Ερέθισμα για τη συγγραφή του παρόντος κειμένου αποτέλεσε η λέξη – έννοια αξιοπρέπεια. Μετά την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, τα στελέχη του, αλλά και ένας μεγάλος αριθμός συμπατριωτών μας δηλώνει ότι αποκαταστάθηκε η εθνική – ίσως και η προσωπική τους – αξιοπρέπεια. Για να κατανοήσω τι ακριβώς εννοούν, ξεκίνησα από τον ορισμό της έννοιας, γιατί κατά τον μέγα Αριστοτέλη, τον ειδικό των ορισμών, αν δεν ορίσεις τις έννοιες, δεν ξέρεις για τι πράγμα μιλάς. Σύμφωνα λοιπόν με τον πλέον δόκιμο – κατά τη γνώμη μου – ορισμό: αξιοπρέπεια είναι η ιδιότητα και ο τρόπος ζωής κατά τον οποίο σέβεται κανείς τον εαυτό του, δηλαδή δεν τον ταπεινώνει, δεν πέφτει σε μικρότητες, ώστε να κερδίζει το σεβασμό των άλλων. Για να κερδίσεις δηλαδή το σεβασμό των άλλων πρέπει πρώτα να σέβεσαι τον εαυτό σου, να μην τον ταπεινώνεις, να μην πέφτεις σε μικρότητες (εκμετάλλευση των άλλων) και αυτό να είναι τρόπος ζωής, δηλαδή να μην είναι στιγμιαία, αλλά σταθερή και διαρκής συμπεριφορά για μια ολόκληρη ζωή. Όταν έχεις αξιοπρέπεια αναζητάς τη δική σου ευθύνη στα κακώς κείμενα και δεν ζητάς λογαριασμό από τους άλλους, ακριβώς για να αποκρύψεις τις δικές σου ευθύνες. Η αξιοπρέπεια ως αυτοσεβασμός και ευθύνη απέναντι στο εαυτό σου, δεν έχει σχέση με το πώς μας βλέπουν οι άλλοι. Το τελευταίο παραπέμπει στην υπερηφάνεια, ή μάλλον στην ψευτο-υπερηφάνεια, στον πληγωμένο εγωισμό, στη μη δυνατότητα, λόγου χάριν, να βάλεις βενζίνη στο ακριβό, βενζινοβόρο τζιπ για να πας στο χωριό σου και να κάνεις τον καμπόσο. Με απλά λόγια μπορείς να είσαι αξιοπρεπής ακόμη και ψάχνοντας στα σκουπίδια και αντίθετα να είσαι αναξιοπρεπής βυθισμένος στο βόλεμα και τις ανέσεις σου. Συμπερασματικά η αξιοπρέπεια αναφέρεται στη σχέση του ατόμου με τον εαυτό του και όχι στην εικόνα του, που σχηματίζουν οι άλλοι, πρόκειται δηλαδή για μια εσωτερική, αυτοπροσδιοριζόμενη και όχι εξωτερική, ετεροπροσδιοριζόμενη διαδικασία.
