώπων, που είτε δεν θέλουν ή δεν μπορούν να κοιμηθούν για τους δικούς τους λόγους και ακούν το βράδυ ραδιόφωνο. Και βγαίνουν σε αυτές τις εκπομπές και μιλάνε. Κατέγραφα επί δυο χρόνια. Και μετά σκέφτηκα έναν τρόπο αυτό να το περάσω και να το κάνω μυθιστόρημα. Τα θέματα μας έρχονται, αλλά δεν ξέρουμε από πού. Πρέπει το παράθυρο του μυαλού μας εκείνη την ώρα να είναι ανοικτό γιατί μπορεί να περνάει από μπροστά σου το ωραιότερο θέμα κι εσύ να μην είσαι σε θέση να το πιάσεις. Να μην είσαι έτοιμος και να σου φύγει. Πρέπει να συνδυαστούν πολλά πράγματα για να ξεκινήσει ένα βιβλίο. Οι ήρωες και ηρωίδες προκύπτουν ανάλογα με το θέμα. Είναι σαν να βρίσκονται από χρόνια. Εγώ δεν τους επιλέγω τους ήρωες μου. Έχουμε μια διαρκή συνομιλία. Τους έχω μέσα μου. Είναι οι δικοί μου άνθρωποι».
Τα μηνύματα
«Δεν θέλω να περάσω κανένα μήνυμα. Δεν μπορείς να ξεκινήσεις για να πεις “θέλω να περάσω αυτό το μήνυμα”. Ακόμα και η “Ντενεκεδούπολη” που είναι τόσο ξεκάθαρο το τι θέλει να περάσει. Ξεκίνησε τη βραδιά που έπεσε η Χούντα, κατέβαινε όλος ο κόσμος στο Σύνταγμα λυτρωμένος να γιορτάσει. Κατέβαινα κι εγώ με το γιο μου που ήταν 3 ετών μέσα σε ένα τρόλεϊ γεμάτο χαρούμενο κόσμο. Με ρώτησε το παιδί “Μαμά, που πάμε; Γιατί είμαστε όλοι έτσι;”. Πώς να εξηγήσεις σε ένα παιδάκι τι ήταν η Δικτατορία και γιατί ο κόσμος χαιρόταν που είχε πέσει. Σκέφτηκα λοιπόν το πρώτο έργο της “Ντενεκεδούπολης”».
Η μέθοδος του συγγραφέα
«Πολλοί φαντάζονται ότι ο συγγραφέας έχει την έμπνευση και κάθεται και γράφει. Οι περισσότεροι συγγραφείς έχουν έναν δικό τους χώρο που κλείνονται μέσα για να μην τους βλέπουν. Εγώ, όταν είχα τα παιδιά μου μικρά δεν είχα τέτοιο χώρο, έγραφα στο τραπέζι της κουζίνας και μάζευα τα τετράδιά μου – ακόμα δεν υπήρχε υπολογιστής – έγραφα στο χέρι.
Πρώτα δίναμε χειρόγραφα, μετά περάσαμε στις γραφομηχανές και δίναμε δακτυλογραφημένο κείμενο. Μετά στον υπολογιστή που δίναμε στην αρχή CD, μετά στικάκι, τώρα το στέλνεις με mail. Έχει χαθεί η μαγεία που πήγαινες στον εκδότη με την ντάνα χειρόγραφα και του έλεγες “Πάρε τον κόπο μου”. Τώρα φεύγει αυτό. Ακόμα και όταν μας πληρώνουν, γίνεται ηλεκτρονικά. Ήταν πιο ωραία όταν έπαιρνες τα χρήματα στο χέρι.
Εγώ έμαθα τον υπολογιστή μετά τα 50 μου, θέλω το πρώτο χέρι να είναι με το χεράκι μου. Να μην μεσολαβεί κανένα μηχάνημα. Μετά, όμως, αναγνωρίζοντας τις εξαιρετικές δυνατότητες του υπολογιστή, το ξαναγράφω – και αυτό έχει την αξία του γιατί αράδα-αράδα το ξαναγράφεις – και μετά περνά από πάρα πολλές διορθώσεις».
Πόσος χρόνος, όμως, απαιτείται για να ολοκληρωθεί ένα βιβλίο;
«Ο χρόνος είναι κάτι που δεν μετριέται. Αν με ρωτήσει κάποιος πόσο κάνω από τη στιγμή που ξεκινώ να γράψω μέχρι τη στιγμή που παραδίδω, αυτό είναι μετρήσιμο. Έχει προηγηθεί, όμως, ένας άλλος χρόνος, άπειρος, όπου αυτό το βιβλίο σιγά σιγά στοιχειοθετείται. Από τη στιγμή που έχεις την ιδέα και μπορείς να την γράψεις με τρεις φράσεις. Κάθε συγγραφέας έχει τον δικό του τρόπο. Οι περισσότεροι συγγραφείς, των οποίων τα βιβλία έχουν αρχή, μέση και τέλος, χρειάζονται κάτι σαν σενάριο. Να κάτσουν να σκεφτούν, να καταγράψουν την ιστορία. Πριν τα καταγράψεις τα φαντάζεσαι. Από βιβλίο σε βιβλίο θέλεις περίπου δύο με τρία χρόνια. Το δουλεύεις, το παραδίδεις, μετά έχεις να κάνεις μια δουλειά για την προώθησή του κλπ. Ύστερα, χρειάζεσαι να ξεκουραστείς λίγο και να χαζέψεις σαν άνθρωπος και μετά, αυτό το χάζεμα αρχίζει και γίνεται βάσανο και δεν βολεύεσαι και ξέρεις ότι έχει έρθει η ώρα να μπεις πάλι στην ίδια διαδικασία».
