Η επιτυχία και η αποτυχία είναι δυο καταστάσεις που χαρακτηρίζουν τη ζωή του σχολείου. Αποτελούν ένα μέτρο κρίσης, σύγκρισης, μια κινητήρια δύναμη η οποία έχει αντίκτυπο στο ψυχοπνευματικό πεδίο των μαθητών. Έτσι, η δημιουργία κινήτρων ώστε να εξασφαλιστεί μια πετυχημένη μάθηση, είναι ένα συνεχές μέλημα. Ο Βεντ έδειξε πως υπάρχει μια σταθερή σχέση μεταξύ της παρόρμησης του παιδιού να αναλάβει ένα έργο με αβέβαιο αποτέλεσμα επιτυχίας και της στάσης της μητέρας του κατά την τριγλωσσική περίοδο της ζωής του. Δηλαδή, εφόσον η μητέρα του, κατ’ εκείνη την περίοδο, συνήθιζε να αμείβει το παιδί σε λογικά περιθώρια χρόνου – κατά την περίοδο εκείνη αμοιβή θεωρούταν η παροχή τροφής – το παιδί δεχόταν την ολιγόλεπτη καθυστέρηση από τη μια φορά στην άλλη, μια και γνώριζε πως οπωσδήποτε θα είχε τροφή. Έτσι και αργότερα ήταν πρόθυμο να αναλάβει έργο που θα παρείχε αμοιβή με κάποια καθυστέρηση. Αντίθετα, παιδιά στα οποία η χορήγηση τροφής δημιουργούσε αβεβαιότητα και ανησυχία, δεν δεχόταν και την παραμικρή ακόμα καθυστέρηση χωρίς γογγυσμό και διαμαρτυρία. Αργότερα δεν αναλάμβαναν έργο για μάθηση αν η αμοιβή δεν ήταν άμεση και προκαταβολικά βέβαιη.
Αλλά η τελειότερη μάθηση, όπως είναι γνωστό, προϋποθέτει, σε σχέση με το καλό αποτέλεσμα και πίστωση χρόνου. Για το λόγο αυτό, μόνο τα άτομα εκείνα με υψηλό κίνητρο για μάθηση δέχονται να αναλάβουν έργο για το οποίο η αμοιβή θα έρθει ύστερα από μεγάλη διάρκεια προσδοκίας. Βέβαια υπάρχουν στο μεταξύ και οι αναφυόμενες ικανοποιήσεις που ενισχύουν το άτομο στην πορεία του προς το αβέβαιο τέρμα.
Κάθε παιδί σε μια σχολική τάξη έχει οπωσδήποτε προϊστορία συναισθηματικής φύσης που γράφτηκε κατά ένα μεγάλο μέρος με τη βοήθεια των γονέων. Οι απαιτήσεις τους για την απόκτηση γνώσεων, οι αμοιβές, οι τιμωρίες διαδραματίζουν ένα ρόλο αποφασιστικό στη μελλοντική επίδοση.
Εκείνο ωστόσο, που παίζει αποφασιστικό ρόλο στη δημιουργία κινήτρων σχολικής επιτυχίας, είναι από τη μια μεριά, η ανατροφή του παιδιού και από την άλλη τα κριτήρια που κυριαρχούν στο οικογενειακό ή άμεσο περιβάλλον του. Πολλοί γονείς, π.χ. παραπονούνται ότι τα παιδιά τους δεν έχουν όρεξη για μελέτη τη στιγμή κατά την οποία οι ίδιοι – αν και μορφωμένοι – δεν το θεώρησαν ποτέ απαραίτητο να ανοίξουν ένα βιβλίο ή να δημιουργήσουν μορφωτικές επιδράσεις – όχι μόνο μεγαλόστομα λόγια.
Το παιδί όταν έρχεται στο σχολείο, φέρνει μαζί του επιδράσεις και κίνητρα τα οποία σχετίζονται είτε με το φύλο του – λέγεται ότι τα κορίτσια προέχουν ως προς τα κίνητρα σχολικής επιτυχίας μια και, κατά πάσα πιθανότητα, οι μητέρες τους από πολύ νωρίς θέλησαν να δημιουργήσουν σ’ αυτά τάσεις ανεξαρτησίας – ή τη σειρά γέννησής τους (αν και δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένο υποστηρίζεται ότι οι απαιτήσεις από τα πρωτότοκα παιδιά είναι μεγαλύτερες απ’ ό, τι είναι στα υστερότοκα) ή το κοινωνικό ή ψυχολογικό του περιβάλλον.
Είναι άλλωστε, γνωστό ότι τα παιδιά που προέρχονται από οικογένειες με χαμηλό εισόδημα, τις περισσότερες φορές, αν όχι αποκλειστικά, σχετίζουν την επιτυχία τους σε κάτι με την άμεση αλλά και υλική αμοιβή θα έχουν. Αλλά, πέρα απ’ αυτό, η αμοιβή για κάθε άτομο, έστω και αν πραγματοποιείται σα μια εσωτερική ικανοποίηση – η οποία, και πολύ σωστά, θεωρείται η τελειότερη και η ωριμότερη μορφή αμοιβής – είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημιουργία κινήτρων για την επίτευξη κάποιου σκοπού. Έτσι, από τη μια αμοιβή και από την άλλη το σωστό παράδειγμα, προωθούν το θέμα των σχολικών κινήτρων στη σωστή του βάση.
