Σ’ ένα χρυσό κλουβί, μια αποκομμένη νησίδα της υφηλίου, με τα «προβλήματά» μας, αγνοώντας –ή θέλοντας να αγνοούμε– τι συμβαίνει λίγο παραδίπλα μας, εκεί όπου υπάρχουν κάποια άλλα προβλήματα.
Αυτές τις μέρες, με αφορμή τη Γιορτή της Γυναίκας, θα γραφτούν και θα ειπωθούν χιλιάδες πράγματα για τη θέση, τη μοίρα και τα προβλήματα της σύγχρονης Ελληνίδας. Εγώ θα σας μεταφέρω απλά την εμπειρία μου (αδιάψευστος μάρτυράς μου ο φωτογραφικός φακός) από κάποιες γυναίκες που γνώρισα στα πέρατα του κόσμου.
Όλοι έχουμε την εικόνα μιας μάνας που ξαγρυπνά στο προσκέφαλο του άρρωστου παιδιού της – είτε στο σπίτι της είτε σε κάποιο «Παίδων». Στο προσφυγικό όμως στρατόπεδο «Γιεκμάλ», το 1991, στα τουρκοϊρακινά σύνορα, σε μια σκηνή δίπλα από τη δική μας, «νοσηλεύαμε» τα μωρά. Με τους ορούς στα μικροσκοπικά χεράκια τους, μέσα σε μια κρύα σκηνή πάνω στο χώμα και τις μανάδες τους δίπλα τους είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, ζωντανά φαντάσματα από την κούραση και την αγωνία. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, προσγειώνονταν καθημερινά δίπλα τους τα ελικόπτερα, σηκώνοντας σύννεφα σκόνης και συμπαρασύροντας σκηνές, ορούς, σκεπάσματα και φλεβοκαθετήρες.
Το 1998, στον τυφώνα «Mitch» στην Ονδούρα, συνάντησα μια γυναίκα, που θα μπορούσε να ήταν κόρη μου, με τα δύο παιδάκια της σε μια άθλια παράγκα. Αυτή ήταν η «τυχερή» που είχε επιζήσει, σε αντίθεση με κάποια άλλη που την ανέσυραν, όπως και όλη την οικογένειά της, νεκρή από τις λάσπες, σφιχταγκαλιασμένη με το μικρότερο παιδί της, στην ύστατη όσο και μάταιη προσπάθειά της να το προστατέψει.
Ούτε θα ξεχάσω τα δεκαπεντάχρονα κοριτσάκια στην Τεγκουσιγκάλπα, με τις μάσκες στα πρόσωπά τους για τη δυσωδία, επιφορτισμένα με το μακάβριο καθήκον να ψάχνουν στις λάσπες για πτώματα.
Λίγα χρόνια αργότερα, στην αποκλεισμένη από το «εμπάργκο» Σερβία, συνομιλούσα με τη διευθύντρια του τηλεοπτικού σταθμού της Νις Στέλλα Γιοβάνοβιτς. Ήταν τότε σε έξαρση η συζήτηση γύρω από το απεμπλουτισμένο ουράνιο. Της λέω: «Κάτι πρέπει να κάνετε με αυτή την ιστορία, γιατί θα σας στοιχίσει πολύ ακριβά. Κανείς δεν θα έρχεται για τουρισμό ούτε θα αγοράζει προϊόντα σας». «Εσύ δεν φοβάσαι;», με ρωτάει. «Φυσικά και φοβάμαι, αλλά μην παίρνεις για παράδειγμα εμένα. Εγώ με το "ψώνιο" που έχω, θα ερχόμουν ούτως ή άλλως». Αλλά, πώς να σ’ το πω… Άσχετα που δεν τα κατάφερα να έρθω στους βομβαρδισμούς, περισσότερο φοβάμαι τη ραδιενέργεια, παρά τις βόμβες». «Για κάν’ το μου λιανά σε παρακαλώ», μου λέει. «Είναι απλή στατιστική, πιθανότητες…», της απαντάω. «Οι βομβαρδισμοί κράτησαν 100 μέρες περίπου και είχατε 2.000 νεκρούς. Στα 10 εκατομμύρια που είστε η πιθανότητα να πεθάνεις είναι πολύ μικρή. Ενώ αν υπάρχει ραδιενέργεια, θα εκτεθούμε σ’ αυτή όλοι. Ακόμα κι εγώ που είμαι εδώ μόνο για λίγες μέρες». Με άφησε να ολοκληρώσω τη σκέψη μου και με κοίταξε στα μάτια: «Άκου λοιπόν, να σου κάνω κι εγώ τη δική μου ανάλυση περί στατιστικής και πιθανοτήτων. Ξέρεις την ιστορία μ’ εκείνο το τρένο που "έφαγε" τον πύραυλο του ΝΑΤΟ κατά λάθος;». «Βεβαίως», της λέω. «Το τρένο δεν ξέρω; Έχω σταματήσει στο δρόμο, έχω βγάλει και φωτογραφίες, είναι το εθνικό σας μνημείο». «Ε, λοιπόν σ’ εκείνο το τρένο ήταν μέσα και ο άντρας μου και δεν βρήκα ούτε ένα κοκαλάκι του για να θάψω!».