Και μετά τον ορισμό της αξιοπρέπειας πάμε στην Πορτογαλία και τους Πορτογάλους. Όταν η Πορτογαλία, λόγω των προβλημάτων της οικονομίας της δεν είχε τη δυνατότητα πρόσβασης στις Αγορές για χρηματοδότηση και αναγκάστηκε, όπως εμείς, να υπογράψει τις γνωστές μας συμφωνίες – μνημόνια με τους εταίρους, ακολούθησε μια τελείως διαφορετική στρατηγική από τη δική μας. Όλες σχεδόν οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας και βασικά τα δύο μεγάλα πολιτικά Κόμματα της Κυβέρνησης και της Αντιπολίτευσης κατανόησαν πολύ γρήγορα ότι η συγκεκριμένη ευρωπαϊκή πολιτική είναι μονόδρομος και δεν υπάρχει άλλη λύση. Και έτσι συμφώνησαν μεταξύ τους και με τους εταίρους στην ακολουθούμενη πολιτική και μετά τρία χρόνια συνεπούς εφαρμογής της κατάφεραν να βγουν και πάλι για χρηματοδότηση στις Αγορές με πολύ χαμηλά επιτόκια. Σύμφωνα με τον ορισμό της αξιοπρέπειας, πως θα χαρακτηρίζαμε τους πορτογάλους πολιτικούς, αλλά και το λαό, που αποδέχτηκαν τα μνημόνια και λειτούργησαν με το συγκεκριμένο τρόπο; Αξιοπρεπείς ή αναξιοπρεπείς;
Στην πατρίδα μας, η οποία το 2010 βρέθηκε σε χειρότερη κατάσταση από την Πορτογαλία, τα πράγματα ακολούθησαν μια τελείως διαφορετική πορεία. Όταν ο Γιώργος Παπανδρέου, προ του διαφαινόμενου αδιεξόδου, αποφάσισε να υπογράψει την πρώτη συμφωνία – μνημόνιο με τους εταίρους από αγαπητός ηγέτης του 44% έγινε αυτόματα ο αποδιοπομπαίος τράγος, ο αναξιοπρεπής, ο εθελόδουλος, ο προδότης. Η αξιωματική αντιπολίτευση του Σαμαρά κήρυξε αμέσως τον αντιμνημονιακό αγώνα και ύψωσε τις σημαίες των διαδοχικών «Ζαππείων», ενώ η ελάσσων αντιπολίτευση κατέβαζε συνεχώς τον κόσμο στο «Σύνταγμα». Και μετά αναξιοπρεπής, εθελόδουλος, προδότης έγινε ο Παπαδήμος, αλλά και ο πρώην «επαναστάτης» Σαμαράς και τώρα κινδυνεύει να γίνει και ο Τσίπρας, που απειλείται από την αριστερή του πτέρυγα να μην ενδώσει στους αδίστακτους, νεοφιλελεύθερους εταίρους – δανειστές μας.
Και στο σημείο αυτό ανακύπτει το εύλογο ερώτημα: Γιατί οι Πορτογάλοι αντιμετώπισαν την οικονομική κρίση της χώρας τους με λογική και ηρεμία και έφθασαν γρήγορα στη λύση, ενώ εμείς χωριστήκαμε σε αξιοπρεπείς και αναξιοπρεπείς, σε πατριώτες και προδότες, σε εθελόδουλους και επαναστάτες και ακόμα ταλαντευόμαστε στην άκρη του γκρεμού; Κάποιες σκέψεις πάνω σ’ αυτό το τεράστιο θέμα, που αγγίζει την ίδια την εθνική μας ψυχή, ίσως δώσει ερέθισμα και για δικές σας αντίστοιχες σκέψεις. Κατά τον μαρξιστή ιστορικό Ν. Σβορώνο οι Έλληνες έχουν πάντοτε αντιστασιακό χαρακτήρα. Αισθάνονται ότι οι εχθροί πάντοτε τους επιβουλεύονται, κι ανάμεσά τους υπάρχουν πάντοτε οι συμβιβασμένοι συνεργάτες τους, η «Πέμπτη φάλαγγα». Αυτός όμως ο τρόπος σκέψης ή μάλλον πίστης ότι οι άλλοι τους υποβλέπουν και συνωμοτούν εναντίον τους και η υιοθέτηση ανάλογης αμυντικής στάσης οδηγεί σε έντονα αισθήματα καταδίωξης, αναίτια υποψία και δυσπιστία, θυμό, οργή, εχθρότητα, κατάχρηση εμπιστοσύνης, στοιχεία που δυσκολεύουν τις σχέσεις με τους άλλους. Έτσι δημιουργείται μονίμως μια ατμόσφαιρα έντασης, που δυσκολεύει την αποδοχή των άλλων και συντηρεί μια φιλόνικη, πεισματική και στενόμυαλη συμπεριφορά. