Δεν φαίνεται όμως να έχουμε καταλάβει, πολλώ μάλλον να έχουμε συνειδητοποιήσει, ότι η παρακμιακή πορεία του Ελληνισμού έχει βαθύ παρελθόν και συντελείται εντός των τειχών.
Συνωμοσιολογούμε για τον ξένο δάκτυλο, τον Σιωνισμό, τη λέσχη Μπέλντεμπεργκ την Αμερική, και τώρα τη Γερμανία που όλοι «βυσσοδομούν σε βάρος της Ελλάδας» αλλά αρνούμαστε να αναγνωρίσουμε τα δικά μας λάθη που είναι πολλά και διαχρονικά. Πρόθυμοι κάθε φορά να επινοήσουμε αποδιοπομπαίους κατασκευάζοντας ένα μετέωρο άλλοθι. Ξεχνούμε, ή δεν βολεύει να ξέρουμε, ότι τα άτομα, οι λαοί, και τα έθνη, διαμορφώνουν οι ίδιοι τη μοίρα τους, και άρα, την ιστορία τους. Χωρίς αξιόλογη κοινωνιολογική έρευνα, ξεχνάμε επίσης ότι η ιστορία κάθε λαού διαπερνά το χρόνο και βαρύνει το παρόν και μέλλον του.
Μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο, και ειδικότερα μετά το 1980, οι όποιες πολιτιστικές αξίες, οι οποίες γνήσιες ελληνικές παραδόσεις εγκαταλείφθηκαν και τη θέση τους πήρε, ο αμοραλισμός, ο μιμητισμός, η κούφια σπουδαιοφάνεια του φαίνομαι, και όχι του είμαι. Η ικανοποίηση του κατώτερου ενστίκτου, σε βάρος ανθρωπιστικών αξιών με την επίδραση ξένων και κακόγουστων μοντέλων κοινωνικής ζωής έγινε αυτοσκοπός και νόημα ζωής, σχεδόν σε ολόκληρη την κοινωνική διαστρωμάτωση.
Από πολλές δεκαετίες πριν, παρατηρείται μεγάλο έλλειμμα συλλογικού οράματος και συνεκτικότητας του λαού μας. Την αισιοδοξία και το θετικισμό, ως απαραίτητη κοινωνική δυναμική, για να πάει ο τόπος μπροστά, την διαδέχτηκε ο αυξανόμενος πεσιμισμός, ο θυμός που φέρει η αδικία, το αίσθημα θυματοποίησης, και απαξία των πολιτικών και του συστήματος που οι ίδιοι ανέχθηκαν, αν όχι, βολεύτηκαν με αυτό. Όπως αναφέρεται και νωρίτερα, αυτά μεγιστοποιούνται για κομματικό όφελος (δυστυχώς) από δημαγωγούς και ανεύθυνα μέσα μαζικής ενημέρωσης (Mass Media). Τα εισαγόμενα κακόγουστα κοινωνικά πρότυπα ζωής, κυρίως για τη νέα γενιά (Βλέπε: Generation Gap, χάσμα γονιών με τα παιδιά τους) και αυτό μαζί με ένα παιδαγωγικό σύστημα το οποίο επί σαράντα χρόνια παραπαίει, προδιαγράφουν μια σημερινή και αυριανή κοινωνία, επιεικώς, ουραγό στις εξελίξεις. Σε αυτά έρχεται να προστεθεί η κρίση της οικογένειας, ο θεσμός του γάμου. Περίπου το 40% των γάμων διαλύονται τα πρώτα πέντε χρόνια, ή συμβιώνουν συμβατικά και εντέλει η υπογεννητικότητα που αυξάνει το δημογραφικό ζήτημα.
Το παρελθόν και οι καλές πλευρές της ιστορίας μας για τη νέα γενιά έχει πάψει να είναι φορέας διδακτικών μηνυμάτων. Εθνικές ιστορικές επέτειοι χλευάζονται από ομάδες νέων παιδιών. Καλλιεργείται μια κουλτούρα άρνησης για οτιδήποτε έχει κρατήσει την κοινωνία, και πρωτίστως την παιδεία μας σε καλά επίπεδα. Η ανόητη και η βλακώδης, αν μου επιτρέπεται, κουλτούρα των καταλήψεων, που κρύβει πίσω της κομματικές σκοπιμότητες, έφτασε να θεωρείται από τους μαθητές και σπουδαστές ως μέρος της παιδαγωγικής τους ζωής.
Η κοινωνία μας σταδιακά, μα σταθερά, περιήλθε σε φάση όπου κάθε συλλογική αντίσταση απέναντι στον άκρατο υλισμό, το κοινωνικό εκβαρβαρισμό, την αλλοτρίωση και την αθέμιτη ιδιοτέλεια ατονίζει και χάνεται. Εξαίρεση συνιστά ο γιγάντιος συνδικαλισμός και τα πολιτικά κόμματα. Η σύγχυση, η ανασφάλεια, και αποπροσανατολισμός, που εκπέμπει το σύστημα απομακρύνει το λαό από αξίες και προτεραιότητες και τον σπρώχνει ακόμη πιο πολύ προς τον ατομικισμό, και την απάθεια για τα κοινά.
Στη δεκαετία του 1970 η Βρετα νία έφτασε στο χείλος της οικονομικής και κοινωνικής κατάρρευσης απεργίες που έφταναν σε διάρκεια τους τρεις και έξι μήνες. Η ανεργία αυξανόταν, μήνα με το μήνα σε δραματικά ποσοστά. Η άλλοτε γηραιά Αλβιών κινδύνευε να προσομοιάσει με τις μεσογειακές χώρες, Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία. Όχι όμως για πολύ. Ήρθε η Θάτσερ πρωθυπουργός, διαπίστωσε τον παραλογισμό μεγάλων συνδικάτων μετάλλου κ.α. και είπε, αυτό πρέπει να σταματήσει τώρα.
Ο συνδικαλισμός επανήλθε στα πλαίσια και το ρόλο που ορίζει ο νόμος, οι απεργίες ελαχιστοποιήθηκαν, και η οικονομία άρχισε με γρήγορους ρυθμούς, να ανακάμπτει. Από τους συνδικαλιστές και τους πολιτικούς στην Ελλάδα, η Θάτσερ λοιδορήθηκε, αλλά εκείνη έκανε που έπρεπε να γίνει.
Η Βρετανία βρήκε ξανά το δρόμο της.