Ο ελληνικός πνευματικός κόσμος αφιέρωσε το έτος 2012 στον μεγάλο ποιητή μας Νικηφόρο Βρεττάκο, εκατό χρόνια από τη γέννησή του. Παράλληλα, δόθηκε μια δυνατότητα να τιμηθεί και ο καταξιωμένος πεζογράφος Δημήτρης Χατζής, στα τριάντα περίπου χρόνια μετά τη φυσική του αποχώρηση.
Οι παρούσες συνθήκες, κατά το δυνατόν μας ωθούν να γνωρίσουμε ή να επανεκτιμήσουμε τους διακεκριμένους δημιουργούς. Διότι, στο πλαίσιο της εξαίρετης γραφής τους, διαμαρτυρήθηκαν δυναμικά για όσα ηθικώς απαράδεκτα πάντοτε συμβαίνουν αλλά και, με τον τρόπο τους, προειδοποίησαν, έγκαιρα, ότι η τότε πορεία μας θα κατέληγε στη σημερινή δραματική μας πραγματικότητα.
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος, με «το αλάβωτο παιδικό του χαμόγελο», παρά το γεγονός ότι οδυνηρά εβίωσε τα δεινά του περασμένου αιώνα, πάντοτε με δέος αντιμετώπιζε το μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής. Παράλληλα όμως, εκείνος ο ποιητής της άνευ όρων αγάπης, καλύπτοντας με δάκρυα τον απροσμέτρητο ανθρώπινο πόνο, κατήγγελλε την αφροσύνη του πολέμου, την πυρηνική φρίκη, τη συστηματική περιφρόνηση της ανθρώπινης προσωπικότητας. Το πλούσιο έργο του δεν είναι απλώς πανέμορφη ποίηση αλλά και μια κραυγή του σήμερα. Ας την ακούσουμε:
Άνεργοι. | Του εργοστασίου η πόρτα, είναι από σίδερο· έχει | στο μέσο δυο κάγκελα. Και πίσω απ’ τα κάγκελα | δυο μάτια που σφάζουν. Ο επιστάτης κοιτάζει | την ουρά των ανθρώπων που στέκονται απ’ έξω, | χέρια και πρόσωπα που κάνουν μια κίνηση | όλα μαζί, κρατούν την ανάσα, σκύβουν ν’ ακούσουν. | | «Μεσημέριασε, φύγετε. Ο κύριος | διευθυντής δε θα ’ρθει. Αύριο πάλι. | πρωί. Πιό πρωί». | | Χαμηλώνουν τα πρόσωπα, στέκονται αμήχανα. | Ύστερα, φεύγοντας, κοιτάζουνε γύρω τους | σα να ψάχνουν να βρουν ένα βάραθρο – όχι | να κλάψουνε, όχι να ψάξουν για τίποτα. | Να ρίξουν τα χέρια τους.
(Από τη συλλογή «Το Βάθος του Κόσμου», 1961).
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος κρίθηκε άξιος της μεγάλης τιμής να αποκληθεί ποιητής του Κοινωνικού Χρέους και των τρυφερών σκέψεων. Ιδιαίτερη θέση στην ποίησή του κατέχει η μορφή του παιδιού, σε κάθε της έκφραση. Ένα κείμενό του των αρχών του 1990, σήμερα ηχεί ως σήμα κινδύνου, που τότε δεν είχαμε προσλάβει, όπως έπρεπε: «Περιστοιχισμένος από τα αναζητητικά μάτια των παιδιών», στα σχολεία που συχνά επισκεπτόταν, «ένιωθα ότι βρίσκομαι σε ένα περιβόλι έξω από την έρημο, όπου κυριαρχεί πέρα για πέρα η έκπτωση των αξιών…». Μέσα από την έρημο των αξιών, για τι άλλο ποιειδοποιούσε ο ανήσυχος ποιητής παρά για τη σημερινή μας αθλιότητα, που χάλκευε η ηθική κρίση επί σειράν ετών;