
Όμως είναι πλέον αποδεδειγμένο πως το μεγάλο πλήθος των βιολογικών επιδράσεων από τα ΗΜΠ της ανθρώπινης τεχνολογίας στις συνήθεις τιμές έντασης που δέχεται ο μέσος άνθρωπος, είναι μη-θερμικά φαινόμενα, δε συνοδεύονται δηλαδή από αύξηση θερμοκρασίας του εκτιθέμενου οργανισμού, [Velizarov et al, 1999], [Hyland, 2000], [Salford et al, 2003], Fragopoulou, Margaritis, et al, 2010a, 2010b, Gandhi, P.O., 1982).
Το εργαστήριό μας ερευνά επί δεκαετίες τις βιολογικές επιπτώσεις των ακτινοβολιών και από το 1998 ασχολείται με τις αλλοιώσεις σε κύτταρα και σε πειραματόζωα μετά από έκθεση σε ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία κινητής τηλεφωνίας σε πραγματικές συνθήκες. Με την ιδιότητά μας αυτή έχουμε επισημάνει τους κινδύνους που συνεπάγεται η μακρά έκθεση του πληθυσμού χωρίς να λαμβάνονται ειδικές προφυλάξεις, καθώς και τους κινδύνους από τη διαμονή κατοίκων πλησίον κεραιών ραδιοσυχνοτήτων. Συμφωνώντας και με άλλους ερευνητές από την Ελλάδα και το εξωτερικό θεωρούμε ότι θα πρέπει η Πολιτεία να αναθεωρήσει τα όρια αποδεκτής έκθεσης που έχει θεσπίσει, όπως άλλωστε προκύπτει τόσο από τις πολυάριθμες ανεξάρτητες έρευνες αλλά και από τις πρόσφατες αποφάσεις άλλων χωρών για μείωση των ορίων (π.χ. Βέλγιο 16 Φεβρουαρίου 2007).
Οι άμεσες επιπτώσεις με τη μορφή πονοκεφάλων έλλειψης συγκέντρωσης αϋπνίες, μείωση ανοσοποιητικού συστήματος, κόπωση, αλλεργίες, διαταραχές μνήμης, κ.λπ., αποτελούν καθημερινά συμπτώματα στους διαμένοντες πλησίον των κεραιών (Abdell-Rassoul et al, 2006). Είναι συνεπώς σαφές ότι αν και οι εντάσεις ακτινοβολίας που μετρήσαμε είναι εντός των ορίων που ισχύουν στη χώρα μας, εν τούτοις είναι πάνω από τα όρια άλλων χωρών, που στηρίζονται σε ολοένα αυξανόμενες επιδημιολογικές και πειραματικές μελέτες.
Τα ανωτέρω προκύπτουν από το ότι:
Α) Τα θεσπισμένα όρια έχουν προταθεί το 1998 από τη «Διεθνή Επιτροπή Προστασίας από τις Μη Ιονίζουσες ακτινοβολίες (ICNIRP 1988)», εποχή κατά την οποία η διάδοση της ασύρματης τεχνολογίας ήταν περιορισμένη και τα επιστημονικά δεδομένα πολύ πενιχρά.
Β) Τα εν λόγω όρια είχαν προταθεί για ολιγόλεπτη έκθεση των ανθρώπων στην ακτινοβολία και όχι για ολοήμερη έκθεση όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις ανθρώπων που ζουν ή εργάζονται κοντά σε κεραίες εκπομπής ραδιοσυχνοτήτων.
Γ) Τα εν λόγω όρια είχαν προταθεί υπολογίζοντας μόνον τις θερμικές επιπτώσεις των ραδιοκυμάτων, ενώ έχει αποδειχθεί πρόσφατα ότι τα κύτταρα επηρεάζονται επίσης με μη θερμικό τρόπο δηλαδή χωρίς αύξηση θερμοκρασίας.
Δ) Υπάρχει πληθώρα δημοσιεύσεων που υποστηρίζουν την επίδραση της ακτινοβολίας αυτή σε εντάσεις μέχρι και 1.000 φορές κάτω από τα ισχύοντα όρια.
Ε) Ένα ποσοστό πληθυσμού που αγγίζει το 3% (δηλαδή 300.000 άτομα στη χώρα μας) εκτιμάται ότι ανήκει στην κατηγορία των «ηλεκτρουπερευαίσθητων ατόμων» τα οποία αντιδρούν με σοβαρές επιπτώσεις σε ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία πολύ ασθενή της τάξης των 0,2 βολτ/μέτρο.
Επιτροπή ειδικών στην οποία συμμετείχε η ερευνητική μας ομάδα (Fragopoulou AF, Grigoriev Y, Johansson O, Margaritis LH, Morgan L, Richter E, Sage C 2010c) κατέθεσε για δημοσίευση (που έχει γίνει αποδεκτή) ειδικό πόρισμα στο οποίο προτείνεται η ελάττωση των ορίων με γνώμονα την υγεία των πολιτών και τα υπάρχοντα επιστημονικά δεδομένα.
