Πώς αντιμετωπίζει ο Χέρμαν Μπλάουτ το περιβάλλον μέσα από τα έργα του και με ποιους τρόπους επιχειρεί να «επικοινωνήσει» τα νοήματα που θέλει στο κοινό του;
Τα τελευταία τέσσερα χρόνια δουλεύω τη σειρά «Ταξιδεύοντας». Τόπους που έχω επισκεφθεί, που έχω αποτυπώσει στα σκίτσα μου. Αποσυνθέτω την πραγματικότητα και την ανασυνθέτω με γεωμετρικές φόρμες. Σε αυτά τα έργα κυριαρχούν τα καθαρά, λαμπερά χρώματα και το φως.
Τώρα δουλεύω ταυτόχρονα και έργα μαυρόασπρα, θέλοντας να αποδώσω την ασχήμια και την γκριζάδα του κόσμου μας. Φουγάρα που γεμίζουν με καπνό την ατμόσφαιρα, ακτές γεμάτες σκουπίδια, καμένα δάση, τη φρίκη του πολέμου, την απόγνωση της πείνας, έργα ανατριχιαστικά.
Στην επόμενη έκθεσή μου θέλω να παρουσιασθούν αυτές οι δύο ενότητες μαζί: από τη μια η ομορφιά αυτού που είχαμε και από την άλλη ο τρόμος και η ασχήμια του μέλλοντος. Και ο νοών νοείτω…
Στο Μαρούσι καταδικαστήκαμε να ζούμε σε ένα περιβάλλον που δεν θυμίζει σε τίποτε το άλλοτε πράσινο προάστιο. Νομίζετε ότι υπάρχει επιστροφή και από πού περνά αυτή;
Το άλλοτε πράσινο Μαρούσι είναι πλέον μια ανάμνηση που σε γεμίζει θλίψη. Σιγά σιγά, «βωβοθήκαμε». Τα δένδρα έπρεπε ν' αντικατασταθούν με μπετόν και γυαλί. Και τι ωραίες που είναι οι πλακόστρωτες πλατείες!
Κάπως έτσι αντιλαμβάνονται οι πολιτικοί τη λέξη ανάπτυξη. Σαν κάτι που αφορά μόνο στον οικονομικό και τεχνολογικό τομέα. Το άτομο και η ύπαρξή του αγνοούνται.
Αλλά κι εμείς οι πολίτες αλλοτριωθήκαμε. Θέλουμε ταχύτερα αυτοκίνητα, φαρδύτερους δρόμους, μεγαλύτερα σπίτια. Και μέρα με τη μέρα γινόμαστε όλο και πιο καταναλωτικοί.
Η όποια επιστροφή από τον δρόμο αυτό είναι άρρηκτα δεμένη με την αλλαγή σκέψης και νοοτροπίας. Απαιτεί θυσίες. Κι εμείς είμαστε που πρέπει να δώσουμε στους πολιτικούς να καταλάβουν ότι δεν είναι υπηρέτες ενός αναφορικού δείκτη, αλλά ευαίσθητοι δέκτες ενός πολίτη που απαιτεί ποιότητα ζωής, για τον ίδιο και τις επερχόμενες γενεές.
Στην Ελλάδα, συνηθίζουμε να τα ρίχνουμε όλα στην Πολιτεία και γενικά στους… άλλους. Έχει ευθύνη, πιστεύετε, και ο καθένας από εμάς για το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούμε και ποια είναι αυτή;
Στην Ελλάδα φταίει πάντα είτε ο «ξένος δάκτυλος», είτε ο υπουργός, είτε ο δήμαρχος. Εμείς, από την άλλη πλευρά, είμαστε πάντα αλάνθαστοι. Ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης για την επερχόμενη καταστροφή φέρουμε εμείς οι ίδιοι.
Ας κοιτάξουμε, λοιπόν, πρώτα μέσα μας και γύρω μας. Πρέπει να αλλάξουμε για να απομακρύνουμε τον κίνδυνο. Και υπάρχουν χίλιοι τρόποι γι' αυτό. Ας ξεκινήσουμε σήμερα, όχι αύριο, να σεβόμαστε το περιβάλλον, τα πάρκα με τα λουλούδια τους, τα εναπομείναντα δάση μας. Ας πρασινίσουμε τους κήπους και τα μπαλκόνια μας, ας συμβάλλουμε στην καθαριότητα των δρόμων, ας ανακυκλώνουμε τα απορρίμματά μας, ας σταματήσουμε την υπερκατανάλωση, ας οδηγούμε σωστότερα, ας κάνουμε τακτικότερους ελέγχους στα αυτοκίνητά μας και τόσα άλλα.
