Στο 7,9%, διαμορφώθηκε το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα κατά το γ΄ τρίμηνο του 2007, ενώ το αντίστοιχο τρίμηνο του 2006 ανερχόταν στο 8,3%, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της δειγματοληπτικής Έρευνας Εργατικού Δυναμικού που πραγματοποίησε η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος (ΕΣΥΕ). Όπως επισημαίνεται σε σχετική ανακοίνωση της ΕΣΥΕ, είναι το μικρότερο ποσοστό ανεργίας από το 1998, έτος από το οποίο η Έρευνα Εργατικού Δυναμικού άρχισε να διεξάγεται σε τριμηνιαία βάση.
Το ποσοστό του εργατικού δυναμικού στο σύνολο του πληθυσμού ηλικίας 15 ετών και άνω είναι 53,5%. Σύμφωνα με την έρευνα, το ποσοστό ανεργίας των γυναικών (12,2%) εξακολουθεί να είναι υπερδιπλάσιο από εκείνο των ανδρών (4,9%).
Από την κατά ομάδες ηλικιών διάρθρωση της ανεργίας προκύπτει ότι το υψηλότερο ποσοστό παρατηρείται στους νέους ηλικίας 15-29 ετών (6,9%). Για νέες γυναίκες το αντίστοιχο ποσοστό φθάνει στο 23,4%.
Ως προς το επίπεδο εκπαίδευσης, το ποσοστό ανεργίας βρίσκεται πάνω από το συνολικό ποσοστό σε όσους δεν έχουν πάει καθόλου σχολείο (8,0%), στους απόφοιτους ανώτερης τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης (9,8%), καθώς και σε όσους έχουν τελειώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (8,5%). Το χαμηλότερο ποσοστό παρατηρείται στους απόφοιτους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (6,8%), καθώς και στις κατηγορίες του πληθυσμού που έχουν απολυτήριο πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης (6,2%) ή έχουν τελειώσει ορισμένες τάξεις αυτής της βαθμίδας (5,8%).
Από το σύνολο των ανέργων (387.521), το 87,9% αναζητά εργασία με πλήρη απασχόληση. Αναλυτικά, το 40,0% των ανέργων αναζητά αποκλειστικά πλήρη απασχόληση, ενώ το 47,9% αναζητά πλήρη αλλά στην ανάγκη είναι διατεθειμένο να εργαστεί και με μερική απασχόληση.
Ένα σημαντικό ποσοστό ανέργων (12,6%) απέρριψε κάποια πρόταση ανάληψης εργασίας για διάφορους λόγους, κυρίως επειδή δεν ήταν ικανοποιητικές οι αποδοχές (21,8%), δεν εξυπηρετούσε ο τόπος εργασίας (21,6%), δεν εξυπηρετούσε το ωράριο (16,2%).
Μακροχρόνιοι άνεργοι
Το ποσοστό των «νέων ανέργων», δηλαδή όσων εισέρχονται για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας αναζητώντας απασχόληση, ανέρχεται στο 37,1% του συνόλου. Επισημαίνεται ότι οι μακροχρόνια άνεργοι (αυτοί που αναζητούν πάνω από 12 μήνες εργασία, ανεξάρτητα αν είναι «νέοι» ή «παλαιοί» άνεργοι), αποτελούν το 54,8% του συνόλου.
Το ποσοστό ανεργίας των ατόμων με ξένη υπηκοότητα, είναι σημαντικά μικρότερο από το μέσο εθνικό (6,2% έναντι 7,9%). Επίσης, και το ποσοστό των οικονομικά ενεργών ξένων υπηκόων είναι σημαντικά υψηλότερο από το αντίστοιχο μέσο εθνικό (71,9% έναντι 53,5%).
Σε επίπεδο Περιφέρειας το μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας παρατηρείται στη Δυτική Μακεδονία με 11,9% και στη Δυτική Ελλάδα με 10,0%. Στον αντίποδα, το μικρότερο ποσοστό ανεργίας παρατηρείται στην Κρήτη με 3,0% και στο Νότιο Αιγαίο με 4,3%.
Χαρακτηριστικά της απασχόλησης
Ο αριθμός των απασχολουμένων, το γ΄ τρίμηνο του 2007, εκτιμάται στα 4.539.288 άτομα.
Κατά το γ΄ τρίμηνο του 2007 βρήκαν απασχόληση 98.435 άτομα, τα οποία ήταν άνεργα πριν από ένα έτος. Παράλληλα, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, 82.108 άτομα μετακινήθηκαν από τον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό σε θέσεις απασχόλησης. Αντίθετα, 64.285 άτομα, τα οποία ένα χρόνο πριν ήταν απασχολούμενα, σήμερα είναι άνεργα και άλλα 77.154 άτομα που ήταν απασχολούμενα, είναι πλέον οικονομικά μη ενεργά. Επιπλέον, 71.365 άτομα, που πριν ένα έτος ανήκαν στον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό, εισήλθαν στην αγορά εργασίας αναζητώντας απασχόληση, αλλά είναι άνεργα.
Εξετάζοντας την εξέλιξη των απασχολουμένων, ανά τομέα της οικονομίας, φαίνεται ότι στον πρωτογενή τομέα υπάρχει μείωση σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό τρίμηνο (-3,5%). Ο δευτερογενής και ο τριτογενής τομέας, αντίθετα, παρουσιάζουν αύξηση της τάξης του 3,8% και του 0,9%, αντίστοιχα. Οι κλάδοι του τριτογενούς τομέα που παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη αύξηση στην απασχόληση είναι των άλλων δραστηριοτήτων παροχής υπηρεσιών (7,0%), της υγείας (5,8%), και των ιδιωτικών νοικοκυριών (6,7%). Στο δευτερογενή τομέα, τη μεγαλύτερη αύξηση παρουσιάζει ο κλάδος των κατασκευών (10,0%), ενώ στον πρωτογενή εμφανίζεται αύξηση της απασχόλησης στον κλάδο της αλιείας (4,8%).
Το ποσοστό μερικής απασχόλησης παραμένει χαμηλό και ανέρχεται στο 5,5% των απασχολουμένων. Από το υποσύνολο αυτό των εργαζομένων το 42,5% έκανε αυτή την επιλογή διότι δεν μπόρεσε να βρει πλήρη απασχόληση, ενώ το 11,4% διότι φροντίζει μικρά παιδιά ή εξαρτώμενους ενήλικες.
Το ποσοστό των μισθωτών, το οποίο εκτιμάται σε 64,7%, εξακολουθεί να είναι χαμηλότερο του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία ανέρχεται στο 80% του συνόλου των απασχολουμένων.