Οι επιδράσεις και τα πρότυπα στο σχολείο
Οι επιδράσεις στο σχολείο θα προέρχονται τόσο από το δάσκαλο όσο και από τους συμμαθητές. Τα πρότυπα αυτά θα αναφέρονται στην αρχή, σε πρόσωπα του άμεσου περιβάλλοντος, της τάξης αργότερα και σε πρόσωπα εξωπραγματικά των βιβλίων. Πρόκειται για πρότυπα πνευματικά.
Το παιδί έρχεται στο σχολείο με το σύνολο των επιδράσεων και τον τρόπο ζωής που έχει μάθει. Εκείνο που περιμένει να βρει το νέο του περιβάλλον είναι η ικανοποίηση της προσδοκίας του για νέες ευχάριστες εμπειρίες ή η επαλήθευση του φόβου του για τη συρροή νέων δυσάρεστων καταστάσεων.
Η προηγούμενη εμπειρία του αποτελεί την οπτική γωνία από την οποία βλέπει τη νέα αυτή φάση της ζωής του. Οι ικανότητες που έχει αποκτήσει στο μεταξύ, αναμένουν την αξιολόγησή τους. Αν τελικά, η αξιολόγηση αυτή θα αποφέρει σαν κέρδος τη συναισθηματική ευφορία του παιδιού, την ποικιλότροπη ευχαρίστηση, τότε το παιδί υπάρχει προοπτική να αποδεχτεί τα νέα κίνητρα για την επίδοση. Αν, αντί για κέρδος, υπάρχει ζημία, δηλαδή δυσφορία, δυσαρέσκεια, τότε το σχολείο παρουσιάζεται σαν τύπος πληκτικός, αδιάφορος, χωρίς σημασία (γι’ αυτό και το εγκαταλείπει χωρίς τύψη). Ένα παιδί π.χ. χάρη που κλαίει όταν το αφήνει στην πόρτα του σχολείου η μητέρα του που το συνοδεύει, φανερώνει ότι οι ανάγκες του για σωματική ασφάλεια και στοργή δεν έχουν ικανοποιηθεί στην τάξη.
Αν το παιδί εξακολουθεί να μην αποδέχεται το σχολείο, είναι προτιμότερο να γίνει αλλαγή σχολείου.
Ο Ντον Τσαρλς εξετάζοντας το θέμα των κινήτρων στο σχολείο κάνει ένα πολύ πρακτικό συσχετισμό. Θεωρεί τον οργανισμό του παιδιού ένα είδος μηχανής που παράγει, αποθησαυρίζει και απελευθερώνει ενέργεια. Τη στιγμή που το παιδί είναι απασχολημένο με ένα θέμα ικανοποίησης μιας ζωτικής ανάγκης (επάρκεια τροφής) ελάχιστη διάθεση ενέργειας απομένει για μια άλλη δραστηριότητα (π.χ. καθαριότητα). Ένα παιδί που όλες οι επιδράσεις του οικογενειακού και άμεσου περιβάλλοντος του ευνοούν την απόφασή του να γίνει ποδοσφαιριστής, δεν βρίσκει ενδιαφέρον στο σχολείο. Το πρόβλημα που παρουσιάζεται προέρχεται όχι από την έλλειψη κινήτρων αλλά από τη διαφορά τους με εκείνα που ζητά το σχολείο. Έτσι, χωρίς να αλλάξουμε τις ανάγκες και το σκοπό του παιδιού, δεν μπορούμε να έχουμε ελπίδα ότι θα διαθέσει την ενέργειά του για χάρη των δικών μας αναγκών ή σκοπών.
Όταν υπάρχουν κίνητρα, το άτομο βρίσκεται σε δραστηριότητα, ενεργοποίηση, συγκίνηση. Η διαπίστωση ακόμα ότι υπάρχει εγκεφαλικό κέντρο διέγερσης που μπορεί να ενεργοποιηθεί από ποικιλία τόσο εσωτερικών όσο και εξωτερικών ερεθισμάτων, παρουσιάζει μια παιδαγωγικής σημασίας ευκαιρία την παροχή κατάλληλων ερεθισμάτων, με σκοπό την ενεργοποίηση του εγκεφαλικού κέντρου των κινήτρων. Υπάρχει δηλαδή μια σαφής ενθάρρυνση σε ό, τι αφορά τη δημιουργία κινήτρων πάνω σε νευροφυσική βάση. Και ένα τέτοιο πράγμα, σα μια προϋπόθεση προσωρινής έστω παρόρμησης, μπορεί να είναι ευεργετικό. Βέβαια, το θέμα των ερεθισμάτων δεν είναι απλό. Παρόλα αυτά, εφόσον το θέμα των ερεθισμάτων δεν είναι απλό. Παρόλα αυτά, εφόσον το έντονο του ερεθίσματος και η εναλλαγή των ερεθισμάτων, προκαλούν διέγερση του εγκεφαλικού κέντρου και όξυνση των αισθήσεων, δεν είναι δύσκολο να κατανοηθεί πως πρέπει να αποφεύγονται τα άχρωμα ερεθίσματα και η στατικότητα κατά τη διδασκαλία.
