Φωτισμένα πνεύματα, όπως αυτό του… δικού μας ανθρώπου, του ζωγράφου Χέρμαν Μπλάουτ, συνεχίζουν να αγωνίζονται, μήπως και αφυπνίσουν τις συνειδήσεις μας και μας πείσουν ότι οφείλουμε όλοι να βάλουμε το λιθαράκι μας για να «ξανακτίσουμε» το διαταραγμένο περιβάλλον. Θα τους ακούσουμε; Θα πάρουμε το μήνυμα ή θα εξακολουθήσουμε να περιμένουμε τους άλλους να μας σώσουν, γιορτάζοντας, εν τω μεταξύ, παγκόσμιες ημέρες δίχως νόημα; Κύριε Μπλάουτ, παρακαλούμε τραβήξτε όλη την κουρτίνα κι αφήστε να δούμε πού θα ζήσουμε αύριο, εάν δεν κάνουμε κάτι σήμερα…
Πριν λίγες ημέρες, ο κόσμος γιόρτασε μία ακόμη Παγκόσμια Ημέρα, αφιερωμένη αυτή τη φορά στο Περιβάλλον. Στη σύσκεψη, το θέμα συζήτησης ήταν πώς θα καλύψουμε δημοσιογραφικά το θέμα, αποφεύγοντας τετριμμένα ρεπορτάζ και γενικόλογες αναφορές. Όταν έπεσε στο τραπέζι η ιδέα για μια συνέντευξη με τον Χέρμαν Μπλάουτ, αλληλοκοιταχτήκαμε και συνειδητοποιήσαμε ότι είχαμε ήδη εξασφαλισμένο ένα εντυπωσιακό πρωτοσέλιδο.
Τι καλύτερο από το να τιμήσουμε το περιβάλλον με ένα έργο του δικού μας ανθρώπου, του γείτονά μας, του μεγάλου φιλέλληνα, του εξαιρετικού ζωγράφου. Του ανθρώπου που στρατεύθηκε στην υπόθεση της προστασίας του περιβάλλοντος, όταν οι περισσότεροι από εμάς ξοδεύαμε τα αγαθά της Φύσης σαν να επρόκειτο για το νερό ενός αστείρευτου πηγαδιού.
Για το έργο που κοσμεί το πρωτοσέλιδο της ΑΜΑΡΥΣΙΑΣ δεν μιλήσαμε με τον Χέρμαν Μπλάουτ. Ούτε, βέβαια, θα τολμήσουμε να το προσεγγίσουμε εμείς, καθώς πολλές φορές τα λόγια μπορούν να αφαιρέσουν όλη τη γοητεία που κρύβει πίσω και μέσα της η εικόνα. Μιλήσαμε, όμως, μαζί του για άλλα, πολλά κι ενδιαφέροντα. Για τους λόγους που τον έφεραν στην Ελλάδα και το έκαναν μόνιμο κάτοικό της. Για τον τρόπο που η Τέχνη μπορεί να σώσει το περιβάλλον. Για τη δική του… πινελιά στον αγώνα για τη διάσωση του παγκόσμιου οικοσυστήματος. Μιλήσαμε και για το Μαρούσι, την πόλη που γνώρισε πράσινη και σήμερα «στενάζει» κι ασφυκτιά, στριμωγμένη ανάμεσα σε γυάλινα κτήρια, τσιμεντένιες υπερ-κατασκευές και μποτιλιαρισμένους δρόμους.
Η συνάντηση στο σπίτι του ζωγράφου, στα Μελίσσια, είναι από μόνη της μία εμπειρία. Από τον περίβολο, έως τον εσωτερικό χώρο, όλα αποπνέουν μία ηρεμία, μία γαλήνη. Συμμετρία χρωμάτων και συναισθημάτων. Ο ίδιος ο Χέρμαν Μπλάουτ, μελίχιος, χαμογελαστός, προσιτός, μας ξεναγεί στο ατελιέ του και εμπιστεύεται στον φωτογραφικό φακό μας το γεμάτο συμβολισμούς και μηνύματα δημιούργημά του. Στέκεται στην άκρη περήφανος, σαν τον γονιό που καμαρώνει το παιδί του. ∆ίπλα του, η Σοφία της ζωής του, σύντροφος για χρόνια στις ανησυχίες του και παντού γύρω η μεθυστική μυρωδιά που σκορπά ο καπνός από το τσιμπούκι, που δεν λείπει σχεδόν ποτέ από το στόμα του.
