Εκείνο το μοιραίο καλοκαίρι την περίμενα να ΄ρθει με χαρά, αλλά και με αγωνία. Ήταν έγκυος σε σένα. Κλωτσώντας μέσα στην ολοστρόγγυλη κοιλίτσα της, βιαζόσουν να βγεις στον κόσμο. Τα απογεύματα που δρόσιζε, περπατούσε αργά – αργά στα χωράφια, έκοβε λουλούδια, τραγουδούσε, σταματούσε για λίγη ξεκούραση κρατώντας τη μέση της και ερχόταν σε μένα που μαζί με τους εργάτες δουλεύαμε μέχρι αργά. Τα χορτάρια, που ήταν πιο ψηλά και από το μπόι μου, είχαν τότε κοπεί, τα σιτάρια είχαν αλωνιστεί αφήνοντας στη γη τους κορμούς και τα κίτρινα φύλλα τους, και οι άνθρωποι της γης τα μάζευαν όλα αυτά και τα έβαζαν στις αποθήκες για τροφή των ζώων μας τον χειμώνα. Ένα τέτοιο απόγευμα καμάρωνα από μακριά τη μαμά σου να έρχεται κοντά μας με προσεκτικά και αργά βήματα, γιατί τώρα η κοιλιά της είχε μεγαλώσει πολύ και δυσκόλευε κάθε της κίνηση. Οι εργάτες μας κι εγώ τη βλέπαμε να πλησιάζει… Κάποια στιγμή έσκυψε με κόπο και σήκωσε από το χώμα ένα ξεχασμένο μικρό δεμάτι ξερά χόρτα, το στήριξε επάνω στην κοιλιά όπως το κρατούσε αγκαλιά και σκύβοντας στο πλάι δεξιά το κεφάλι της γελούσε με αστεία ικανοποίηση για τη δουλειά που έκανε κι εκείνη μαζί μας. Το δεμάτι ήταν μικρό και ελαφρύ αλλά τα δεμένα ξερά χορτάρια είχαν μεγάλο μάκρος και έφταναν λίγο πιο επάνω από το κεφάλι της. Όλοι γελάσαμε, κι εγώ αναρωτήθηκα «τι κάνεις τώρα; παίζεις με το δεμάτι έγκυος γυναίκα;». Αλλά βλέποντας λοξά το γελαστό της πρόσωπο, κατάλαβα πόσο πολύ την διασκέδαζε αυτό που έκανε. Όμως ξαφνικά τα γέλια όλων μας κόπηκαν και έμεινε μόνο το δικό της ανέμελο χαμόγελο να μας οδηγεί τραγικά στην επάνω άκρη του «φορτίου» που μετέφερε. Παγώσαμε. Κάποιοι πήγαν να κινηθούν για να την πλησιάσουν. Πρόλαβα και τους συγκράτησα με έναν πνιγμένο λυγμό στη φωνή μου που μόλις ακουγόταν:
Όχι… μην κινηθεί κανείς… Μη μιλάτε… Μην της πείτε τίποτα… Αφήστε την έτσι να έρθει εδώ… Μη δείχνετε τρόμο ότι κάτι κακό συμβαίνει…
Αργά και βασανιστικά, ανάμεσα στα ξερά χόρτα που κρατούσε σε δεμάτι η μαμά σου, ξεπρόβαλε το κεφάλι ενός φιδιού που είχε λουφάξει εκεί και τώρα είχε αρχίσει να ανεβαίνει αργά – αργά, να φαίνεται το μεγάλο μάκρος του και να παρουσιάζεται στριφογυρίζοντας το κεφάλι του έξω από τα χόρτα, λοξά, πίσω από το κεφάλι της μαμάς σου. Ευτυχώς εκείνη δεν το έβλεπε και ούτε είχε καταλάβει τι τρομερό φορτίο κουβαλούσε τόση ώρα επάνω της. Κανείς δεν έλεγε τίποτα. Όλοι είχαμε μείνει αγάλματα. Κι