Γράφει ο
Δημήτρης Μασούρης
Eπίτιμος σχολικός σύμβουλος φιλολόγων
Iδιαίτερη σημασία έδιναν οι παλαιοί Μαρουσιώτες και στην παραγωγή των υλικών του άρτου. Νοικοκύρης κατά τα λεγόμενά τους ήταν εκείνος που καλλιεργούσε το στάρι ή ύψωνε στα αλώνια του Μαρουσιού την ψηλότερη θυμωνιά – πρόλαβα τη θυμωνιά του Πρέσσα, ήταν ανυπέρβλητη! Θαύμαζες το συντοπίτη μας ακόμη πριν μεγαλώσει το στάρι του στο χωράφι, όταν τα φυτά παρουσίαζαν χοντρά στάχια, που έγερναν από το βάρος του καρπού. Τα άγανα έδειχναν την προέλευση του σταριού. Χάιδευαν τα στάχια και έσπαγαν μέσα στην παλάμη τους οι θεριστάδες για να φανεί σε ποιο στάδιο ωρίμασης ήταν αυτό. Και όταν γύριζαν στο σπίτι τους όλο χαρά -έφτασε η ώρα!, έλεγαν στο θέρισμα και μετρούσαν με τα δάκτυλα εργάτες. Προτιμούσαν τις γυναίκες γιατί είχαν υπομονή μεγαλύτερη˙ θέριζαν ήρεμα και έφτιαχναν καλλίτερα δεματικά. Η δημιουργία τους ήταν ιεροτελεστία. Η εκκλησία επίσης με την καθιερωμένη τελετουργία της, η Ίνδικτος καθόριζε την πορεία των γιορτών, την καλλιέργεια των προϊόντων τους και το άθροισμα της σοδειάς.

Πέρα από το θέρισμα του σταριού, ενδιαφέρον υπήρχε για τον τρυγητό, το ωραίο κρασί, το φημισμένο από τον Αριστοφάνη, στις τεράστιες εκτάσεις της περιοχής. Αλλά και άλλα και πολλά προϊόντα βρήκανε χρήσιμο καταφύγιο στον φιλόξενο τόπο της δημιουργίας των Μαρουσιωτών. Φροντίδα ιδιαίτερη έδειχναν στην καλλιέργεια των ρεβυθιών, της φακής, της αραχίδας (=φυστικιού αράπικου) και άλλων νομευτικών φυτών αγροτοειδών. Το βάναυσο τριφύλλι είχε ιδιαίτερα δύσκολη καλλιέργεια. Προσωπικό ενθουσιασμό μού παρείχε και η χρησιμότητα του ντουγενιού (=ειδικής σανίδας αφαίρεσης σταριού από το στάχυ) στο αλώνι, που το πραγματοποιούσαν στο δικό του χώρο που παίζαμε με το ιππικό ή ονικό πανηγύρι στο πέτρινο αλώνι του Συγγρού ή σε πρόχειρο ιδιωτών κλπ. με επιστέγασμα του θαυμάσιου απαλού αέρα, όταν φυσούσε στο χώρο.
Μαγευτικές για μας τα παιδιά ήταν και οι σκηνές της αποφλοίωσης του ρεβυθιού ή του καλαμποκιού καθώς ήταν μαλακά και ιδιαίτερα της φυστικιάς, που ο φλοιός έσκαζε στο ζούληγμα.
Είναι όμως αλήθεια πως το σιτηρό έβγαινε πολύ δύσκολα για την οικογένεια. Έπρεπε να υπάρχει αρκετό πρόχειρο φύτευμα αλλά και για αποθήκευση. Οι παλαιοί Μαρουσιώτες δε μπορούσαν να ξεχάσουν -ξεχνιόταν;- την έλλειψη του άρτου το 1917 με τον αποκλεισμό και την πείνα του 1941. Και οι δύο μεγάλες πείνες είχαν ως αφετηρία τους τον πόλεμο.