Γενικά, το θέμα των κινήτρων σε μια κανονική κατάσταση διεγερσιμότητας που στηρίζεται στην καταλληλότητα των ερεθισμάτων (σωστή ένταση, καινοφάνεια και σημασία αυτών, για τους μαθητές) μπορεί να έχει σημαντική θέση στη σχολική ζωή.
Η απόλυτη ησυχία π.χ. στην τάξη αμέσως μετά το διάλειμμα, δεν είναι κάτι το φυσιολογικό. Η διεγερσιμότητα που προκλήθηκε έξω από την τάξη είναι ακόμα παρούσα.
Ο ρόλος του δασκάλου και τα κίνητρα των μαθητών
Προτού μιλήσουμε εκτενέστερα για το ρόλο του δασκάλου σε σχέση με τα κίνητρα των μαθητών, ας παραθέσω ένα απόσπασμα από γράμμα, παλιού σπουδαστή που εδώ και λίγα χρόνια, διδάσκει σε κάποια γωνιά της ελληνικής επικράτειας. Διαφωτίζει πολύ εύστοχα την παρερμηνεία που γίνεται πάνω σ’ αυτό το ρόλο.
«…..Τα καλά παιδικά βιβλία τα εκτιμούν συνήθως οι μεγάλοι. Και το χειρότερο, τα διαβάζουν μόνο οι μεγάλοι. Έχουν επηρεασθεί τόσο πολύ τα παιδιά από την τηλεόραση, από τις αστυνομικές κυρίως σειρές που οτιδήποτε άλλο εκτός από τα πιστόλια και αυτοκίνητα και κυνηγητά τους προξενεί δυσφορία. Αγωνίζομαι να τα μπάσω στο Ανθολόγιο. Να διαβάσουν κάτι. Να υποψιαστούν. Ασχολούμαι πάνω στα ποιήματα. Χαμένος κόπος. Ίσα-ίσα που χάνεται η ώρα και σε πιέζει μετά το πρόγραμμα. Χρόνια και χρόνια λειτουργεί ένα πληθωρικά γνωστοκρατικό σύστημα στα σχολεία που έγινε πια κατάσταση και συνείδηση. Είτε το θέλεις, είτε όχι, γίνεσαι επαγγελματίας πια, εργάτης, που βγάζει μια κάποια εργασία σε ένα τακτό ωράριο. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί η απαίτηση του επιθεωρητή μας να προγραμματίσουν με την ύλη εις τρόπον ώστε να εξαντληθεί μέχρι πέρατος του σχολικού έτους. Που σημαίνει ότι εξαντλώντας την ύλη εξάντλησες την αποστολή σου. Η μικρή πείρα που έχω, με έχει αποδείξει πως υπάρχουν μαθήματα που βγαίνουν «μέχρι πέρατος του σχολικού έτους» και άλλα πάλι που δεν βγαίνουν μα που και σε τελική ανάλυση, δεν χρειάζεται να βγουν».
Άλλο πράγμα η γνώση και άλλο η ψυχική καλλιέργεια. Ωστόσο, η προσφορά της γνώσης δεν μπορεί να γίνει χωρίς ψυχολογική επίγνωση. Από το δάσκαλο εξαρτάται βασικά, αν το παιδί θα αγαπήσει ή θα μισήσει το σχολείο. Οι δάσκαλοι, όσο και αν δουλεύουν ποικιλότροπα, μπορούν να δημιουργήσουν ενδιαφέρον των μαθητών για το σχολείο. Άλλοι από τους δασκάλους μιλούν με πολλά λόγια για τη σημασία του σχολείου στη ζωή, απειλούν στην περίπτωση που οι μαθητές δεν φαίνονται να συμφωνούν, βάζουν κακούς βαθμούς, ειρωνεύονται, φοβερίζουν ή εξευτελίζουν τους μαθητές. Άλλοι πετυχαίνουν να παρακινήσουν σωστά τους μαθητές χωρίς να τους αποστερούν από πρωτοβουλία και χωρίς να χάνουν την αρμόζουσα υπακοή των μαθητών.
Αν και ανόμοιοι, με ιδιαίτερη, ο καθένας, ατομικότητα, όλοι οι καλοί δάσκαλοι χαρακτηρίζονται από μια γνησιότητα στη σχέση τους με τους μαθητές και δρουν αποτελεσματικά με το σύνολο της προσωπικότητάς τους.
Ο τρόπος διδασκαλίας κάθε δασκάλου εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τον εαυτό του, τους μαθητές, το υλικό της διδασκαλίας και τον κόσμο του.
Αν ο δάσκαλος δεν αποδεχθεί κατ’ αρχήν, τον εαυτό του, δεν τον αγαπήσει, δεν τον κατανοήσει, δεν του δώσει αξία, έστω και αν δε συμφωνεί πάντοτε με τις πράξεις του, δεν μπορεί να είναι πραγματικός και γνήσιος.