εγώ ήμουν το άγαλμα εκείνο που προσευχόταν χωρίς να ακούγεται φωνή και μόνο τα μάτια μου –θυμάμαι σχεδόν τυφλά- μετρούσαν μαρτυρικά τα βήματα που απόμεναν μέχρι να φτάσει κοντά μας. Ψιθυριστά συμφωνήσαμε τι έπρεπε να κάνουμε για να μη συμβεί το κακό. Και ο Θεός βοήθησε και όλα πήγαν καλά. Οι άνθρωποί μας, που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στα χωράφια και γνώριζαν καλά να αντιμετωπίζουν σωστά τις κινήσεις και τις πονηριές των φιδιών, κινήθηκαν γρήγορα και έξυπνα και μέσα σε λίγη ώρα το «φίδι της μαμάς σου» είχε πεθάνει. Εκείνη, για αρκετή ώρα, δεν μπορούσε να πιστέψει και να καταλάβει τι είχε συμβεί. Είχε αγκαλιάσει προστατευτικά με τα δυο της χέρια την κοιλιά της και προσπαθούσε να ηρεμήσει εμένα. Επιστρέφοντας στο σπίτι αναστατωμένοι, πρόλαβα φεύγοντας και είπα στους εργάτες:
Μην το πετάξετε… Βάλτε το στην αποθήκη. Θα το πάρω αύριο.
Την άλλη ημέρα το πήγα σε έναν γνωστό που ήξερε να ταριχεύει ζώα, πουλιά και άλλα και μάλιστα τόσο καλά, που βλέποντάς τα ταριχευμένα έπαιρνες όρκο ότι ήταν ζωντανά.
Αυτή είναι η ιστορία που περίμενα να μεγαλώσεις αρκετά για να σου πω. Τώρα, αν με ρωτήσεις γιατί ταρίχευσα και φυλάω ακόμα αυτό το φίδι, εγώ θα σου απαντήσω, αλλά δεν ξέρω αν θα με καταλάβεις, αν θα νιώσεις αυτά που θα πω:
Αυτό το φίδι έμεινε αρκετή ώρα επάνω στη μαμά σου χωρίς να τη βλάψει. Κουλουριάστηκε και ύστερα σύρθηκε επάνω σου. Πέρασε κοντά από την καρδούλα σου… Ίσως και να την άκουσε. Εγώ του χρωστώ ευγνωμοσύνη γιατί –έστω και χωρίς να το γνωρίζει γιατί είναι ζώο και μάλιστα πολύ επικίνδυνο- δεν έκανε σε κανέναν από τους δυο σας κακό. Ούτε στη μαμά, ούτε σε σένα. Έτσι σκέφτηκα… Το ξέρω ότι η σκέψη μου αυτή είναι παράξενη ή και ανόητη… Όμως το γερασμένο μου μυαλό λειτούργησε έτσι. Από τότε το έχω εκεί που ξέρεις, πίσω από την πόρτα και απορώ και τώρα ακόμα –και ας πέρασαν τόσα χρόνια-, πώς γλιτώσατε τότε το δάγκωμα και τον θάνατο ίσως, από ένα μεγάλο φίδι επικίνδυνο και δηλητηριώδες.
ο ο ο
Ο παππούς είχε πει την ιστορία του χωρίς διακοπή, χωρίς ανάσα. Ήταν σαν να ζούσε ξανά εκείνα τα φοβερά λεπτά αγωνίας και πόνου.
Το παιδί τον κοιτούσε χαμένο σα να μη πίστευε όλα αυτά που άκουγε. Ύστερα κρεμάστηκε στον λαιμό του παππού μουρμουρίζοντας γλυκά στο αυτί του: Δεν θα γκρινιάσω ποτέ ξανά… Όταν έρχομαι εδώ στο νησί θα χαιρετώ και τον νέο φίλο μου, που θα με περιμένει πίσω από την πόρτα!
Ελένη Κονιαρέλλη-Σιακή