Γράφει η Δρ Στέλλα Μουζακιώτου: Ιστορικός Τέχνης στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο & ΤΕΙ Αθήνας Επιμελήτρια Εκθέσεων – stellamouzak@yahoo.gr
O χώρος της τέχνης είναι ένα πεδίο μαγικό και γοητευτικό που πάντα ασκούσε μεγάλη επιρροή στη ζωή του εκάστοτε ερευνητή, στην προσπάθειά του να αποκωδικοποιήσει σύμβολα που θα έφερναν στο φως κρυφά μηνύματα που ο καλλιτέχνης επέλεγε να αποκαλύψει μόνο σε αυτούς που θα μπορούσαν να δουν κάτω από την «επιφάνεια» του έργου του. Αλήθειες που θα σόκαραν ή θα αποτελούσαν γροθιά στο στομάχι στο κατεστημένο της εποχής τους… και οι οποίες βρίσκονταν καλά «κρυμμένες» πίσω και μέσα στο σχέδιο και τα χρώματα των έργων τους.
Σε έναν κόσμο που σπαράσσεται από τάσεις επιβολής προσώπων και ιδεών, σε μια οικονομική συγκυρία που δημιουργεί με ταχύτατους ρυθμούς νεόπτωχους, η μόνη χαραμάδα ελπίδας παραμένουν η τέχνη και ο πολιτισμός. Είναι δίπλα μας, αλλά ταυτόχρονα και τόσο μακριά μας… Τα προσπερνάμε, γιατί τους περισσότερους από εμάς τους έχουν… προσπεράσει τα προβλήματα σε έναν ιδιότυπο αγώνα επιβίωσης. Τα ανακαλούμε στη μνήμη μας μόνο όταν στεκόμαστε μπροστά από έναν πίνακα ζωγραφικής, ένα έργο πολιτισμού, και προσπαθούμε να δούμε τι «κρύβεται» πίσω από αυτά, ποια «μηνύματα» στέλνει μέσω αυτού ο δημιουργός του.
Πολλά έργα τέχνης έχουν αποδώσει με εύστοχο τρόπο την κοινωνικοπολιτική κατάσταση της εποχής που δημιουργήθηκαν… όμως, στο σατιρικό έργο «Οι στυλοβάτες της κοινωνίας» (1926), περικλείεται με εύστοχο τρόπο η σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Στον πίνακα αυτό, ο Γερμανός ζωγράφος Γκέοργκ Γκρος καταγγέλλει με ξεκάθαρο και σαρκαστικό τρόπο τα δεινά που προκλήθηκαν στη χώρα του μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πρόκειται σχεδόν για μια προφητεία για τα καταστρεπτικά αποτελέσματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Στο βάθος του πίνακα, σε μια πόλη που έχει καταστραφεί από τη φωτιά, ένας ιεροκήρυκας αγορεύει ανούσια κρατώντας τα μάτια κλειστά για να μη βλέπει τι ακριβώς συμβαίνει γύρω του, εθελοτυφλώντας μπροστά στην οδυνηρή πραγματικότητα του πολέμου. Ο δημοσιογράφος στα αριστερά, που κρατά στο χέρι εφημερίδες, απεικονίζεται να κρύβει τις ιδέες του με ένα ουροδοχείο νυκτός στο κεφάλι, σύμβολο της ελάχιστης πνευματικής του διαύγειας.
Το δοχείο μοιάζει με τα κράνη των βαριά οπλισμένων στρατιωτών – εκτελεστών στο βάθος, αναδεικνύοντας έτσι, ότι ο κίνδυνος της παραπληροφόρησης από έναν κατευθυνόμενο ή ελλιπή δημοσιογράφο είναι το ίδιο επικίνδυνος με τη θανατηφόρα επέλαση των στυγνών εκτελεστών του πολέμου.
Στα δεξιά απεικονίζεται ένας ευτραφής πολιτικός με κολάρο στο λαιμό -στοιχείο που αναδεικνύει την αιχμαλωσία του στα κομματικά του συμφέροντα- από το κεφάλι του βγαίνουν μόνο «αχνές σκέψεις» που δεν προσφέρουν τίποτα ουσιαστικό στην επίλυση των προβλημάτων του λαού που εκπροσωπεί.