Ο δάσκαλος που αποδέχεται τον εαυτό του, έστω και αν δεν αποδέχεται πάντα τις πράξεις του, είναι σε θέση να τις αναπροσαρμόζει και να τις βελτιώνει. Και ακόμα περισσότερο, να βλέπει τον κόσμο με αντικειμενικότητα.
Ο καλός δάσκαλος αποδέχεται στη συνέχεια και τους μαθητές του. Η αποδοχή του αυτή όσο και αν είναι αδιόρατη γίνεται ως δια μαγείας αντιληπτή και κάνει την επικοινωνία τους με το δάσκαλο όχι μόνο εύκολη και ευχάριστη αλλά και παρακινητήρια για αποτελεσματικότερη μάθηση και προσαρμογή γενικά.
Το πρότυπο του δασκάλου μπορεί να συντελέσει κατά ένα μεγάλο βαθμό στην καλή προσαρμογή και ανάπτυξη σωστών κινήτρων των μαθητών. Δάσκαλοι που ανταμείβουν, που έχουν κύρος, που γνωρίζουν να ελέγχουν και ταυτόχρονα να βοηθούν στην ανεξαρτητοποίηση των μαθητών, αποτελούν τα καλά πρότυπα για μίμηση. Αντίθετα, δάσκαλοι που στερούνται κριτηρίων σωστής εξέλιξης και επιτυχίας για τους εαυτούς τους και δεν διακατέχονται ούτε κατά το ελάχιστο από την παιδαγωγική κλίση αποτελούν φτωχά πρότυπα για μίμηση. Δάσκαλοι επίσης, που θέτουν σκοπούς ή σχεδιάζουν ερήμην των μαθητών ή προχωρούν, όπως τους έρθει, παρουσιάζονται σαν αρνητικά πρότυπα. «Το καλό πρότυπο του δασκάλου δεν πιέζει, αλλά υποκινεί, δεν εξουσιάζει, αλλά καθοδηγεί, δεν είναι μια αυταρχική προσωπικότητα, αλλά ηγέτης με κατανόηση. Η δίψα επικοινωνίας με το συνάνθρωπο καθώς και η ικανότητα στις διαπροσωπικές σχέσεις» είναι ακόμη ένα χαρακτηριστικό του καλού δασκάλου.
Ένας έχει συγκεκριμένο σκοπό του να γίνει δάσκαλος. Αλλά ξέρουμε καλά πόσο διαφορετικοί μπορεί να είναι οι δάσκαλοι. Αν ένας δάσκαλος δεν έχει αναπτυγμένο το κοινωνικό συναίσθημα, ο σκοπός της ανωτερότητάς του διαλέγοντας το επάγγελμα του δασκάλου, είναι να κυριαρχεί πάνω στους κατώτερούς του. Μπορεί να νιώθει ασφαλής μόνο με εκείνους που είναι ασθενέστεροι και λιγότερο έμπειροι από τον ίδιο; Ένας δάσκαλος με πολύ αναπτυγμένο κοινωνικό συναίσθημα θα μεταχειριστεί τους μαθητές του σαν ίσους και θα θέλει πραγματικά, να συμβάλλει στην επιτυχία της ανθρωπότητας».
Μια πρόσφατη έρευνα έδειξε ακόμα ότι μόνον οι δάσκαλοι εκείνοι που επιτρέπουν στα παιδιά να αισθάνονται ότι έχουν το δικαίωμα να κάνουν λάθος και ότι οι ιδέες τους είναι μια προσωπική συμβολή στην τάξη όσο και αν δεν είναι ορθές, τα βοηθούν να φθάσουν σε στόχους πέρα από τη γνώση.
Προσωπικά προβλήματα των δασκάλων, υπερκόπωση και διάφορες άλλες αιτίες είναι δυνατόν να δημιουργήσουν ψυχική κρίση. Μια ψυχολογική βοήθεια από τον ειδικό, όσο και αν φαίνεται υποτιμητική στον ψυχολογικό ανυποψίαστο, συμβάλλει στην ψυχική εξισορρόπηση.
Το βέβαιο πάντως, είναι ότι οι πολύ φιλόδοξοι για γνωστικά επιτεύγματα, οι υπερβάλλοντες σε ακαδημαϊκό ζήλο δάσκαλοι, συνήθως δεν δημιουργούν ευκαιρίες για ενθάρρυνση και συμμετοχή. Υποθάλπουν το ανταγωνιστικό πνεύμα και έχουν κάτι το άκαμπτο στο να αποδεχτούν ένα παιδί όταν δεν αποδίδει γνωστικά. Καλός μαθητής γι’ αυτούς είναι μόνο ο μαθητής που θα τους βγάλει «ασπροπρόσωπους» στους γονείς και όχι ο μαθητής που έχει και άλλα προτερήματα έξω από τη γνώση.
Ανδρέας Φ. Βασιλείου, Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος, Ειδικός Παιδαγωγός,
Πολιτικός Επιστήμονας