Υπάρχει μέχρι σήμερα πλήθος επιστημονικών – πειραματικών μελετών, δημοσιευμένων σε έγκυρα διεθνή επιστημονικά περιοδικά που καταδεικνύουν επιδράσεις σε κύτταρα σε πειραματόζωα αλλά και σε ανθρώπους, με επίπεδα έκθεσης εντός των ισχυόντων (δυτικών) «ορίων αποδεκτής έκθεσης».
Έχουν πραγματοποιηθεί έρευνες επικινδυνότητας της ακτινοβολίας της κινητής τηλεφωνίας σε εντάσεις εντός των θεσπισμένων ορίων σε κάθε δυνατό επίπεδο. Ειδικότερα για τις επιδράσεις από την ακτινοβολία κεραιών βάσης υπάρχουν επιδημιολογικές έρευνες συμπτωμάτων σε άτομα που διαμένουν κοντά σε κεραίες και έχουν διαπιστωθεί ποικίλα συμπτώματα όπως πονοκέφαλοι, κόπωση δυσλειτουργία νευρικού συστήματος μείωση ανοσοποιητικού συστήματος αλλά και εμφάνιση νεοπλασιών. Θραύσεις του DNA παρατηρήθηκαν επίσης σε ανθρώπινους ινοβλάστες μετά από διακοπτόμενη έκθεσ
η 16 h σε RF πεδίο συχνότητας 1800 ΜΗz με τιμή SAR 1.2 ή 2 W/kg [Diem et al, 2005].
Σε ολόκληρους οργανισμούς έχoυν βρεθεί και έχουν δημοσιευθεί από την ερευνητική μας ομάδα επιπτώσεις από την ακτινοβολία, όπως
* μείωση κατά 30-60% της αναπαραγωγικής ικανότητας εντόμων, [Μαργαρίτης, Παναγόπουλος, 2000],
* αύξηση αποπτωτικών ωοθυλακίων κατά την ωογένεση εντόμων, [Chavdo
ula, Margaritis et al 2010], καθώς και
* διαταραχές μνήμης και μάθησης σε ποντίκια και σε αρουραίους [Fragopoulou et al, 2010b, Fragopoulou, Margaritis 2010, Ntzouni et al, 2010] και αλλαγές στην οστεοποίηση εμβρύων ποντικών που είχαν ακτινοβοληθεί κατά τη διάρκεια της κύησης [Fragopoulou AF, Koussoulakos S, Margaritis LH, 2010a].
Άλλες επιδράσεις αφορούν σε αλλοιώσεις στη μορφή ανθρώπινων ηλεκτροεγκεφαλογραφημάτων κατά τη διάρκεια συνομιλίας σε κινητό τηλέφωνο [Krause et al, 2000], αυξημένη θνησιμότητα, καθυστέρηση ανάπτυξης και μορφολογικές αλλοιώσεις σε γονιμοποιημένα αυγά πουλιών, μετά από έκθεση σε RF πεδία χαμηλών εντάσεων και διαφόρων συχνοτήτων 108 – 1010 Hz, [Xenos and Margas, 2003].
Έχει γενικά διαπιστωθεί πως όσο το πλήθος των κεραιών αυξάνεται τα τελευταία χρόνια, υπάρχουν συνεχώς αυξανόμενες μαρτυρίες για πονοκεφάλους, απώλεια μνήμης, αποβολές, χωρίς «εμφανείς» εξηγήσεις, από ανθρώπους που πλησίον της κατοικίας ή του χώρου εργασίας τους εγκαταστάθηκαν κεραίες, κινητής τηλεφωνίας η/και ραδιοτηλεοπτικών σταθμών.
Στην ερευνητική μας ομάδα «Ηλεκτρομαγνητικής Βιολογίας» του Τομέα Βιολογίας Κυττάρου και Βιοφυσικής, ως Κυτταρικοί Bιολόγοι και Βιοφυσικοί με ιδιαίτερη γνώση του αντικειμένου της επίπτωσης των ακτινοβολιών, (ιονιζουσών και μη-ιονιζουσών), είμαστε ιδιαίτερα επιφυλακτικοί στα «όρια αποδεκτής έκθεσης» που έχουν θεσπιστεί κυρίως με πολιτικά-οικονομικά κριτήρια (βλέπε Hardell et al., 2007) χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψιν οι αποδεδειγμένες πλέον μη-θερμικές επιπτώσεις, που είναι εξ ίσου σοβαρές με τις θερμικές.
Θεωρούμε λοιπόν σωστό στην περίπτωση των Μη-ιονιζουσών ακτινοβολιών, όπως είναι οι μικροκυματικές ακτινοβολίες της κινητής τηλεφωνίας, να ακολουθείται η Aρχή της Προφύλαξης, δηλαδή η αποφυγή κάθε έκθεσης σε τεχνητά ηλεκτρομαγνητικά πεδία, εφόσον αυτό είναι εφικτό.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, εκτιμάμε ότι η εγκατάσταση των εν λόγω κεραιών επάνω σε κτήρια σε πυκνοκατοικημένες περιοχές και σε απόσταση μόλις λίγων μέτρων από παραπλήσια οικήματα-κτίρια αναλόγου ύψους, είναι επικίνδυνη και θα πρέπει να αποφεύγεται. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για ευνόητους λόγους κοντά σε σχολεία και σε βρεφονηπιακούς σταθμούς.