Ένα από τα πολλά παιχνίδια που παίζονταν στο Μαρούσι του περασμένου αιώνα από ένα ή και περισσότερα άτομα και τα οποία απέβλεπαν να ψυχαγωγήσουν τα παιδιά, ήταν και τα κορακίστικα. Αυτά ήταν ένας ανταγωνισμός ενός παιδιού προς άλλο ή και ομάδα παιδιών όχι μόνο της παιδικής ηλικίας αλλά ακόμη και της εφηβικής, για τον έλεγχο της ικανότητας της ομιλίας τους για σωστή άρθρωση.
Θα θυμούνται μερικοί πως στα παιδικά τους χρόνια, για να αποκτήσουν καθαρή άρθρωση και να μπορούν να λένε σωστά τις λέξεις επαναλάμβαναν τα: άσπρη πέτρα ξέξασπρη, ανέβηκα στη μιτζιριά, πάγκος τετραδοταβλόπαγκος κ.λ.π., που αποτελούσαν σπουδαία γυμνάσματα λαϊκής ορθοφωνίας. Αλλά τέτοια διάφορα άλλα γλωσσήματα, γλωσσοδέτες προφοράς βρίσκουμε διατυπωμένους σαν είδος ταμάτων και στο αρχαίο άγαλμα της Άρτεμης στην Έφεσο με τις ακατανόητα ασύνδετες λέξεις: Δαμναμενεύς, λιξ τετράξ, άσκι κ.α.
Θα θυμούνται ακόμη άλλοι με πόση άνεση πρόφεραν το γλωσσοδέτη: «Μια εκκλησιά μολυβδωτή, μολυβδοκοντυλογλυπτοπελεκητή» κ.λ.π. Λίγοι μπορούσαν να το προφέρουν γρήγορα και σωστά, όλοι δε γελούσαν με εκείνους, που δεν μπορούσαν να το προφέρουν. Ή μερικοί, επειδή δε μπορούσαν να επαναλάβουν π.χ. «μουλάρα μουλανόνουρα», κατέληγαν σε κακέμφατες εκφράσεις. Έχουμε πάρα πολλά τέτοια παραδείγματα από τη λαογραφία του παρελθόντος αιώνος στο Μαρούσι.
Ακόμη πιο δύσκολα ήταν τα κορακίστικα, που από απλές φράσεις γίνονται ακατανόητες –ακαταλαβίστικες– λέξεις. Έτσι, που τα πρόφεραν τα παιδιά, νόμιζαν και τα ίδια πως μιλούσαν ξένες γλώσσες, «αλαμπουρνέζικα» τα έλεγαν (Αλαμπουρνέζικα δηλ. στη γλώσσα της φυλής Μπουρνού του Σουδάν.
Στο Μαρούσι του παρελθόντα αιώνα είχεν εγκατασταθεί ένας ευκατάστατος πολίτης, που είχε δουλέψει αρκετά χρόνια στο γαλλικό Σουδάν. Είχε χτίσει μια ωραιότατη έπαυλη στη γωνία της οδού Μυκάλης και Λεωφόρου Κηφισιάς. Την έπαυλη αυτή, που δεν υπάρχει σήμερα, γιατί γκρεμίστηκε και στη θέση οικοδομήθηκε σύγχρονο κτίριο, κατείχε αυτός ο πλούσιος γαλλοσουδανέζος ΄Ελληνας. Ήταν ψηλός αδύνατος μελαψός με μεγάλο χονδρό χρυσό χαλκά στη μύτη. Μιλούσε σπαστά τα ελληνικά, που δεν καταλαβαίναμε, και επειδή είχε ζήσει ανάμεσα στη φυλή Μπουρνού (=μπουρνού στα αραβοτούρκικα σημαίνει μύτη) τον φοβόμαστε και λίγο, γιατί με τις φωνές μας που παίζαμε απέναντι στην αλάνα των μικρασιατών προσφύγων, τον ενοχλούσαμε, ιδιαίτερα, όταν τα αντικείμενα του παιχνιδιού μας πέφτανε μέσα στον κήπο του, που είχε φυτέψει φοίνικες και είχε κρεμάσει την αιώρα του. Τότε γινόταν έξαλλος. Ένας φοίνικας ακόμη ανάμεσα στα όρια του σύγχρονου κτιρίου και της επιχείρησης δημοσίων υδρογονανθράκων επιζεί).
Τα αλαμπουρνέζικα «κορακίστικα» λοιπόν, για να επανέλθω στο θέμα μου, ακολουθούσαν δύο προφορικές στο λόγο κατευθύνσεις. Η μία ήταν να περικοπούν οι λέξεις σε συλλαβές και να προστεθεί ανάμεσά τους το και. Η φράση π.χ. «Θα σε περιμένω» μπορούσε να ειπωθεί «Θα και σε και πε και ρι και με και νω» ή ακόμη δυσκολότερο να διαβαστεί η λέξη ανάποδα από τη λήγουσα, παραλήγουσα, κ.λ.π. όπως π.χ. «Θα σε περιμένω= αθ ες νω με ρι πε»
Ένα παλιό τραγουδάκι επιτυχία της εποχής (=σουξέ) ήταν το: «Έλα πάρτο το κορίτσι, να το πάρεις και να μην το κοροϊδεύεις» είχε μεταγλωττιστεί στα κορακίστικα «Λαε τόρπα οτ τσιρίκο αν οτ ρεισπα αικ αν νημ οτ εισδευϊρό κο».