Εκτός από το σιτάρι, οι Μαρουσιώτες καλλιεργούσαν και το λαθούρι. Πολύ βοηθήθηκαν από πρόχειρες οικογενειακές μυλόπετρες. Σώθηκαν οι περισσότεροι από την παραγωγή του άφθονου λαδιού προερχόμενου από τον ελαιώνα της Καλογρέζας, και του Σωρού, του Αναβρυτά και άλλων περιοχών, ενώ ο αείμνηστος Τζων Βορρές πρώην δήμαρχος Αμαρουσίου, ενίσχυε καθημερινά τους μη έχοντες λάδι, γιατί ο κόσμος πρηζόταν από την έλλειψη λαδιού. Ατυχώς ξεχάστηκε σήμερα ο μεγάλος αείμνηστος ευεργέτης, όπως οι σύμμαχοί μας τις υποσχέσεις τους μετά τον πόλεμο του 1940. Και μόνον η τραγουδίστρια της Νίκης του 1940, δεν ξεχνά να υπενθυμίζει το μάταιο αγώνα μας από το αιώνιο πεισματικό μετερίζι της.
Η αλήθεια είναι πως το σιτηρέσιον έβγαινε πολύ πολύ δύσκολα για το Mαρουσιώτη. Δούλευε στο χωράφι από την Ανατολή μέχρι τη Δύση του ήλιου χωρίς ανάσα· «Ήλιο με ήλιο», όπως έλεγαν. Αλλά δεν ήταν μόνο το λαθούρι (=φάβα), αφού μια περιοχή της Σαρωνίδας έχει ονομαστεί Λαθούριζα. Οι Μαριουσιώτισσες ζύμωναν προπύρες από κριθάρι, καλαμπόκι, ζέα με σταφίδες, -βρώμη και η κουραμάνα του στρατού γενικά ήταν από βρώμη (σίκαλη)-, πατάτα με χαρούπι, τριποστάθι – ένα ασήμαντο άγριο σποράκι και ό,τι άλλο μπορούσε να φαγωθεί, αρκεί να γινόταν αλεύρι και χρησιμοποιήθηκε την κατοχή. Όλα αυτά ψήνονταν πάνω σε λαμαρίνες με χαρτί για να μην κολλάει στον τσίγκο.
Άδειασαν τα ντεπόζιτα, ξύλινα κιβώτια και άλλα δοχεία από σκληρούς καρπούς, μύγδαλα, καρύδια. Οι άνθρωποι πέθαιναν από την πείνα, η χαρακτηριστική λέξη «πεινάω» ακούστηκε στους δρόμους και τα σκυλιά περίμεναν τα θύματά τους έξω από τα κοιμητήρια. Μόνη βοήθεια η πρωινή κουταλιά λαδιού, που χορηγούσε κάθε πρωί οικειοθελώς ο Τζων Βορρές, ο πρώην αείμνηστος δις δήμαρχος Αμαρουσίου, από το δικό του ελαιόλαδο-ελαιώνα του Αναβρυτά˙ ήταν μια άγια χειρονομία, που μέχρι σήμερα έχει προσγειωθεί και παρέμεινε ως πράξη άγια, βοήθεια μοναδική στο Μαρούσι, που μέχρι σήμερα έχει μισοξεχαστεί και ο κόσμος αντιπαρήλθε. Δεν υψώθηκε ούτε ένας ανδριάντας στη μνήμη του μαρουσιώτη άξιου γιόγκι του Θιβέτ.
Μετά την παρένθεση των παραπάνω, έχω να προσθέσω ό,τι σε μια πολυπληθή μαρουσιώτικη οικογένεια (1940) παρακάθονταν στο ορθογώνιο μεγάλο τραπέζι της οικογένειας δέκα τουλάχιστον άτομα.

Δέκα άτομα κοσμούσαν το τραπέζι. Και ας μην είχε τις προϋποθέσεις φαγητών. Ελιές και ψωμί με ρίγανη που άλλοτε λιγοστά άλλα καθόλου νοσταλγούσαν καλλίτερες μέρες.
Η ευτυχισμένη μαρουσιώτικη οικογένεια στηριζόταν και σε ελπίδες για καλλίτερες ημέρες. Και η Ίνδικτος αποτελούσε αφετηρία μαζί με τα ημερολογιακά σημειώματα και τον Καζαμία το παρακολούθημα της ολοκλήρωσης της αφιερωμένης στους αγίους ημέρας της εορτής με τον ήχο της καμπάνας. Ο παιδικός ήχος έστω σε μεγάλη ηλικία δεν έπαυσε να αντηχεί, γιατί είναι βιωματικός και δε μπορεί να μην ακουστεί, να μην νοηθεί είτε αυτός προέρχεται από το μακρινό παρελθόν της εκκλησίας του Σωτήρα στο Μαρούσι ή στο επίνειό του στο αλαργινό Ζούμπερι, την ευτυχισμένη Φλωρίδα, που τόσο αγαπήθηκαν.
Ζούμπερι, Σεπτέμβριος 2023