Το έργο ολοκληρώνεται με το κομμένο κρανίο του άνδρα που βρίσκεται στο πρώτο πλάνο και ταυτίζεται με ένα ναζιστή στρατιωτικό, όπως φαίνεται από τον αγκυλωτό σταυρό στη γραβάτα του. Ο δημιουργός, με ευρηματικό και σατιρικό τρόπο τον απεικονίζει να συνδυάζει το πάθος του για τη μπύρα με την άγρια δίψα του για πόλεμο, όπως συμπεραίνουμε από την ουλή στο πρόσωπό του, τον ένοπλο μαύρο ιππέα που ξεπροβάλλει από το κομμένο κρανίο του και φυσικά από το σπαθί που κρατά στο χέρι. Πρόκειται για ένα έργο διαχρονικό και αληθινό όσο ποτέ!
Πολλοί καλλιτέχνες έχουν προσφέρει στο κοινό τους κομμάτια της ίδιας τους της ψυχής μέσα από το έργο τους. Με μια πρώτη σκέψη, μπορούμε να αναφερθούμε στον Πάμπλο Πικάσο και στο έργο του Γκερνίκα, που απεικονίζει την πράξη απάνθρωπης και εγκληματικής βίας που συντελέστηκε στην ομώνυμη χώρα των Βάσκων κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου. Πρόκειται για ένα μνημειώδες έργο το οποίο καταγγέλλει χωρίς δισταγμό τη λεηλασία της πόλης που καταστράφηκε από γερμανικά βομβαρδιστικά, τα οποία πολεμούσαν στο πλευρό του Φράνκο. Μέσα από το έργο αυτό μπορούμε απροκάλυπτα να πούμε ότι η τέχνη, όταν γίνεται πολιτική διαμαρτυρία, «φορά» τον ουσιαστικό της ρόλο και βρίσκει τον πραγματικό της εαυτό.
Κοιτάζοντας και αναλύοντας αυτόν τον πίνακα συνειδητοποιούμε τί μπορεί να κάνει η τέχνη μπροστά στη θηριωδία! Μπορεί πολλά, μπορεί όμως και τίποτα! Πρέπει άραγε η τέχνη να είναι ένας απλός φορέας απόλαυσης, αντί να παριστάνει το μαχητή; Ή μήπως όταν πέφτουν οι «βόμβες» ανακαλύπτουμε τον αληθινό σκοπό της;
Η Γκερνίκα είναι ένα έργο τρομακτικό, σοκαριστικό, πυρετώδες, που διαπερνά το σώμα μας σαν ηλεκτρικό ρεύμα, ταράζοντας τα λιμνάζοντα νερά της ρουτίνας μας. Μας καλεί να μην εθελοτυφλούμε μπροστά στη βία, τη μοχθηρότητα και την αδικία που συντελείται γύρω μας. Σκοπός της είναι να βυθίσει το δάχτυλο στην πληγή, κάνοντάς μας να ματώσουμε. Μας υποδεικνύει το χρέος μας ως άνθρωποι. Η μελέτη της Γκερνίκα αποτελεί ένα μάθημα ζωής για κάθε άνθρωπο, κάθε ηλικίας.
Η τέχνη, κατά τη γνώμη μου, δεν αποτελεί παραμυθία – παρηγοριά στο ανθρώπινο δυναμικό μιας κοινωνίας, ή σε πολίτες που αναζητούν μια ψυχική και πνευματική ανάταση. Αντίθετα, οφείλει να συμβάλλει στη διαμόρφωση ενεργητικών, δραστήριων και σκεπτόμενων πολιτών. Αυτός είναι ο ουσιαστικός και αδιαπραγμάτευτος ρόλος της. Η εξουσία έχει επίγνωση της δύναμης της τέχνης, γι’ αυτό και σε ολοκληρωτικά καθεστώτα η τέχνη στρατεύεται και εναρμονίζεται απόλυτα με τις απολυταρχικές αρχές του καθεστώτος.
Γι’ αυτό πολλές φορές η τέχνη «φορά» έναν διττό ρόλο. Ουσιαστικά, ή αναγκάζεται να συμβαδίσει και να συμβιβαστεί με την ιστορία, οπότε αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της εξουσίας, ή προηγείται της ιστορίας, οπότε αποστασιοποιείται και απογαλακτίζεται από την εξουσία, δρώντας -θα μου επιτρέψετε να χρησιμοποιήσω τον όρο- «αντιεξουσιαστικά».