Η συζήτηση μαζί του αρχίζει ήρεμα, απολογιστικά, όπως το έργο του, για να γνωρίσει την κορύφωσή της όταν πλέον αγγίζει ευαίσθητα πεδία της ανθρώπινης ύπαρξης. Ας την απολαύσουμε…
Ήρθατε στην Ελλάδα σε μία εποχή που οι Έλληνες ζωγράφοι έφευγαν στο εξωτερικό. Τι ήταν αυτό που σας έφερε στη χώρα μας;
Γεννήθηκα στη Γερμανία. Αυτό δεν ήταν δική μου επιλογή. Μεγαλώνοντας και ωριμάζοντας, απέρριψα κάποια πράγματα και γνώρισα κάποια άλλα που με γοήτευσαν. ∆ιάβασα το έργο του Νίκου Καζαντζάκη. Έψαξα και άλλα ελληνικά λογοτεχνικά κείμενα, μεταφρασμένα στα γερμανικά.
Η «Ιθάκη» του Καβάφη «χάραξε» την ψυχή μου. «Έντυσα» τα διαβάσματά μου με ελληνική μουσική, με Χατζηδάκι και Σκαλκώτα. Και μετά ήλθαν οι Έλληνες φίλοι για να συμπληρωθεί η εικόνα. Και κάπου εκεί μπήκε στη ζωή μου η Σοφία.
Ερωτεύθηκα το κορίτσι αυτό και τον κόσμο που έκλεινε μέσα του. Τυφλός από έρωτα, την ακολούθησα στην Ελλάδα, όταν τελείωσε τις σπουδές της. Γνώρισα τη χώρα, τους ανθρώπους, τα χωριά, τη θάλασσα, τον ήλιο και το φως. Μαγεύτηκα.
∆εν υπήρχε πια λόγος να επιστρέψω στη Γερμανία. Επέλεξα την Ελλάδα για πατρίδα της καρδιάς μου.
∆ηλώσατε, σε κάποια συνέντευξή σας, ότι η Ελλάδα σάς έδωσε τα πάντα. Αυτό λίγοι Έλληνες θα τολμούσαν να το πουν. Πώς το δικαιολογείτε;
Στην Ελλάδα της δεκαετίας του '60 γνώρισα έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο. Για τον Έλληνα αυτός ο κόσμος ήταν δεδομένος και καθημερινός. Αλλά ο Έλληνας είναι γεννημένος γκρινιάρης, αμφισβητίας κι ανικανοποίητος. Τίποτε δεν του αρέσει, όλα τον ενοχλούν και θεωρεί ότι δεν υπάρχει κάτι που να λειτουργεί σωστά. Την ίδια στιγμή, πιστεύει το ακριβώς αντίθετο για το εξωτερικό, παραβλέποντας ότι εκεί η τάξη και η οργάνωση έγιναν το νόημα της ζωής των ανθρώπων.
Εγώ, εδώ στην Ελλάδα, βρήκα το φιλότιμο, τη φιλοξενία, την εγκαρδιότητα, την αμεσότητα, χαρίσματα για τα οποία πρέπει να αγωνισθούμε να μη χαθούν, να μην υποσκιασθούν από ξένους, δήθεν σύγχρονους πολιτισμούς.
Τα τελευταία χρόνια όλο και πληθαίνουν οι συζητήσεις για το περιβάλλον και τον άμεσο κίνδυνο που διατρέχει. Πώς πιστεύετε ότι η Τέχνη μπορεί να συμμετάσχει σε αυτόν τον διάλογο που έχει ξεκινήσει;
Όσον αφορά στο περιβάλλον και τους κινδύνους που αντιμετωπίζει, γίνονται υπερβολικά πολλές συζητήσεις και υπερβολικά λίγες πράξεις. Η τέχνη είναι ένα μέσον ευαισθητοποίησης του ανθρώπου απέναντι στα σύγχρονα προβλήματα, είτε πρόκειται για την καταστροφή του περιβάλλοντος, είτε για την πείνα στην Αφρική.
Από το 1970 ασχολούμαι εικαστικά με το θέμα του περιβάλλοντος και δεν εννοώ μόνο τα εξωτερικά φαινόμενα, που επιδρούν στην υγεία μας, αλλά κι αυτά που πλήττουν τον ψυχικό κόσμο μας. Ζωγράφισα σειρές με αναφορά στη μόλυνση, τα τερατουργήματα των μεγαλουπόλεων, την εγκατάλειψη της επαρχίας κ.τ.λ.
Κάποιοι από αυτούς που είδαν τα έργα μου, πήραν σίγουρα το μήνυμα αυτό.
Για να λειτουργήσει όμως η τέχνη πιο αποτελεσματικά πρέπει να βγει από τους τέσσερις τοίχους του μουσείου ή της γκαλερί. Πρέπει να βρεθεί εκεί που ζει ο πολύς κόσμος. Κι εδώ οι δήμοι έχουν μεγάλη ευθύνη για να επιτευχθεί αυτή η επαφή, αυτή η ένταξη της τέχνης στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Και οι δήμοι δεν πρέπει να στηρίζονται μόνο στην άποψη στείρων και αποστεωμένων γραφειοκρατών. Οφείλουν να ακούσουν τη συμβουλή των καλλιτεχνών, για ν' αλλάξει η αισθητική εικόνα μιας πόλης, η αισθητική καλλιέργεια των πολιτών.