Επιδράσεις και πρότυπα έξω από το σχολείο
Κατ’ αρχήν, το παιδί, όπως είναι φυσικό, δέχεται τις πρώτες βασικές επιδράσεις από το άμεσο οικογενειακό του περιβάλλον. Οι βασικές αυτές επιδράσεις είναι οι κατάλληλες εφόσον του επιτρέπουν κάποια αυτονομία και του δημιουργούν υπευθυνότητα. Ακόμα, η προετοιμασία του για το σχολείο θα πρέπει να του δίνει ευχαρίστηση. Αλλιώς, η απειλητική στάση «θα πας στο σχολείο και τα λέμε» του δημιουργούν, αν όχι τίποτε άλλο, ανησυχία ή και τάση αποφυγής.
Εάν οι προσδοκίες των γονέων είναι υπερβολικές και η στάση τους σε σχέση με τη μάθηση του παιδιού περιέχει το στοιχείο της αγωνίας και της υποβολής από μέρους τους, η μάθηση παρουσιάζεται σαν κάτι το δυσάρεστο και δεν επιβοηθείται η δημιουργία θετικών κινήτρων απέναντι στο σχολείο.
Η ύπαρξη αυτονομίας, όπως είναι φυσικό, δεν υπονοεί την πλήρη αυτοδοσία στις πράξεις του παιδιού, παρά τη δυνατότητα να συνηθίζει στον τρόπο εργασίας ο οποίος θα παρέχει ολοένα περισσότερες ευκαιρίες για τη στήριξη της μάθησης στις ίδιες τις δυνάμεις του παιδιού. Το φαινόμενο της προετοιμασίας των μαθημάτων από τους γονείς, πέρα από τη στέρηση απόκτησης γνώσεων με θετικό και αυτενεργειακό τρόπο, αποβαίνει και σε βάρος της συναισθηματικής ανεξαρτητοποίησης και ικανοποίησης του παιδιού.
Έτσι, ενώ η προσωπική ικανοποίηση θα πρέπει να αποτελεί το ακρογωνιαίο λιθάρι στη δημιουργία κινήτρων, οι γονείς την προβλέπουν ή την εξαρτούν από εξωτερικά στοιχεία (όπως είναι οι βαθμοί), οπότε και την υποβιβάζουν αν δεν τη διαφθείρουν.
Ακόμα, η τεταμένη σχέση ελεγκτή και ελεγχόμενου, φύλακα και κρατούμενου αντί βοηθού και βοηθούμενου, αμοιβαία φιλικά διατεθειμένου, δεν προετοιμάζει ορθή προσαρμογή στο σχολείο. Μια μητέρα που αποτελεί το γιο της. «Αν πάρεις «9» ορθογραφία, δεν πρέπει να έρθεις σπίτι», δεν είναι ανακόλουθο αν αυτός προετοιμάσει μέσα του τη μικρή εκδίκηση. Σε μια τέτοια περίπτωση η εσωτερική αμοιβή καταπνίγεται εξαιτίας της εξωτερικής. Επικρατεί πνεύμα εκδίκησης αντί συνεργασίας, ώστε η στέρηση ευχαρίστησης του ενός να προκαλεί στέρηση ευχαρίστησης και του άλλου.
Ανακοπή όχι μόνο της μάθησης αλλά και της ψυχολογικής γενικά εξέλιξης, προκαλεί η εξαιρετικά αυστηρή ανατροφή και η άκαιρη παρέμβαση των γονέων. Τα παιδιά μαθαίνουν όχι μόνο να μιλούν αλλά και να μη μιλούν όταν διακόπτονται κατά την ώρα της ομιλίας τους ή όταν δεν δίνεται σε αυτά ευκαιρία για έκφραση. Χωρίς την εξάλειψη του παρατεταμένου σε μικρές περιόδους φόβου, την εξάλειψη της αντικοινωνικής στάσης και του σχεδόν μόνιμα εκδηλούμενου θυμού, χωρίς την ικανοποίηση των φυσικών του αναγκών (είναι παιδιά που υποσιτίζονται και υποφέρουν από κάθε είδους εγκατάλειψη) και χωρίς ακόμα την παροχή πολλαπλών ευκαιριών για την ικανοποίηση της περιέργειας και την ανάπτυξη των ικανοτήτων του (γλωσσικών, αισθησιοκινητικών, γνωστικών) η προσαρμογή του παιδιού στο σχολείο θα παρουσιάζει πάρα πολλές δυσχέρειες. Είναι αδύνατο για τα ανίσχυρα και απελπισμένα πλάσματα να αποκαταστήσουν επαφή με άλλα, αν έχουν χάσει το θάρρος τους ολότελα.