Νομίζω πως πολύ επιτυχημένα στη γειτονιά μας το έλεγε ο έξοχος και διάσημος σήμερα Πέτρος Καπουράλης σκηνογράφος –και όχι μόνον– του Ελληνικού Κινηματογράφου. Εκείνη την εποχή στον αστερισμό του καλλιτεχνικού Γαλαξία σταθερά ανέβαιναν οι: Μίμης Φωτόπουλος, Αλίκη Βουγιουκλάκη, Τάκης Μωράκης με το χαρακτηριστικό τραγούδι «ρίκο, ρίκο, ρίκοκο» στην ταινία «Η Μουσίτσα» εμπνευσμένο μουσικά κάτω από την σκιά μιας αμυγδαλιάς του Αναβρυτά. Εκεί καθόταν ο συνθέτης στη σκιά, σε μια πολυθρόνα κρατώντας κόλλες πενταγράμμου και μια κιθάρα στα γόνατά του έβλεπε τα παιδιά να παίζουν ανέμελα πέρα στην αλάνα του Βαγγελάρα του Δήμα «ξυλίκι» και έγραφε.
Άλλοι καιροί! Δε ξέρω, τι θυμούνται οι σύγχρονοι νέοι, που αναζητούν τη χαρά με σαδιστικό καταστροφικό τρόπο, αφού έχουν χάσει τον προσανατολισμό τους, στηριζόμενοι σε υποσχετικούς ανεμόμυλους. Η μανία τους για καταστροφή εκτονώνεται πάντα πάνω σε αγάλματα, τοίχους, προθήκες, πόρτες, παγκάκια, πεζοδρόμια, αυτοκίνητα και άλλες ξένες προς αυτούς ιδιοκτησίες με γκράφιτι κ.λ.π. Έτσι συμπληρώνουν το δυσνόητο αποπροσανατολισμένο κόσμο τους, που είναι ο δικός μας κόσμος, που τους δίνουμε ως κληρονομιά και είμαστε υπεύθυνοι!
Σήμερα τους νέους μας ελάχιστα απασχολεί η ορθοφωνία, η καθαρή άρθρωση, η ορθογραφία στη διατύπωση της σκέψης τους και ο ειρμός στο συνεχή λόγο τους, που διακόπτεται βάναυσα όταν μιλάνε από το αμμ… και εμμ…. με δευτερόλεπτα σιγής. Αλλά αυτό είναι γενικότερο, αφού το ίδιο γίνεται και στα μέσα επικοινωνίας, όταν ο εκφωνητής ή η εκφωνήτρια δεν παράγουν καθαρό λόγο ή ακόμη και οι εκπαιδευτές, όταν διδάσκουν σε μαθητές τόπων διαφορετικών της προέλευσής τους. Η ορθοφωνία λόγου είναι sine qua non και ένα από τα πλέον σημαντικά.
Χρειάζεται μόχθος για να διδαχθεί και οι παλιοί δάσκαλοι κ.λ.π. το ήξεραν αυτό πολύ καλά. Προσπαθούσαν να διορθώσουν ανωμαλίες έκφρασης με λέξεις, που θα έτριβαν, όπως έλεγαν τη γλώσσα τους με εξατομικευμένη διδασκαλία στο πρόσωπο που είχε το πρόβλημα, με φανερά καλά αποτελέσματα. Αξίζει να θυμηθούμε το ρήτορα της αρχαιότητας Δημοσθένη, που κατάφερε με επίμονη προσπάθεια να βελτιώσει την προφορά του «ρο».
Υπήρχαν παιδιά με φοβερή διαύγεια πνεύματος, που με ευχέρεια κυλούσε ο λόγος τους πάνω σε δυσπρόφερτες λέξεις.
Ένιωθαν υπερηφάνεια για αυτό και παράλληλα ανέβαιναν στην εκτίμηση των συνομιλητών τους ότι είχαν επιτύχει κάτι το σημαντικό. Και πράγματι αυτό που πετύχαιναν ήταν η ετοιμότητα στον ορθό λόγο, που εντυπωσίαζε με τη γλωσσική τους ευχέρεια. Τα κορακίστικα δεν είχαν να προσφέρουν τίποτε σ’ αυτούς, που τα μιλούσαν. Η μόνη προσφορά τους ήταν η ευχέρεια παραγωγής λόγου. Και αυτό δεν μπορούσαμε να το αγνοήσουμε στις παιδικές μας συναναστροφές, που πάντως, αν θέλαμε να κρύψουμε κάτι, για να μην καταλάβουν οι άλλοι επιστρατεύαμε την κορακίστικη γλωσσική μας ικανότητα.
Δημήτρης Μασούρης