Γράφει η Πέγκη Φαράντου, Διδάκτωρ Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, Συγγραφέας – Ζωγράφος
Σε ένα σπίτι έξω από τη Στουτγκάρδη έμενε ο Άλεξ. Η Στουτγκάρδη είναι μια πόλη στο νότιο τμήμα της Γερμανίας και πρωτεύουσα του κρατιδίου Βάδης Βυρτεμβέργης. Εκεί έμενε ο Άλεξ όπως και πολλοί άλλοι Έλληνες.
Οι Έλληνες της Στουτγκάρδης ήταν πάντοτε πολλοί. Πολλές γενιές Ελλήνων πήγαν εκεί για να εργαστούν και κάποια στιγμή να γυρίσουν στην πατρίδα αλλά δεν επέστρεψαν ποτέ. Παρότι πολλοί Έλληνες έμειναν στο εξωτερικό, κράτησαν έντονα το ελληνικό στοιχείο μέσα από τις οργανωμένες κοινότητες και την Ορθόδοξη Εκκλησία. Οι νεότερες γενιές μαθαίνουν την ελληνική γλώσσα ως δεύτερη γλώσσα καθώς και ελληνικούς χορούς, μουσική κ.ά.
Ο απόδημος Ελληνισμός σε όλο τον κόσμο θαρρείς και πήρε μαζί του την Ελλάδα ολόκληρη. Ελληνικές κοινότητες σε όλο τον κόσμο κρατούν όλα αυτά τα στοιχεία που συνθέτουν τον Ελληνισμό. Στα πέρατα τις γης βλέπει κανείς να κρατούνται ζωντανά ήθη και έθιμα, παραδόσεις, ελληνική μουσική και γλώσσα. Τα σπίτια των Ελλήνων είναι μια μικρογραφία της ζωής που άφησαν πίσω. Οι Έλληνες έφυγαν αλλά ουσιαστικά δεν έφυγαν ποτέ…
Ο Άλεξ ήταν Έλληνας γεννημένος στη Στουτγκάρδη. Ήταν η τρίτη γενιά απόδημων, και οι παππούδες και οι γονείς ήταν εργάτες εκεί. Παρότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Γερμανία πατρίδα για εκείνον ήταν πάντα η Ελλάδα. Από πολύ μικρός έμαθε να μιλάει άπταιστα Ελληνικά και σύντομα έμαθε και την αρχαία ελληνική γλώσσα. Η αγάπη του ήταν τόσο μεγάλη, που πέρασε σε Πανεπιστήμιο της Γερμανίας στο τμήμα της Κλασσικής Ελληνικής Φιλολογίας από τους πρώτους. Οι συμφοιτητές του τον άκουγαν πάντα με προσοχή καθότι ήταν ο μόνος Έλληνας στο τμήμα της Ελληνικής Φιλολογίας και εκπροσωπούσε την Ελλάδα. Όταν βρίσκονταν όλοι μαζί δεν παρέλειπε ποτέ να μιλάει για τον ελληνικό πολιτισμό και τις ομορφιές της ελληνικής γης. Φοιτητές από τη Γερμανία, την Ινδία, την Αίγυπτο, την Ιταλία, τη Σουηδία μιλούσαν για τους Έλληνες φιλοσόφους, τη δημοκρατία και τα μνημεία του ελληνικού πολιτισμού. Σε μια συζήτηση, που κράτησε μέχρι το πρωί, μια φοιτήτρια από την Παλαιστίνη ρώτησε τον Άλεξ στα γερμανικά: «Πότε θα πας στην Ελλάδα; Θα ήθελα να έρθω μαζί σου, να δω από κοντά αυτά που διαβάζω». Τότε ο Άλεξ σκέφτηκε ότι είχε πολλά χρόνια να επισκεφτεί την πατρίδα και θα ήταν καλή ευκαιρία αυτό να γίνει το Πάσχα. Χωρίς να το καλοσκεφτεί είπε στη συμφοιτήτριά του να ταξιδέψουν μαζί στην Ελλάδα για το Πάσχα. Εκείνη δέχθηκε με χαρά.
Οι μέρες πέρασαν και το ταξίδι για την Ελλάδα ξεκίνησε. Το αεροπλάνο προσγειώθηκε στη Θεσσαλονίκη. Ένας τεράστιος ήλιος, που φώτιζε την πόλη και τη θάλασσα, τους υποδέχθηκε. Το όνομά σας παρακαλώ, είπε η υπάλληλος του αεροδρομίου, για να βοηθήσει με τις αποσκευές, «Αλέξανδρος», είπε ο Άλεξ χαμογελώντας. Πολλοί χαρούμενοι και οι δύο, μετά από μια μικρή στάση στο ξενοδοχείο, επισκέφθηκαν τα παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά μνημεία της Θεσσαλονίκης, το μουσείο με τον κρατήρα του Δερβενίου, τη Ροτόντα, τη Ρωμαϊκή Αγορά. Ο Αλέξανδρος ακούραστος εξηγούσε στη φίλη του. Η χαρά τους ήταν μεγάλη, όπως και η κούραση που τους έκανε να κοιμηθούν από νωρίς. Η επόμενη μέρα θα ήταν ιδιαίτερη και για τους δύο, θα επισκέπτονταν τα αρχαία Στάγειρα, την πόλη του Αριστοτέλη. Πριν ακόμη ξημερώσει και οι δύο ήταν έτοιμοι. Είχαν φορέσει τα αθλητικά τους παπούτσια, είχαν προμηθευτεί με νερό, είχαν οργανώσει τις φωτογραφικές μηχανές και ήταν έτοιμοι να επισκεφτούν τον ιστορικό χώρο. Καθώς προχωρούσαν στο ταφικό μνημείο του Αριστοτέλη, μιλούσαν για τον Αριστοτέλη, τον Πλάτωνα και τον μέγα Αλέξανδρο.
Βγαίνοντας από τον αρχαιολογικό χώρο, κουρασμένοι και οι δύο αποφάσισαν να πάνε για φαγητό. Ο Αλέξανδρος πρότεινε στη φίλη του να πάνε σε ένα ταβερνάκι δίπλα στη θάλασσα. Το θυμόταν από παιδί. Στον δρόμο τής περιέγραφε την εικόνα. Τραπεζάκια δίπλα στο κύμα με λευκά τραπεζομάντιλα, φρέσκο ψάρι και ούζο. Όταν έφτασαν στην περιοχή πάρκαραν το αυτοκίνητο και προχώρησαν με τα πόδια. «Κάτι γίνεται εδώ!» είπε ο Αλέξανδρος στη φίλη του, δεκάδες αυτοκίνητα παρκαρισμένα γύρω από την ταβέρνα που έφταναν μέχρι την αμμουδιά. Μια μεγάλη ταμπέλα έγραφε «Telis Tavern», λίγο πιο κει διαφημίζονταν το εκλεκτό μενού με εικόνες. Η μουσική τράνταζε τα μεγάλα ηχεία. Κατευθύνθηκαν προς τη θάλασσα για να βρουν ένα τραπέζι. Αφού κάθισαν, ήρθε μια όμορφη σερβιτόρα με μαγιό να τους πάρει παραγγελία. Δίπλα τους μια παρέα συζητούσε δυνατά για τις τιμές των ξενοδοχείων, κάποιοι άλλοι έβγαζαν selfies και συνομιλούσαν στα κινητά τηλέφωνα…
Το βράδυ ο Αλέξανδρος τηλεφώνησε στη μητέρα του στη Στουτγκάρδη για να της πει ότι την ημέρα του Πάσχα θα είναι εκεί και θα γιορτάσουν μαζί.