Γράφει η Ελένη Κονιαρέλλη-Σιακή
Έχουν περάσει σαράντα ημέρες από την ένδοξη Ανάσταση του Χριστού μας. Εκείνος με τις ουλές από τις πληγές του μαρτυρίου Του ακόμα νωπές στο Άγιο Σώμα Του, παρέμεινε στη γη, συναντούσε τους μαθητές Του, συνομιλούσε μαζί τους, τους συμβούλευε και τους δίδασκε πώς θα συνεχίσουν το Έργο Του.
Έργο απέραντης αγάπης για τη σωτηρία του ανθρώπου. Μάλιστα, αρκετές φορές έτρωγε μαζί τους, απαντούσε στις ερωτήσεις τους, και τους εξηγούσε για τις Προφητείες που εκπλήρωσε με τη ζωή Του και τα Άγια Πάθη Του ως ένας απλός άνθρωπος.
Συγκεκριμένα, στο Ευαγγέλιο (Λουκά 24:42) που ακούμε στην Εορτή της Αναλήψεως, υπάρχει ένα σημαντικό στοιχείο που μας λέει ότι ο Χριστός ζήτησε και έφαγε μαζί με τους μαθητές Του, πριν από τη θαυμαστή Του Ανάληψη: «Ιχθύος οπτού μέρος και από μελισσίου κηρίου» δηλαδή, ένα κομμάτι από ψητό ψάρι και από κηρύθρα με μέλι. Τίποτα δεν είναι στην εκκλησιαστική παράδοση τυχαίο και ανερμήνευτο, και αυτές οι λεπτομέρειες για την τροφή που ζήτησε και έλαβε ο Χριστός έχει – όπως διαβάζουμε – μία πολύ σπουδαία αλληγορική έννοια. Το μεν ψάρι, αν και ζει μέσα στην αλμυρή θάλασσα το σώμα του δεν είναι αλμυρό, αλλά γλυκό. Έτσι και ο κύριος που έζησε μέσα στην ανθρώπινη αλμυρή θάλασσα της αμαρτίας, των βασανιστηρίων, των χλευασμών και τέλος δέχτηκε αγόγγυστα τον Σταυρικό Του θάνατο, δεν έκανε καμία αμαρτία, ούτε έφυγαν από τα χείλη του οργισμένα λόγια.
Παρέμεινε άφωνος σαν το ψάρι, όλες τις ώρες των φριχτών Παθών Του. Ακόμα, ο Χριστός με την Ένδοξη Ανάστασή Του, πρόσφερε στους πιστούς Χριστιανούς χαρά και απέραντη πνευματική αγαλλίαση, ό,τι προσφέρει, δηλαδή, στους ανθρώπους η γεύση από το γλυκό μέλι και η λάμψη από το κερί που φωτίζει ολόγυρα χαρίζοντας άγρυπνη γαλήνη.
Κύλησαν γρήγορα οι σαράντα ημέρες από την Ανάσταση του Θεανθρώπου με ευλογία και ολόφωτη πίστη που πλημμύρισε την καρδιά των μαθητών και την 40η ημέρα ο Χριστός μαζί με τους μαθητές Του ανηφόρησε στο Όρος των Ελαιών, που βρισκόταν στα Ανατολικά της Ιερουσαλήμ. Η αρχαία παράδοση είχε προβλέψει ότι, στο Όρος των Ελαιών – ακριβώς εκεί στον ίδιο τόπο – θα επανέλθει ο Κύριος με την ανθρώπινη φύση Του, για να κρίνει δικαίους και αδίκους, και οι μεν δίκαιοι θα ελεηθούν από τον Θεό, ενώ οι άδικοι θα θρηνούν αιώνια, απαρηγόρητοι για τον χαμό τους. Έτσι, το Όρος των Ελαιών που σηκώνει στις δυνατές ρίζες του αυτές τις δύο αντίθετες καταστάσεις, έχει και δύο ονομασίες: Οι όμορφες κορυφές του ονομάζονται Όρος των Ελαιών, ενώ οι πρόποδες του έχουν το πικρό όνομα Κοιλάδα του Κλαυθμώνος.