Το 2001 άρχισα να συγκεντρώνω, μέσω φίλων και συνάδελφων, χρήματα για το Αφγανιστάν. Όταν κάποιος ακούει για ανθρωπιστική αποστολή, στο μυαλό του έρχονται, και πολύ σωστά, τρόφιμα, φάρμακα, σκηνές, κουβέρτες. Όταν όμως έφτασα το 2003 στην Καμπούλ, διαπίστωσα ότι το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπιστικής βοήθειας, και της ελληνικής με επικεφαλής τον εκπρόσωπό μας στο Αφγανιστάν, τον γνωστό ηθοποιό Μιχάλη Μανιάτη, διοχετεύετο σε σκοπούς πολιτιστικούς και εκπαιδευτικούς. Ήταν συγκινητική η δίψα των γυναικών –που μέχρι χθες ήταν υποχρεωμένες να φορούν την μπούργκα και να είναι αποκλεισμένες από όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης– να θέλουν να μάθουν 5 κολλυβογράμματα, μια τέχνη, τον στοιχειώδη χειρισμό ενός υπολογιστή για να μπορούν να βγάζουν το ψωμί τους και να συνεισφέρουν στην οικογένειά τους. Η Ελληνική Ομάδα Διάσωσης λειτουργούσε σχολή μαιών. Η Ένωση Γυναικών του Αφγανιστάν σχολή εκμάθησης υπολογιστών. Σαν να είχαν μόλις εξέλθει από την εποχή του «κρυφού σχολειού». Ήταν γυναίκες σαν κι αυτή που ο Μιχάλης μαζί με τον ανιψιό του Δημήτρη ξεγέννησαν σε κάποιο προσφυγικό καταυλισμό και, θέλοντας να τη βοηθήσουν οικονομικά χωρίς να τη μειώσουν, της εξήγησαν ότι στην πατρίδα μας το ’χουμε έθιμο να ασημώνουμε το παιδί. Δυστυχώς, όμως, η μοίρα της Αφγανής δεν άλλαξε πολύ. Τον Δεκέμβριο του 2005, σε μια εκδήλωση στην οικία του πρέσβη του Πακιστάν στο Ψυχικό, με πληροφόρησαν ότι λίγες μέρες πριν οι Ταλιμπάν είχαν σκοτώσει ένα δάσκαλο έξω από την Κανταχάρ. Η αιτία; Παρά τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις τους, συνέχισε να κάνει μαθήματα σε κορίτσια.
Το 2005 βρέθηκα στη Σρι Λάνκα, που είχε πληγεί από το τσουνάμι. Σ’ ένα προσφυγικό καταυλισμό της UNHCR (Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες) καμάρωνα κάτι παιδάκια που ήταν έτοιμα για το σχολείο τους. Τα είχε η μάνα τους πεντακάθαρα, περιποιημένα, με τις στολές τους. Και να φανταστεί κανείς ότι αυτά πιθανόν να μην είχαν γνωρίσει ποτέ σπίτι, να είχαν μεγαλώσει στον καταυλισμό, σε μια σκηνή μέσα στη λάσπη. Γιατί δεν ήταν καταυλισμός πληγέντων από το tsunami. Ήταν πολλά χρόνια εκεί γιατί ήταν πρόσφυγες από τον εμφύλιο.
Στην πτήση της επιστροφής από τη Σρι Λάνκα, όπως και από τους σεισμούς του Πακιστάν έξι μήνες αργότερα, μου ’κανε τρομερή εντύπωση η κοινωνική διαστρωμάτωση των συνεπιβάτιδών μου. Ήταν όλες τους υπηρέτριες –εσωτερικές– σε πλούσια σπίτια Αράβων της Μ. Ανατολής. Ζωές ξεριζωμένες. Μανάδες που θα υπέμεναν καρτερικά τρία χρόνια ακόμα για να ξαναδούν τα παιδιά τους. Δεν ξέρω αν ένιωσα μεγαλύτερο οίκτο γι’ αυτές ή για τις πληγείσες από το τσουνάμι ή τους σεισμούς.
Τον Οκτώβριο του 2005 στο Πακιστανικό Κασμίρ, που είχε πληγεί από τρομακτικούς σεισμούς, γνώρισα σ’ ένα μικρό κέντρο υγείας μια λεχώνα που νοσηλευόταν με κατάγματα, μαζί με το νεογέννητο κοριτσάκι της. Το είχε ονομάσει «Ελπίδα». Ακόμα πιο συγκινητική, όμως, ήταν μια άλλη ετοιμόγεννη, που, αν και είχε σπασμένα και τα δύο πόδια της, αρνούνταν πεισματικά να μπει στο ελικόπτερο, θέλοντας να γεννήσει εκεί, δίπλα στα ερείπια του σπιτιού της.
Αυτή είναι «Η Γιορτή της Γυναίκας όπως εγώ την έζησα». Για να μην αναφέρουμε κι άλλα που, ευτυχώς για μένα, δεν τα έζησα. Τους ξυλοδαρμούς, τους βιασμούς, την κλειτοριδεκτομή, το trafiking.
Νίκος Δούσης-Ρασσιάς, ιατρός Μικροβιολόγος,
ιδρυτικό μέλος των «Γιατρών της Ειρήνης»