Μόλις το πλοίο αγκυροβόλησε στο λιμάνι και άρχισε να κατεβαίνει ο κόσμος, το μικρό αγόρι άφησε το χέρι της κυρίας που το συνόδευε, έτρεξε ανάμεσα στους επιβάτες και χώθηκε στην τετράφυλλη αγκαλιά του παππού που περίμενε στην προκυμαία με τα κουρασμένα του μάτια να ερευνούν στο βάθος της ήσυχης επιφάνειας της θάλασσας μήπως, σαν κουκίδα, είχε φανεί το πλοίο. Αυτή η σφιχτή αγκαλιά του παππού με τον εγγονό, με τα πολλά φιλιά και τα χάδια, δεν έλεγε να χαλαρώσει. Πέρασε αρκετή ώρα με την αγάπη να στροβιλίζεται κοντά τους, μέχρι που ο ηλικιωμένος άνθρωπος τρέμοντας από ευτυχία και χωρίς να αφήσει το τρυφερό χεράκι του παιδιού, ξεκλείδωσε την πόρτα του σπιτιού τους. Ο μικρός μπήκε χοροπηδώντας στο γνωστό χώρο που περνούσε όλα τα καλοκαίρια και τις γιορτές με τον αγαπημένο του παππού και τους γονείς του. Η γιαγιά είχε φύγει ξαφνικά στο γαλάζιο του ουρανού, χωρίς να προλάβει να αγκαλιάσει το πρώτο της εγγόνι. Ο παππούς έμεινε μόνος. Τον φρόντιζε μια μακρινή συγγενής τους. Όμως αυτό που κατέτρωγε τον γέροντα ήταν ότι η μοναχοκόρη του με τον άντρα της και το αγοράκι τους έμεναν στην Αθήνα, καθηγητές και οι δύο διορισμένοι στη μεγαλούπολη. Μάταια προσπάθησαν να φέρουν τον παππού κοντά τους, δηλαδή, από το νησί στην Αθήνα. Ούτε για αστείο δεν ήθελε να το ακούσει. Ήταν σαν ένα γέρικο πλατάνι, που με όση δύναμη και να το τραβήξεις, δεν μπορείς να το ξεριζώσεις. Γι΄αυτό συνήθιζε να λέει:
«Εμένα μόνο Εκείνος ο λεβέντης του ουρανού με το σπαθί, όταν έρθει η ώρα μου, μπορεί να με κόψει… Εγώ δεν ξεριζώνομαι από το νησί μου.»
Μόλις μπήκε το παιδί μέσα στο σπίτι, έτρεξε και κοίταξε πίσω από την πόρτα και αμέσως κατσούφιασε. Το προσωπάκι του έγραφε:
«Είμαι πολύ θυμωμένος…»
Ο παππούς κοίταξε, δήθεν αδιάφορα, μάλλον για να αποφύγει τη γνωστή ερώτηση:
Γιατί παππού αυτό είναι ακόμα εδώ; Γιατί δεν το πέταξες; Κάθε φορά, όταν σε ρωτώ μου απαντάς τα ίδια: «Όταν μεγαλώσεις λίγο θα σου πω γι΄αυτό μια παράξενη ιστορία».
Τώρα μεγάλωσα έκλεισα τα εννιά… Φέτος πιστεύω να μου πεις επιτέλους την ιστορία για τούτο το «άσχημο πράγμα», που από μωρό το φοβόμουν και έκλαιγα όταν το έβλεπα, κι εσύ τότε το σκέπαζες με ένα πανί για να μην το βλέπω. Όμως φέτος πιστεύω να μου τα πεις όλα…
Θα μου τα πεις;»
Ο παππούς με τα μάτια του γεμάτα τρόμο, σα να ξαναζούσε εκείνες τις στιγμές, κι ας είχαν περάσει δέκα χρόνια, μουρμούρισε:
Θα σου τα πω όλα…
Άρχισε κομπιάζοντας. Οι λέξεις έβγαιναν από τα χείλη του αδύναμες και κομμένες στη μέση:
ο ο ο
Τα καλοκαίρια οι γονείς σου, πριν γεννηθείς ακόμα εσύ, τα περνούσαν πάντα εδώ στο χωριό μαζί μου. Εγώ ζούσα με τη λαχτάρα να ΄ρθουν αυτές οι ημέρες. Είχαν μια λυτρωτική λάμψη που φώτιζε την ψυχή μου. Συχνά η μαμά σου, όταν της το επέτρεπε η δουλειά της, ερχόταν νωρίτερα και μαζί της περνούσα πολλές ώρες κουβεντιάζοντας όλα όσα δεν είχαμε πει τη χρονιά που πέρασε.