Ο Χριστός οδήγησε στο Όρος τους μαθητές Του και την Παναγία που τον έφερε στον κόσμο. Ήθελε να δει με τα μάτια Της η Αειπαρθένος την ένδοξη Ανάληψή του ψηλά στον Ουράνιο Πατέρα και να απαλύνει από την πονεμένη ψυχή Της τις άσβεστες πληγές που προκάλεσε ο Σταυρικός θάνατος του Μονογενούς Υιού Της, και να χαρεί όταν θα τον έβλεπε να ανεβαίνει σαν λαμπερό αστέρι στον Ουρανό, κι εκεί να τον προσκυνούν οι Άγγελοι και να κάθεται στον Θρόνο Του, δίπλα στον Πατέρα Θεό.
Διαβάζουμε με συγκίνηση στα ιερά κείμενα της Ορθοδόξου Πίστεως μας, πώς έγινε η Πρωτόγνωρη και Μοναδική Ανάληψη του Κυρίου: Ο Ιησούς Χριστός, η Παναγία και οι Μαθητές, φτάνουν στη μεσαία κορυφή του Όρους των Ελαίων. Μπροστά τους απλώνεται η πόλη των Ιεροσολύμων κι εκεί φαίνεται καθαρά η οπή μέσα στην οποία είχε στερεωθεί ο Σταυρός του Μαρτυρίου. Η είσοδος του Τάφου του Σωτήρα Χριστού είναι ακόμα ανοιχτός και πιο πέρα είναι πεσμένη η τεράστια πέτρα που με αυτήν τον είχαν σφραγίσει.
Εκεί ο Ιησούς λυπημένος γυρίζει τα νώτα Του προς την Ιερουσαλήμ, την πόλη της αχαριστίας, της φθοράς και της προδοσίας, και με τον πόνο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό Του, αφήνει το βλέμμα του ελεύθερο να αγκαλιάζει τον τόπο προς τα ανατολικά. Μετά αποχαιρετά τους μαθητές Του, υψώνει τα άχραντα χέρια Του και τους ευλογεί για τελευταία φορά. Και ενώ οι μαθητές έχουν καρφώσει τα μάτια τους στο γλυκύτατο πρόσωπο του Κυρίου Τους, ξαφνικά Εκείνος αρχίζει να ανεβαίνει σιγά σιγά στον ουρανό!
Οι μαθητές μένουν ακίνητοι να κοιτούν αυτό το ακατανόητο και παράδοξο θέαμα της σωματικής Ανάληψης του Κυρίου, μέχρι τη στιγμή που ένα μεγάλο φωτεινό σύννεφο τον έκρυψε εντελώς από τα μάτια τους. Η φωτεινή νεφέλη που έκρυψε τον Χριστό μας, ήταν το Άγιο Πνεύμα που ανέβηκε μαζί Του στον ουρανό, γιατί τον παρακολουθεί και συνυπάρχει με Εκείνον, ως ομοούσιο, συμπροσκυνούμενο και συνδοξαζόμενο.
Η Μεγαλοπρεπής Ανάληψη του Σωτήρα Χριστού ήταν μοναδική και οι μαθητές Του επέστρεψαν με μεγάλη χαρά στα Ιεροσόλυμα, γιατί είχαν την τύχη να πάρουν την ευλογία Του, λίγο πριν τη θεία Ανάληψή Του.
Με αυτή την ευλογία, η ολιγάριθμη Εκκλησία των Μαθητών, το μικρό εκείνο Ποίμνιο, αυξήθηκε πολύ γρήγορα και παίρνοντας τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, αναδείχτηκε στην Εκκλησία εκείνη που εγκαθιδρύθηκε σε όλα τα μέρη της γης.
Μία ιερή εικόνα της ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, βρίσκεται στο Όρος των Ελαιών στα Ιεροσόλυμα. Βλέπουμε σ’ αυτήν τους μαθητές με το βλέμμα στραμμένο ψηλά, να κάθονται γύρω από την Παναγία που λάμπει με το ολόχρυσο φωτοστέφανο στο Άγιο Κεφάλι, και με τα χέρια ανοιχτά προς τους Ουρανούς. Και επάνω από την Θεοτόκο, βλέπουμε τον Χριστό μας μέσα σε λαμπερές ακτίνες από χρυσοκόκκινο φως περιτριγυρισμένο από λευκοντυμένους Αγγέλους, και με χέρια Του απλωμένα στα πλάγια να ευλογεί όλους εμάς.
Εμάς που τον πικραίνουμε κάθε ημέρα, ματώνοντας ξανά και ξανά τις πάντα νωπές πληγές του Θείου Πάθους.