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ένα σημαντικό τμήμα του λαού, ίσως το μεγαλύτερο, αποκτά ιστορική συνείδηση μέσα από μορφές αναλογικής σκέψης και μανιχαϊστικής λογικής, που δημιουργούν γενεαλογίες του καλού και του κακού. Κλέφτες και αρματωλοί εναντίον προσκυνημένων και Νενέκων το 21, αντάρτες και επαναστάτες εναντίον κουίσλινγκς και ταγματασφαλιτών την περίοδο της Κατοχής, αντιμνημονιακοί και μνημονιακοί του σήμερα. Αυτή ακριβώς η εμφανιζόμενη συνέχεια με όρους κινήματος και όρους αντιπαλότητας οδηγεί στην ανάγνωση κάθε εποχής με όρους παλαιότερων εποχών. Έτσι εξηγείται και η ανάγνωση της σημερινής εποχής των μνημονίων ως νέας γερμανικής κατοχής, οι θεωρίες για τέταρτο ράιχ, η ταύτιση Μέρκελ / Χίτλερ, ή η αναφορά στην Ελλάδα ως μια νέα «αποικία χρέους» (σχετικό βιβλίο του Υπουργού Εξωτερικών Ν. Κοτζιά). Σ’ αυτή τη συνέχεια κινήματος και αντιπαλότητας, «καλών» και «κακών» «πατούν» και οι αντιμνημονιακές δυνάμεις, (Πολιτικά Κόμματα, Κινήσεις, Προσωπικότητες – Μ. Θεοδωράκης, Λ. Λαζόπουλος) και δημιουργούν έναν νοητικό χάρτη: εξάρτηση, υποτέλεια, ραγιαδισμός από τη μια πλευρά, περήφανος μικρός λαός που πολεμάει από την άλλη. Πρόκειται για ένα χάρτη με αισθητική και συναισθηματική επένδυση. Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως έγκειται στο ότι αυτός ο τύπος ιστορικής συνείδησης συνδέεται άμεσα με την εθνική συνείδηση, τους αρχαίους προγόνους και τη συνέχεια του έθνους. Με απλά λόγια οι πρόγονοί μας παρουσιάζονται διαδοχικά να φορούν περικεφαλαία, να κρατούν γιαταγάνι, και να τραγουδούν «στ’ άρματα, στ’ άρματα, εμπρός στον αγώνα». Είναι δηλαδή ένας βαθιά ριζωμένος τύπος ιστορικής συνείδησης, με ψυχικό έρεισμα και πολιτισμικό βάρος, που συμμετέχει στο εθνικό ιστορικό φαντασιακό, όπως αυτό καλλιεργήθηκε από την παράδοση, τη θρησκεία, την εκπαίδευση και την εθνική ποίηση, από τον Παλαμά ως τον Ελύτη.
Και μετά τα παραπάνω πότε μια χώρα, ένας λαός, ένα άτομο χαρακτηρίζεται αξιοπρεπής και πότε αναξιοπρεπής; Είσαι αξιοπρεπής ως λαός και ως χώρα, όταν κοροϊδεύεις τους εταίρους σου με «πειραγμένα» στατιστικά στοιχεία, με δημιουργική λογιστική και με δημιουργικές ασάφειες; Πόσο αξιοπρεπής είσαι όταν απειλείς τους εταίρους σου ότι αν δεν γίνει το δικό σου, θα χαθούν και αυτοί μαζί σου; Είσαι αξιοπρεπής, ηθικός, υπερήφανος ως άτομο όταν «ρίχνεις» τους άλλους και ζεις πάνω από τις δυνατότητές σου; Δηλαδή όταν φοροδιαφεύγεις ασύστολα, όταν αυθαιρετείς οικιστικά, όταν διαφθείρεις και διαφθείρεσαι, όταν οι σχέσεις σου με τους άλλους δεν είναι ειλικρινείς και αυθεντικές, αλλά πελατειακές, χρησιμοθηρικές, ωφελιμιστικές; Δεν υπάρχει αξιοπρέπεια χωρίς ευθύνη έναντι του εαυτού μας και των άλλων και αν δεν το καταλάβουμε αυτό – και μάλιστα γρήγορα – σε εθνικό και ατομικό επίπεδο, θα τιναχτούμε στον αέρα και θα …καταλήξουμε, όχι από ατύχημα (Graccident), αλλά μετά από μακρόχρονη και ανίατη «εθνική ψυχική ασθένεια»…
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Γ. ΣΟΥΛΙΩΤΗΣ