Ολοκληρώνεται ποτέ, οριστικά, ένας πίνακας κι αν ναι, τι αισθήματα αφήνει αυτό το «τέλος» στον δημιουργό του;
Η δημιουργία είναι μια θεϊκή στιγμή, μία λύτρωση. Κάθε φορά που ολοκληρώνεται ένα έργο μου ακολουθεί ένα κενό, μία απογοήτευση, θα έλεγα μια κατάρα.
Από αυτήν, όμως, ξυπνά μια ελπίδα για το επόμενο καλύτερο έργο. Ονειρεύομαι το αυριανό έργο κι αυτό αποτελεί το κίνητρο της δημιουργίας.
Ο Xέρμαν Μπλάουτ σε… τίτλους
Ο Χέρμαν Μπλάουτ γεννιέται στο Ιλλερτίσσεν της Βαυαρίας στις 24 Ιουλίου του 1939. Λίγες ημέρες μετά ξεσπά ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος που στερεί τις τρυφερές εικόνες από την παιδική ηλικία του. Το 1945 τα αμερικανικά τανκ εισβάλλουν στην πόλη του, το σπίτι που γεννήθηκε επιτάσσεται και η οικογένειά του αναγκάζεται να μετακινείται από κατάλυμα σε κατάλυμα. Όπως τα άλλα παιδιά των καταλαμβανόμενων γερμανικών πόλεων σιτίζεται από τα αποφάγια των αμερικανικών στρατιωτών κατοχής ή κλέβοντας αποθήκες του αμερικανικού στρατού.
Παρ' όλα αυτά, πηγαίνει κανονικά σχολείο, ενώ το 1947 βγάζει τα πρώτα του χρήματα πουλώντας εφημερίδες. Οι δεσμοί του με τον Τύπο είναι ισχυρές, αφού ο πατέρας του, τραπεζικός πριν από τον πόλεμο, όταν επιστρέφει από την εξορία βρίσκει δουλειά ως διευθυντής σε μία τοπική εφημερίδα.
Το 1953 η οικογένεια Μπλάουτ μετακομίζει στο Μόναχο, όπου στον νεαρό Χέρμαν αρχίζει να ριζώνει η πεποίθηση ότι θέλει να γίνει ζωγράφος. Μυείται στην τέχνη της χαρακτικής, εμπνέεται από το πάθος της κλασικής μουσικής, σκιτσάρει και σχεδιάζει μανιωδώς. Η απόφασή του να ασχοληθεί με τη ζωγραφική βρίσκει ισχυρή αντίσταση από τους γονείς του, χωρίς ωστόσο αυτή να μπορέσει να κάμψει την… προδιαγεγραμμένη πορεία του.
Το 1964 παρουσιάζει για πρώτη φορά τα έργα του, μέσα στον χώρο ενός φορτηγού ψυγείου που περιοδεύει στις πέριξ του Μονάχου πόλεις και μάλιστα πουλά τον πρώτο πίνακά του. Την ίδια χρονιά γνωρίζεται με τον έρωτα της ζωής του, την Αθηναία Σοφία Τζαμαλούκα, που σπουδάζει στο Μόναχο. Το 1965 την ακολουθεί στην Αθήνα, στο πρώτο ταξίδι του στην Ελλάδα, στην οποία θα επιστρέψει το 1966, για να μείνει για πάντα.
Το 1968 πραγματοποιείται η πρώτη ατομική έκθεσή του στο Μόναχο κι ένα χρόνο αργότερα σειρά έχει η πρώτη ατομική έκθεση στη γκαλερί Luficer, στην Αθήνα, με λάδια και ξυλογραφίες.
Το μεγάλο ταξίδι του Χέρμαν Μπλάουτ στον κόσμο της τέχνης έχει ήδη ξεκινήσει για τα καλά…
Θάνος Σταθόπουλος