Τι πρέπει να κάνει ένας συγγραφέας για να κερδίσει τον αναγνώστη; Άραγε, υπάρχει… συνταγή;
«Δεν το ξέρει. Αν το ήξεραν, όλοι θα είχαν κερδίσει τους αναγνώστες. Όταν γράφει ένας καλός συγγραφέας, δεν σκέφτεται ποτέ τον αναγνώστη. Σκέφτεται το θέμα του. Τους ήρωες του. Δεν είναι κάτι εύκολο. Είναι ψυχοφθόρο και δύσκολο. Οι περισσότεροι κουράζονται πάρα πολύ. Είναι βασανισμένοι άνθρωποι οι περισσότεροι συγγραφείς. Θα ήταν πάρα πολύ ωραία, αν έγραφε κανείς ένα βιβλίο και γιατρευόταν. Δεν γίνεται, όμως, έτσι. Από βιβλίο σε βιβλίο παρηγορείς αυτό που είναι λίγο ζόρικο μέσα σου. Αν σκέφτεσαι τον αναγνώστη, θα κάνεις ευκολίες. Εγώ πολλές φορές στα βιβλία μου αφήνω ένα τέλος ανοικτό που σημαίνει ότι ο αναγνώστης πρέπει ν σκεφτεί λιγάκι τι συμβαίνει εκεί. Θέλω να πιστεύω ότι απευθύνομαι σε αναγνώστες που είναι σκεπτόμενοι άνθρωποι που δεν θέλουν κάτι έτοιμο».
Οι συμβουλές στους νέους
Μια μαθήτρια ρώτησε την κ. Φακίνου για το τι θα συμβούλευε έναν νέο που θέλει να γίνει συγγραφέας κι εκείνη εξήγησε όλες τις αντικειμενικές δυσκολίες.
«Να το ξανασκεφτεί. Δεν μπορείς να ζήσεις από αυτή την δουλειά. Το αναγνωστικό κοινό στην Ελλάδα είναι μικρό. Τα περισσότερα βιβλία δεν πωλούν τόσο ώστε να επιτρέπουν στον συγγραφέα να ζήσει αξιοπρεπώς. Οι περισσότεροι συγγραφείς έχουν ένα δεύτερο επάγγελμα. Τα παλαιότερα χρόνια, πράγματι ήταν πολύ ευκολότερα τα πράγματα. Αν κάποιος δεν μπορεί παρά να μην γίνει συγγραφέας, θα γίνει και θα το πληρώσει. Θα κάνει μια άλλη δουλειά και θα γράφει τις ελεύθερες ώρες του. Οι περισσότεροι το κάνουν. Ο καθένας βρίσκει τον τρόπο του. Αν είναι μέσα σου και πρέπει να βγει, θα βγει και θα το ολοκληρώσεις. Το τίμημα θα υπάρχει».
Όσο για τους δικούς της αγαπημένους συγγραφείς:
«Έχω πολλούς. Αγαπώ πάρα πολύ τους παλαιότερους Έλληνες συγγραφείς. Λατρεύω τον Καρκαβίτσα, τον Βιζυηνό, τον Παπαδιαμάντη, τους ξέρω καλά. Ο Καρκαβίτσας είναι η αγάπη μου η μεγάλη. Ήταν παρεξηγημένος, αλλά έχει γράψει πολύ ωραία πράγματα. Διάβαζα άτσαλα. Την εποχή εκείνη δεν είχαμε σύστημα. Ό,τι βιβλίο μας έπεφτε στα χέρια, το διαβάζαμε. Η μαμά μου είχε καταλάβει ότι είχε ένα… περίεργο παιδί και μου αγόραζε βιβλία από το περίπτερο και ήταν μεγάλο το κόστος εκείνα τα χρόνια.
Διαβάζω τους σύγχρονους Έλληνες. Θέλω να ξέρω τη νέα γενιά που έρχεται και είναι πολύ διαφορετική από εμάς, αλλά πάρα πολύ ενδιαφέρουσα. Διαβάζω και ξένη λογοτεχνία. Διαβάζω πάρα πολύ. Μου αρέσουν επίσης πολύ οι Λατινοαμερικάνοι συγγραφείς».